Σύμφωνα με τη βρετανική εθνική οργάνωση outsourcing, το outsourcing έχει ένα πρόβλημα image. Αφού διάβασα ένα άρθρο των New York Times που εκθέτει την ισραηλινή και σαουδαραβική «δυσπεψία» για την τρέχουσα εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, είμαι διατεθειμένος να μοιραστώ αυτή την αρνητική άποψη, ιδιαίτερα όταν αφορά συμμάχους των Αμερικανών που προσπαθούν να αναθέσουν στην Ουάσιγκτον τη δουλειά που αυτοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν μόνοι τους. Μερικές φορές, προφανώς, υπάρχουν σημαντικά πράγματα που πρέπει να γίνουν και που οι μικρότερες και λιγότερο ισχυρές χώρες δεν μπορούν να τα κάνουν μόνες τους. Ακόμη και μεγάλες χώρες μπορούν κάποια στιγμή να αναθέτουν σε τρίτους, όπως στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ παρέθεταν σιγά-σιγά τις δυνάμεις τους, ανέθεσαν το βασικό έργο της καταστροφής της Wehrmacht στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, το outsourcing βασίζεται σε συνθήκες συμμαχίας, αλλά ως προϊόν, όταν τα πράγματα πάνε καλά, διαπραγμάτευσης, συναίνεσης για τις υποχρεώσεις των συμμάχων, κοινής αντίληψης για την απειλή και ισχυρής αίσθησης αμοιβαίου συμφέροντος.
Υπάρχει ένα πρόβλημα ωστόσο, όταν οι χώρες πιέζουν δημοσίως τις άλλες να κάνουν πράγματα που δεν μπορούν ή που δεν θα κάνουν χωρίς να έχουν πρώτα οικοδομήσει μια πειστική βάση για την σιωπηρή μεταβίβαση της ευθύνης-χωρίς για παράδειγμα να υπάρχει κοινό συμφέρον ή χωρίς να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες της άλλης χώρας ή απλώς επιδεικνύοντας μια απλή σχέση μεταξύ μέσων και σκοπών. Σε ό,τι αφορά την παρέμβαση των ΗΠΑ στη Συρία, οι Σαουδάραβες απλώς δεν το έθεσαν, τουλάχιστον δημοσίως, και πιθανώς ούτε και σε ιδιωτικό επίπεδο. Και δεν είναι ξεκάθαρο ότι θα το έκαναν διότι, από την οπτική του Ριάντ, αυτή η μάχη φαίνεται να είναι εκδίκηση για αυτό που θεωρεί ότι συνέβη στην περίπτωση του Ιράν, ότι «κατέλαβε» το Ιράκ η σουνιτική διακυβέρνηση. Υπάρχει κάποια ισχύ στην υποκείμενη καταγγελία ότι οι ΗΠΑ απομάκρυναν τον πιο επικίνδυνα στρατηγικό αντίπαλο από τη σκηνή, ενώ ανοίγουν την πόρτα για την ιρανική επιρροή στη Βαγδάτη. Από την οπτική της Σαουδικής Αραβίας, το Ιράκ είναι πλήρως εξαρτημένο από την επιθυμία του Ιράν για την υπεροχή στην περιφέρεια. Εάν βρίσκεται κανείς στο Ριάντ, αυτό πρέπει να του φαίνεται μπερδεμένο.
Υπάρχει ένα πρόβλημα ωστόσο, όταν οι χώρες πιέζουν δημοσίως τις άλλες να κάνουν πράγματα που δεν μπορούν ή που δεν θα κάνουν χωρίς να έχουν πρώτα οικοδομήσει μια πειστική βάση για την σιωπηρή μεταβίβαση της ευθύνης-χωρίς για παράδειγμα να υπάρχει κοινό συμφέρον ή χωρίς να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες της άλλης χώρας ή απλώς επιδεικνύοντας μια απλή σχέση μεταξύ μέσων και σκοπών. Σε ό,τι αφορά την παρέμβαση των ΗΠΑ στη Συρία, οι Σαουδάραβες απλώς δεν το έθεσαν, τουλάχιστον δημοσίως, και πιθανώς ούτε και σε ιδιωτικό επίπεδο. Και δεν είναι ξεκάθαρο ότι θα το έκαναν διότι, από την οπτική του Ριάντ, αυτή η μάχη φαίνεται να είναι εκδίκηση για αυτό που θεωρεί ότι συνέβη στην περίπτωση του Ιράν, ότι «κατέλαβε» το Ιράκ η σουνιτική διακυβέρνηση. Υπάρχει κάποια ισχύ στην υποκείμενη καταγγελία ότι οι ΗΠΑ απομάκρυναν τον πιο επικίνδυνα στρατηγικό αντίπαλο από τη σκηνή, ενώ ανοίγουν την πόρτα για την ιρανική επιρροή στη Βαγδάτη. Από την οπτική της Σαουδικής Αραβίας, το Ιράκ είναι πλήρως εξαρτημένο από την επιθυμία του Ιράν για την υπεροχή στην περιφέρεια. Εάν βρίσκεται κανείς στο Ριάντ, αυτό πρέπει να του φαίνεται μπερδεμένο.