Η παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία ξεκίνησε το 2007, επέφερε σοβαρές επιπτώσεις στον τομέα της υγείας και αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου με επίκεντρο την επίδραση της ύφεσης τόσο στο επίπεδο υγείας των πληθυσμών όσο και στη δυνατότητα των συστημάτων υγείας να παρέχουν επαρκείς και ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες. Η σοβαρότητα του προβλήματος αντανακλάται σε ένα ψήφισμα που υιοθέτησε το Γραφείο Ευρώπης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το 2009 (WHO EURO 2009). Το ψήφισμα αυτό καλούσε τα κράτη μέλη του Γραφείου να εξασφαλίσουν ότι τα συστήματα υγείας τους θα συνεχίσουν να προστατεύουν την υγεία των πολιτών και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων, να παρέχουν αποτελεσματικές υπηρεσίες και να λειτουργούν ως οικονομικά δρώντες παράγοντες εξασφαλίζοντας τις αναγκαίες επενδύσεις, δαπάνες και θέσεις εργασίας. Επιπροσθέτως, το ψήφισμα προέτρεπε τα κράτη να εντείνουν την παρακολούθηση και ανάλυση των αλλαγών που συντελούνται στις συνθήκες διαβίωσης, την αξιολόγηση της επίδοσης των συστημάτων υγείας και να διαμορφώσουν ρεαλιστικές πολιτικές οι οποίες θα αντιμετωπίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία και τα συστήματα υγείας.
Εργαζόμενοι στον κλάδο Υγείας διαμαρτύρονται για τις περικοπές στον τομέα τους, μπροστά στο Υπουργείο Υγείας, στις αρχές Ιουνίου 2013. John Kolesidis / Reuters
Οι παραπάνω παροτρύνσεις θεμελιώνονται στη διαπίστωση ότι ο βαθμός κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή η έκταση στην οποία λαμβάνει χώρα μια διαδικασία προαγωγής της ευημερίας των ατόμων από κοινού με μια δυναμική οικονομικής μεγέθυνσης της οποίας τα οφέλη και το πρόσθετο παραγόμενο εισόδημα χρησιμοποιούνται για τη μείωση του βάρους της φτώχειας (Midgley 1995), βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την κατάσταση της υγείας του πληθυσμού μιας χώρας (Sen 1999). Σε γενικές γραμμές, η υψηλότερη ανάπτυξη που συνοδεύεται από ισότιμη κατανομή του εισοδήματος συμβαδίζει με χαμηλότερη φτώχεια και καλύτερο επίπεδο υγείας (Gupta and Mitra 2004, Falkingham 2005). Βέβαια, η γενίκευση αυτή δεν θα πρέπει να παραβλέπει την σημαντική επισήμανση του Α. Σεν ότι η μείωση της θνησιμότητας δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ταχείας οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά είναι δυνατή και σε περιβάλλον χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης υπό την προϋπόθεση ότι δίνεται προτεραιότητα στην εφαρμογή ενός προγράμματος καθοδηγούμενης, επιδέξιας κοινωνικής υποστήριξης (Σεν 2006).