Τον περασμένο μήνα, η Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Σούζαν Ράις συζητώντας τα σχέδια της κυβέρνησης Ομπάμα για μια πιο μετριοπαθή πολιτική στη Μέση Ανατολή, σημείωσε ότι η Ουάσινγκτον «δεν μπορεί απλά να καταναλώνεται καθημερινά σε μια περιοχή, όσο σημαντική κι αν είναι». Από τώρα και στο εξής, υπονόησε, οι χώρες τής περιοχής, συμπεριλαμβανομένης τής Λιβύης, θα υποβιβαστούν στην δεύτερη βαθμίδα προτεραιοτήτων.
Ένας εκπαιδευόμενος του Λιβυκού Στρατού συνομιλεί με τον διοικητή του μπροστά από έναν στόχο στην διάρκεια των εξετάσεών του στο όπλο Geminis, στις 30 Οκτωβρίου 2013. (Esam Omran Al-Fetori / Reuters)
Καθώς μιλούσε, η Διοίκηση Αφρικής του αμερικανικού στρατού (Africa Command, AFRICOM) ετοιμαζόταν να ενισχύσει την βοήθειά της στη Λιβύη για να συνδράμει την χώρα να ξαναχτίσει τον αδύναμο τομέα ασφάλειάς της. Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, η AFRICOM, μαζί με τις ένοπλες δυνάμεις τής Ιταλίας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου δεσμεύθηκε να συμβάλει στην κατάρτιση, την παροχή συμβουλών, και τον εξοπλισμό ενός νέου στρατού τής Λιβύης – μιας «δύναμης γενικού σκοπού» (general purpose force ) στην επίσημη στρατιωτική ορολογία. Το σχέδιο φαίνεται λογικό στα χαρτιά. Εκπαιδευμένη σε βάσεις εκτός Λιβύης, η νέα δύναμη θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να προβάλει την δική της εξουσία, να προστατεύσει εκλεγμένους αξιωματούχους και φορείς από τις πολιτοφυλακές που δρουν στο εσωτερικό τής χώρας και να υποχρεώσει τις παραστρατιωτικές ομάδες να αποστρατευθούν και να αφοπλιστούν. Η Ουάσιγκτον βλέπει την προσπάθεια ως ένα κρίσιμο βήμα προς την δημοκρατική μετάβαση της Λιβύης και ως έναν τρόπο να σταματήσει ο εξτρεμισμός και να προληφθεί η εξάπλωση της αναρχίας τής χώρας έξω από τα σύνορά της.