Πριν από μια εβδομάδα, έγραψα ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν θα πρέπει να έχει χάσει «όλη την γεωπολιτική του λογική» [1] αν προσπαθήσει να «κόψει κομμάτια τής Ουκρανίας», όπως η Κριμαία. Εάν τα γεγονότα αυτού του Σαββατοκύριακου αποτελούν μια οποιαδήποτε ένδειξη, όντως την έχει χάσει. Ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Κριμαία, και ο Πούτιν έχει δηλώσει το δικαίωμά του να τα κρατήσει «στο έδαφος της Ουκρανίας μέχρι οι κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες στην εν λόγω χώρα ομαλοποιηθούν [2]». Με άλλα λόγια, ο Πούτιν υποστήριξε ότι μπορεί να στείλει ρωσικές ένοπλες δυνάμεις οπουδήποτε στην χώρα, όχι μόνο στην Κριμαία, και ότι μπορεί να τις αφήσει εκεί μέχρι να ικανοποιηθεί ο ορισμός του περί ομαλοποίησης– κάτι που θα μπορούσε να μην γίνει ποτέ.
Ρωσικό τεθωρακισμένο έξω από ουκρανικό συνοριακό φυλάκιο στην κριμαϊκή πόλη Μπαλακλάβα. Την 1η Μαρτίου 2014. (Baz Ratner / Courtesy Reuters)
Η διεθνής κοινότητα, ξαφνιασμένη από την κίνηση του Πούτιν, πρέπει τώρα να προσπαθήσει να καταπιαστεί με το γιατί έκανε ό, τι έκανε και με το τι θα επακολουθήσει. Το ερώτημα γιατί εισέβαλε Κριμαία είναι περίπλοκο. Λίγο πριν από την κίνηση, οι ειδικοί ήταν επιφυλακτικοί σχετικά με την αποφασιστικότητά του. Με την εισβολή στην Ουκρανία, όπως έλεγε το σκεπτικό, ο Πούτιν θα ξεκινούσε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με την Δύση, ακριβώς την στιγμή που η Ρωσία (και η στάσιμη οικονομία της) χρειάζεται καλές σχέσεις με τον κόσμο. Και η προσάρτηση των νοτιοανατολικών τής Ουκρανίας, ειδικότερα, θα σήμαινε την απόκτηση μιας σκουριασμένης βιομηχανικής ζώνης και εκατοντάδων ζημιογόνων ανθρακωρυχείων. Ακόμη περισσότερο, θα προκαλούσε την αντίσταση των Τατάρων τής Κριμαίας και μπορεί να οδηγούσε σε επακόλουθη ριζοσπαστικοποίηση ορισμένων εντός τής κοινότητας. Τέλος, η μονομερής προσάρτηση των εδαφών που κατοικούνται από εθνοτικούς Ρώσους στην Κριμαία θα μπορούσε να προκαλέσει παρόμοιες κινήσεις εναντίον της Ρωσίας. Η Κίνα, για παράδειγμα, μπορεί να ενδιαφέρεται για τμήματα της ρωσικής Άπω Ανατολής που έχουν μεγάλους πληθυσμούς Κινέζων μεταναστών.