Για χρόνια, η τάση τής Γαλλίας να παραδίδεται υπήρξε ένα διαρκές αστείο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν πάντα μια καρικατούρα, αλλά αυτές τις μέρες το αστείο έχει λιγότερο νόημα από ποτέ. Το 2011, η Γαλλία ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην εκστρατεία για την εκδίωξη του ηγέτη τής Λιβύης, Μουαμάρ αλ-Καντάφι, από την εξουσία. Πέρυσι, παρενέβη για να υποστηρίξει την κυβέρνηση του Μάλι εναντίον των ισλαμιστών ανταρτών. Και τώρα η Γαλλία έχει αναπτύξει στρατεύματα στο έδαφος της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της διεθνούς δύναμης που προσπαθεί να τερματίσει την καταστροφική εθνοτική σύγκρουση. Για τους Αμερικανούς, αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια περίεργη τροπή των γεγονότων. Η Γαλλία ξαφνικά ξανα-ανακάλυψε την ναπολεόντια στρατιωτική της ευρωστία; Μήπως έχει στόχο να ξεπεράσει τις προσφάτως στρατιωτικά διστακτικές Ηνωμένες Πολιτείες ως η κορυφαία παρεμβατική δύναμη της Δύσης;
Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ καταφθάνει στο Μάλι, τον Φεβρουάριο του 2013 (Courtesy Reuters)
Η απάντηση στην κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι ένα σαφές, σταθερό «όχι». Στην πραγματικότητα, μεταπολεμικά η Γαλλία σπάνια είχε σοβαρούς ενδοιασμούς σχετικά με την χρήση βίας στο εξωτερικό. Αλλά, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις τής Γαλλίας έχουν την τάση να συγκεντρώνονται στο -ή κοντά στο- έδαφος της πρώην αποικιακής αυτοκρατορίας της. Από το 1960, η Γαλλία έχει στείλει στρατεύματα στην βόρεια και δυτική Αφρική δεκάδες φορές, υπό γκωλικές και σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Η αποικιακή ιστορία τής Γαλλίας ακόμα χρωματίζει την στρατιωτική στρατηγική της με τρόπους που η γαλλική ρητορική τείνει πλέον να συσκοτίζει. Πράγματι, ο ενθουσιασμός τού σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Ολάντ υπέρ των παρεμβάσεων εντάσσεται σε μια μακρά και όχι τόσο ένδοξη γαλλική παράδοση.