Μια πρόσφατη δροσερή Κυριακή, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο στάθηκε στο κέντρο τού Καράκας και έκανε έκκληση σε μερικές χιλιάδες ανθρώπους που συγκεντρώθηκαν μπροστά του να φέρουν την ειρήνη στο νοτιοαμερικανικό έθνος του. Κατά μια έννοια, το μήνυμά του – «Ya basta de violencia» (αρκετά με την βία) – δεν ήταν καινοφανές. Λόγω τού ολοένα αυξανόμενου ποσοστού ανθρωποκτονιών, η Βενεζουέλα είναι μια από τις πιο επικίνδυνες χώρες στην Λατινική Αμερική και στον κόσμο. Σύμφωνα με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα, σε δολοφονίες ανά 100.000 άτομα, την Βενεζουέλα ξεπερνούν μόνο η Ακτή Ελεφαντοστού, το Ελ Σαλβαδόρ και η Ονδούρα. Κατά μια άλλη έννοια, όμως, η συγκέντρωση αποτέλεσε μια έκπληξη: Αναδύθηκε μια βαθύτερη κοινωνική σύγκρουση που η κυβέρνηση έχει αρνηθεί να παραδεχθεί για πάρα πολύ καιρό.
Οπαδός τής αντιπολίτευσης κρατά πλακάτ που γράφει: «Αδελφέ, μην πυροβολείς. Είσαι κι εσύ θύμα τής κυβέρνησης». Καράκας 20 Φεβρουαρίου 2014. (Carlos Garcia Rawlins / Courtesy Reuters)
Οι Βενεζουελάνοι είχαν πάντα μια εμμονή με την ασφάλεια. Σε κάθε εθνική έρευνα, κατατάσσουν την προσωπική ασφάλεια και το βίαιο έγκλημα ως τις κορυφαίες τους ανησυχίες. Και φέτος, οι φόβοι αυτοί έχουν φτάσει σε νέα ύψη. Τον Ιανουάριο, η Mónica Spear, η πρώην Μις Βενεζουέλα, και ο Henry Berry, ο σύζυγός της, δολοφονήθηκαν ενώ έκαναν διακοπές στην χώρα. Και τώρα, η ταχύτητα με την οποία οι εξελισσόμενες διαδηλώσεις τής αντιπολίτευσης στην Βενεζουέλα έδωσαν την θέση τους σε βίαιες συγκρούσεις υπενθύμισε στους παρατηρητές ότι τα όπλα είναι άμεσα διαθέσιμα σε εκείνους που τα θέλουν, συμπεριλαμβανομένων των μηχανοκίνητων παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών που είναι γνωστές ως ascolectivos, οι οποίες ήταν ελεύθερες σε πλήρη ισχύ για να περιφρουρήσουν την αριστερίστικη πολιτική τού Ούγκο Τσάβες στα τέλη τής δεκαετίας [2].