Ο πρόεδρος του Τατζικιστάν Imomali Rakhmon στην τελετή αναγόρευσής του στην πρωτεύουσα Dushanbe, στις 16 Νοεμβρίου του 2013.(Courtesy Reuters)
Το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν περιλαμβάνονται συνήθως μεταξύ των αδύναμων κρατών τού κόσμου. Το 2012, σύμφωνα με τον Δείκτη Αντιληπτής Διαφθοράς (Corruption Perception Index) που χρησιμοποιεί η «Διεθνής Διαφάνεια» (Transparency International) κατέταξε το Ουζμπεκιστάν ως την πέμπτη πιο διεφθαρμένη χώρα στον κόσμο ανάμεσα σε 178 κράτη. Το Τατζικιστάν ήταν η 16η πιο διεφθαρμένη χώρα. Το ίδιο έτος, ο Δείκτης Κρατικής Αποτυχίας (State Failure Index) που συντάσσει το «Ταμείο για την Ειρήνη» (Fund for Peace) τοποθέτησε τις δύο χώρες μεταξύ των 50 πιο αδύναμων κρατών. Και, όπως και πολλές χώρες στην κατηγορία αυτή, συχνά περιγράφονται ως ότι βρίσκονται στα πρόθυρα της κρατικής αποτυχίας. Στη δεκαετία τού 1990, το Τατζικιστάν όντως κατέρρευσε: ένας βάναυσος εμφύλιος πόλεμος μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε 50.000 Τατζίκους νεκρούς και 800.000 άλλους εκτοπισμένους. Το Ουζμπεκιστάν δεν κατέρρευσε. Αντ’ αυτού, έχτισε έναν από τους μεγαλύτερους κρατικούς μηχανισμούς ασφαλείας στην μετα-σοβιετική Ευρασία. Από τότε, και τα δύο κράτη έχουν επιζήσει με τους δικούς τους όρους, παρά τις τακτικές προβλέψεις περί επικείμενης κατάρρευσης. Μπορεί να φαίνεται σαν ένα μυστήριο γιατί μερικά αδύναμα κράτη, όπως το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, κρατιούνται ενώ άλλα αποτυγχάνουν, αλλά στην Ευρασία, το κλειδί είναι η ικανότητα του κράτους να διαχειρίζεται και να χειραγωγεί τον ανταγωνισμό για τους τοπικούς πόρους προς όφελος της κυβέρνησης και των σωμάτων ασφαλείας.