Η θαλάσσια πειρατεία είναι εξ ορισμού θαλάσσιο έγκλημα, που όμως έχει τις ρίζες του βαθιά στην ξηρά. Οι πειρατές χρειάζονται ασφαλή καταφύγια που τους παρέχουν πλοία και προμήθειες -και, κυρίως, τα μέσα για να διακινήσουν τα κλοπιμαία τους στην αγορά.
Ύποπτοι πειρατείας στην Μομπάσα της Κένυας, τον Ιούνιο του 2009. (Joseph Okanga / Courtesy Reuters)
Κατανοώντας αυτό, οι κυβερνήσεις συνήθως καταπολέμησαν την πειρατεία όχι μόνο με πολεμικά πλοία, αλλά και με στρατιώτες στην ξηρά. Από την αρχαία Ρώμη ως την δυναστεία Qing της Κίνας και την Αγγλία του δεκάτου εβδόμου αιώνα, τα κυρίαρχα κράτη έχουν υπονομεύσει τους πειρατές ξεριζώνοντας παραθαλάσσια χωριά, καίγοντας σκάφη, και εκτελώντας συνεργάτες. Και αυτό συνέβαινε και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1805, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τόμας Τζέφερσον, ανέπτυξε μια μικρή δύναμη πεζοναυτών και μισθοφόρων στο Derne, μια πόλη με λιμάνι στην ακτή της σημερινής Λιβύης, ως μέρος μιας ευρύτερης εκστρατείας για τον τερματισμό της πειρατείας στην Βαρβαρία σε βάρος των αμερικανικών εμπορικών πλοίων –ένα γεγονός που έχει απαθανατιστεί στον επίσημο ύμνο των πεζοναυτών. (Οι πεζοναύτες «πολεμάμε στις μάχες της χώρας μας», λέει το τραγούδι, «από τα περάσματα [της ναυμαχίας] του Μοντεζούμα ως τις ακτές της Τρίπολης».)