Η ανακήρυξη του Dmitry Medvedev από τη Δούμα ως πρωθυπουργού
στις 8 Μαΐου, μια μέρα μετά την ορκωμοσία του Vladimir Putin ως
προέδρου, σηματοδότησε την ολοκλήρωση της πολυαναμενόμενης ανταλλαγής των ρόλων
τους και μια νέα περίοδο στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια
της προηγούμενης τετραετίας ήταν πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιός ήταν
υπεύθυνος για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της μικτής εξωτερικής πολιτικής
της χώρας. Αναμφισβήτητα, όμως, ο Medvedev ανέπτυξε καλές σχέσεις με τους
ξένους συνομιλητές του, οι οποίοι τον θεωρούν ως εκσυγχρονιστή.
Ο Medvedev ασπάστηκε την επιθυμία της Ουάσιγκτον για την αναθέρμανση
των ρώσο-αμερικανικών σχέσεων, τροποποίησε την πολιτική της Ρωσίας έναντι του
Ιράν (ακύρωσε την προγραμματισμένη πώληση των S-300 και ενέκρινε τις κυρώσεις του ΟΗΕ
τον Ιούνιο του 2010), συμμετείχε στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, στην Λισαβόνα, το 2010
και εξουσιοδότησε την αποχή της Ρωσίας από το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του
ΟΗΕ σχετικά με τη Λιβύη, ανοίγοντας το δρόμο για την αποστολή του ΝΑΤΟ εκεί
στις 31 Μαρτίου του 2011. Δεν αρκέστηκε, όμως, στο να ικανοποιεί τις επιθυμίες
των ΗΠΑ, αφού έστειλε τα ρωσικά στρατεύματα στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008
για την στήριξη της αποσχισθείσας επαρχίας της Νότιας Οσετίας, και αργότερα
αναγνώρισε τις Αμπχαζία και Νότια Οσετία ως ανεξάρτητα κράτη. Εξάλλου, το τέλος
της προεδρικής του θητείας σημαδεύτηκε από την αντιπαράθεση του, τόσο με τη
Δύση όσο και με τον Αραβικό Σύνδεσμο, σχετικά με την κρίση στη Συρία.