Ο μεθοδολογικός διαχωρισμός των αγαθών και των υπηρεσιών σε διεθνώς εμπορεύσιμα και διεθνώς μη-εμπορεύσιμα χρησιμοποιείται στην οικονομική φιλολογία για δύο κυρίως λόγους: είτε για να εκτιμηθεί η «πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία» (real exchange rate) με την οποία λειτουργεί μια οικονομία, είτε για να υπολογισθεί η πραγματική καταναλωτική δυνατότητα του πληθυσμού της, με την θεωρία της «ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης» (purchasing power parity). Εν τούτοις, υπάρχει μια, λιγότερο γνωστή και αναφερόμενη, τρίτη όψη της μεθοδολογικής αυτής διακρίσεως η οποία σχετίζεται με την επίδραση που τα δύο είδη αγαθών και υπηρεσιών εξασκούν επί της μακροχρόνιας τάσης μεγέθυνσης των εθνικών οικονομιών. Είναι ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα που η εν λόγω διάκριση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον όσον αφορά την τρέχουσα -διαρθρωτικού χαρακτήρα- οικονομική κρίση της Ελλάδας.
Έκθεση «Ζωγραφίζοντας για το ευρώ» στο Ζάππειο, στις 14 Νοεμβρίου 2001, όταν η ευφορία για το κοινό νόμισμα έκανε το μέλλον να μοιάζει ανέφελο. Yiorgos Karahalis/Reuters
Όπως έχει αξιόπιστα δειχθεί από τους Kuznets (1966), Balassa (1964), Samuelson (1964) και Baumol (1967) [1], όσο χαμηλότερη είναι η μέση παραγωγικότητα μιας οικονομίας, τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι σε αυτήν ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες είναι εκείνα τα οποία μπορούν να μεταφερθούν και να καταναλωθούν μακρυά από το σημείο της παραγωγής τους. Συνεπώς η τιμή τους διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο σύμφωνα με τον «νόμο της ενιαίας τιμής» (one price law). Ένας εγχώριος παραγωγός ο οποίος δεν είναι σε θέση να προσφέρει το προϊόν του σε ίση ή καλύτερη τιμή από τον ξένο ανταγωνιστή του είναι αναπόφευκτο να εξοβελισθεί ακόμη και από την αγορά της ίδιας του της χώρας. Τα διεθνώς εμπορεύσιμα, συνεπώς, παράγονται για μια παγκόσμια ανταγωνιστική αγορά, σύμφωνα με το πραγματικό συγκριτικό πλεονέκτημα της κάθε χώρας. Όσον αφορά το πλεονέκτημα αυτό, υπάρχουν δύο πλευρές του: είτε στηρίζεται στην φυσική προικοδότηση της χώρας (φυσικό αέριο για την Νορβηγία, ήλιος και θάλασσα για τις Μπαχάμες), είτε στην δυνατότητά της να παράγει πλησίον τού «συνόρου» οικονομικής αποτελεσματικότητας, δηλαδή κατά μήκος της καμπύλης προσφοράς της διεθνούς οικονομίας (πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι παράγει με την ελάχιστη δυνατή δαπάνη, όπως μια υφαντουργία στο Μπανγκλαντές, ή ότι μπορεί να παράγει στο «τεχνολογικό σύνορο», όπως συμβαίνει με τις εταιρείες των ΗΠΑ στον τομέα της πληροφορικής και του διαδικτύου).