Το πρώτο κινεζικό αεροπλανοφόρο, μετασκευή μεταχειρισμένου σκάφους από την Ουκρανία. CDIC / Reuters
Από τότε που ο Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Ξιαοπίνγκ προχώρησε σε άνοιγμα της οικονομίας της χώρας του, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Κίνα κατόρθωσε να δυναμώσει, να πλουτίσει και ν’ αποκτήσει στρατιωτική ισχύ, ενώ παράλληλα συνέχισε να διατηρεί σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Αυτά συνέβαιναν μέχρι πριν από λίγα χρόνια, όταν το Πεκίνο φάνηκε ν’ αλλάζει ρότα και να συμπεριφέρεται με τρόπο που αποξενώνει τους γείτονές του και δημιουργεί καχυποψία στο εξωτερικό. Τον Δεκέμβριο του 2009, για παράδειγμα, το Πεκίνο αρνήθηκε να υποχωρήσει στο πλαίσιο της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, με αποτέλεσμα να εξοργίσει τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Κατόπιν, μετά την πώληση αμερικανικών όπλων στην Ταϊβάν τον Ιανουάριο του 2010, η κινεζική κυβέρνηση ανέστειλε για πρώτη φορά συνομιλίες υψηλού επιπέδου με τις ΗΠΑ για θέματα ασφαλείας και εξήγγειλε κυρώσεις χωρίς προηγούμενο για τις αμερικανικές εταιρείες που διατηρούσαν σχέσεις με την Ταϊβάν (αν και δεν είναι βέβαιον ότι οι κυρώσεις προκάλεσαν ουσιαστική ζημιά). Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, το Πεκίνο διαμαρτυρήθηκε με οργή κατά των σχεδίων για διενέργεια κοινής ναυτικής άσκησης ΗΠΑ-Ν. Κορέας στην Κίτρινη Θάλασσα, και τον Σεπτέμβριο κατήγγειλε την Ιαπωνία επειδή συνέλαβε τον πλοίαρχο ενός κινεζικού αλιευτικού που εμβόλισε σκάφος της ιαπωνικής ακτοφυλακής σε αμφισβητούμενα ύδατα. Και για να ολοκληρώσει αυτήν τη σειρά ανησυχητικών επεισοδίων, το Πεκίνο εκδήλωσε υπερβολική εχθρότητα σε βάρος δημοκρατικών χωρών και επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στη Νορβηγία, μετά την απόφαση της αρμόδιας επιτροπής να απονείμει τον Οκτώβριο το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης στον Κινέζο δημοκράτη ακτιβιστή Λιου Σιαομπό. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, η Κίνα κατάφερε να ακυρώσει πολλά από όσα είχε κερδίσει ύστερα από χρόνια συζητήσεων σχετικά με την «ειρηνική άνοδό» της.