Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Η σταθερή απήχηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι

Η Ιταλία είναι στη μέση μιας ακόμη υπαρξιακής πολιτικής κρίσης - και κατά κάποιο τρόπο, ενάντια σε όλες τις προσδοκίες, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο πρώην πρωθυπουργός, βρίσκεται στο επίκεντρό της ακόμα φορά. Το Forza Italia, το κόμμα τού Μπερλουσκόνι, , την περασμένη εβδομάδα, υποσχέθηκε να οδηγήσει σε κατάρρευση την κυβέρνηση συνασπισμού αριστεράς-δεξιάς στην Ιταλία, εάν μια νομοθετική Επιτροπή ζητήσει από τον Μπερλουσκόνι να παραιτηθεί από την έδρα του στο κοινοβούλιο, υποχρεώνοντάς τον έτσι να ξεκινήσει να εκτίει ποινή φυλάκισης ενός έτους για φορολογική απάτη. Η πρόσφατη περίοδος πολιτικής αστάθειας δεν προκάλεσε μόνο έναν ακόμη κλασικό γύρο ύβρεων μεταξύ των μελών τής πολιτικής τάξης τής Ιταλίας. Έχει επιδεινώσει δραματικά τις προοπτικές τής ήδη εύθραυστης οικονομίας τής Ιταλίας, τρομοκρατώντας τους επενδυτές και οδηγώντας την οικονομική μεταρρύθμιση σε ημιπαράλυση. Η χρηματαγορά τού Μιλάνου υποχώρησε κατά 1,2%, την περασμένη Δευτέρα. Ο Μπερλουσκόνι φαίνεται να μην έχει κανέναν ενδοιασμό να διακινδυνεύσει το μέλλον τής χώρας του για να σώσει το κεφάλι του, ακόμη και αν είναι αυτό προσωρινό.
O Σίλβιο Μπερλουσκόνι σε συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες, στο Βέλγιο (Courtesy Reuters)

Φυσικά, τίθεται το ερώτημα γιατί μπορεί ακόμα και το κάνει. Με βάση όλες τις εκτιμήσεις, η πολιτική σταδιοδρομία τού Μπερλουσκόνι θα έπρεπε να είχε τελειώσει εδώ και πολύ καιρό. Είναι ο άνθρωπος του οποίου η πιο διακεκριμένη συμβολή στη χώρα του, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς του υπηρεσίας ως πρωθυπουργός, ήταν η εφευρετικότητα στις σεξουαλικές του περιπέτειες. Στα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν την πρώτη εκλογή τού Μπερλουσκόνι ως πρωθυπουργού, η Ιταλία είναι η μόνη χώρα τής δυτικής Ευρώπης με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Τυγχάνει απροκάλυπτης περιφρόνησης - όχι μόνο από την πρώην γυναίκα του, που τελικά αντιτάχθηκε στην αμετανόητη τάση του για μοιχεία, αλλά και από τους περισσότερους ηγέτες διεθνώς (η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ συνέβαλε καθοριστικά στην κατάρρευση της τελευταίας κυβέρνησής του). Όταν το δικαστήριο τον καταδίκασε τελικά για φοροδιαφυγή, νωρίτερα φέτος , ήταν λογικό να υποθέσει κανείς ότι η μεγάλη εθνική περιπέτεια του Μπερλουσκόνι έφτανε στο τέλος της. Θα έκανε, όμως, για ακόμη μια φορά λάθος.

Σήμερα, ένας στους τέσσερις Ιταλούς λέει ότι θα εξακολουθήσει να ψηφίζει Μπερλουσκόνι - ακόμη κι αν προκαλέσει την κατάρρευση της κυβέρνησης προκειμένου να αποφύγει την ποινή φυλάκισης. Πώς έχει καταφέρει ο Μπερλουσκόνι να διατηρήσει τέτοια δημοτικότητα, δεδομένου τού ρεκόρ συνεχών σκανδάλων, των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, της ανάπτυξης υπό το μηδέν και της καθυστέρησης των μεταρρυθμίσεων; Μεταξύ των υποτιθέμενων σοφιστικέ ανθρώπων, η απάντηση συνήθως επικεντρώνεται στην τεράστια αυτοκρατορία μέσων ενημέρωσης του Μπερλουσκόνι: ο ίδιος ελέγχει τρία τηλεοπτικά δίκτυα καθώς και πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους, για να μην αναφέρουμε την AC Milan, την ποδοσφαιρική ομάδα και τα τηλεοπτικά δικαιώματα την συνοδεύουν. Αλλά παραείναι απλοϊκό να περιορίζει κανείς τους λόγους τής δημοτικότητας του Μπερλουσκόνι στο γεγονός ότι κατέχει πολλά μέσα ενημέρωσης. Δεν καταφέρνει να εξηγήσει γιατί ο Μπερλουσκόνι ήταν ανέκαθεν πιο δημοφιλής όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση, παρά όταν κατέβαινε στις εκλογές με το αξίωμα του πρωθυπουργού και είχε επίσης στη διάθεσή του τη δημόσια τηλεόραση. Τα ΜΜΕ είναι ένας παράγοντας της απήχησης του Μπερλουσκόνι , αλλά δεν είναι ο κύριος.
Η πραγματική απάντηση μπορεί να συνοψιστεί με μια μόνο λέξη: φόροι. Η βάση τού Μπερλουσκόνι είναι μια μεγάλη μερίδα των Ιταλών που πιστεύουν ότι ολόκληρο το πολιτικό και νομικό σύστημα της Ιταλίας είναι στραμμένο εναντίον τους, και πάνω απ' όλα ο φορολογικός κώδικας. Ο Μπερλουσκόνι ήταν πάντα πρόθυμος να φουντώσει αυτόν τον σκεπτικισμό σε απερίφραστη εχθρότητα. Οι Ιταλοί δεν έλκονται από τον Μπερλουσκόνι λόγω των υποτιθέμενων δεσμών του με τη μαφία ή των ρατσιστικών παρατηρήσεών του, ή επειδή κυνηγά τις γυναίκες. Έλκονται και διασκεδάζουν με τον αναιδή λαϊκισμό του ενάντια στους κρατούντες, μέσα στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Παίζει τον αδίστακτο, με τον οποίο είναι εξοικειωμένοι οι Ιταλοί από τις κλασικές κωμικές όπερες. Υπό την έννοια αυτή, η καταδίκη του για φορολογική απάτη ενισχύει την απήχησή του στην κοινή γνώμη.
Ο φορολογικός κώδικας της Ιταλίας είναι, αντικειμενικά, χαοτικός. Το φορολογικό σύστημα είναι τόσο πολύπλοκο ώστε οι ιταλικές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν δουλεύουν πλέον επί ίσοις όροις με τους συναδέλφους τους σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με την Eurostat, ο μέσος πραγματικός συντελεστής φόρου τής Ιταλίας είναι 58%, έναντι 43% της Γερμανίας, 40% της Βρετανίας, και 29% της Ισπανίας. Το περιοδικό L' Espresso συνέκρινε πρόσφατα τη φορολογία που πληρώνουν παρόμοιοι εργαζόμενοι αυτοκινητοβιομηχανιών οι οποίες έχουν τις βάσεις τους στη Γερμανία και την Ιταλία. Διαπίστωσε ότι ο Γερμανός εργαζόμενος πληρώνει μέχρι και 20% σε φόρους και ότι ο Ιταλός ομόλογός του πληρώνει 33% - μη συμπεριλαμβανομένων των δημοτικών φόρων και του φόρου ακίνητης περιουσίας. Εν τω μεταξύ, οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί της Ιταλίας τείνουν να επιτρέπουν σε καλά δικτυωμένους φοροφυγάδες να ξεφεύγουν με μικρά πρόστιμα μετά από χρόνια εκτεταμένης φοροδιαφυγής. Επικεντρώνουν την τιμωρητική τους διάθεση στη μεσαία τάξη, η οποία προσπαθεί να πληρώνει ευσυνείδητα τους φόρους της.
Γενικά, επικρατεί βαθύς κυνισμός στην χώρα όσον αφορά την ανισότητα - όχι μόνο την οικονομική ανισότητα, αλλά και το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των καλά δικτυωμένων και των μη δικτυωμένων. Όταν ο πρωθυπουργός Ενρίκο Λέττα ανακοίνωσε πρόσφατα ότι η Ιταλία θα θέσει υποψηφιότητα για να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες τού 2024, η αντίδραση ήταν ξινή. Οι περισσότεροι Ιταλοί έδειξαν να θεωρούν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα είναι απλώς μια ευκαιρία για τους προνομιούχους τής χώρας να επωφεληθούν σε βάρος των υπολοίπων, και ότι οι επιχειρήσεις με τις καλές διασυνδέσεις θα πάρουν συμβάσεις για την κατασκευή γηπέδων και υποδομών ενώ η πλειοψηφία των Ιταλών θα κληθεί να πληρώσει το λογαριασμό.
Πάντως, οι περισσότεροι Ιταλοί συνήθως διοχετεύουν την πολιτική τους δυσαρέσκειά σε καταγγελίες σχετικά με το φορολογικό κώδικα. Το τελευταίο πράγμα που θέλουν οι Ιταλοί είναι υψηλότεροι φόροι, και αυτός είναι ο λόγος που πολύ λίγοι αισθάνονται ενθουσιασμό για τα κεντροαριστερά κόμματα, για να μην αναφέρουμε τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι έχουν υποδηλώσει την ανάγκη για περισσότερα έσοδα. Προτιμούν τους λαϊκίστικους υπαινιγμούς τού Μπερλουσκόνι, ότι οι φόροι θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο, και, σε κάθε περίπτωση, να αγνοούνται όποτε βολεύει.
Οι τελευταίες εθνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 24 Φεβρουαρίου, ήταν ενδεικτικές επ’ αυτού. Πριν από την προεκλογική εκστρατεία, όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, υπό την ηγεσία τού Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι, θα βγει νικητής. Αλλά, όταν ο Μπερλουσκόνι τάραξε τα νερά του προεκλογικού αγώνα, στις αρχές Φεβρουαρίου, με την υπόσχεση να καταργήσει τον νέο και πολύ μισητό φόρο ακινήτων, άλλαξε την πολιτική ατζέντα τής χώρας σε μια νύχτα. Από τη στιγμή που ο Μπερλουσκόνι ανακοίνωσε την υπόσχεσή του (πράγμα που έκανε χωρίς διαβούλευση με το κόμμα του), το ιταλόφωνο Διαδίκτυο πλημμύρισε με σχόλια σχετικά με το σχέδιό του. Κανείς δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τον Μπερσάνι ή τον διορισμένο πρωθυπουργό, τον Μάριο Μόντι. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια εικονική ισοπαλία μεταξύ της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς – κι ένα εκπληκτικό 25% για ένα κόμμα διαμαρτυρίας με επικεφαλής τον πρώην κωμικό Μπέπε Γκρίλο – κάτι που οδήγησε τελικά στον απρόθυμο «μεγάλο συνασπισμό» τον οποίο έχει επωμισθεί η χώρα σήμερα.
Κατά μια έννοια, η πολιτική τύχη τού Μπερλουσκόνι βρίσκεται στα χέρια των αντιπάλων του. Όσο η ιταλική κεντροαριστερά δεν καταφέρνει να αναγνωρίσει την βαθιά αντιπάθεια της χώρας στους φόρους, το κόμμα τού Μπερλουσκόνι θα επανέρχεται διαρκώς. Ίσως να μην γίνει πρωθυπουργός ποτέ ξανά, αλλά το Forza Italia θα προβάλλει κάποιο βιώσιμο υποκατάστατο, και ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι θα παραμείνει παράγοντας στη Ρώμη. (Οι γνώστες φαίνεται να πιστεύουν ότι μια από τις κόρες τού Μπερλουσκόνι – η Μαρίνα, στέλεχος εκδοτικών επιχειρήσεων, και η Μπάρμπαρα, διευθύντρια της ποδοσφαιρικής ομάδας AC Milan - θα αναλάβουν τα ηνία, αν και αμφιβάλλω ότι ο Μπερλουσκόνι θα μπορούσε ποτέ να αφήσει τις κόρες του να ριχτούν στη δυσώδη πολιτική αρένα της Ρώμης).
Η κεντροαριστερά φαίνεται τώρα να έχει έναν αρχηγό με την καπατσοσύνη τού Μπερλουσκόνι και με πολύ περισσότερη ακεραιότητα. Ο Ματτέο Ρέντζι, ο δήμαρχος της Φλωρεντίας, είναι μια ιταλική εκδοχή τού πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, στην διάρκεια της πολιτικής του ανόδου: είναι νέος, χαρισματικός και φιλελεύθερος, κι έχει μια παραδοσιακή οικογένεια. (Του λείπει η φήμη του Κλίντον στις ερωτοδουλειές). Θέλει να εκσυγχρονίσει την οικονομία και υπόσχεται έναν πιο λιτό φορολογικό κώδικα. Όπως ο Κλίντον κατά τη διάρκεια της ανόδου του, είναι μη δημοφιλής μεταξύ των «λοχαγών» στο ίδιο του το κόμμα, ένα περίεργο μείγμα από πρώην κομμουνιστές και πρώην Χριστιανοδημοκράτες. Ο Ενρίκο Λέττα, ο μετριοπαθής πρωθυπουργός, θα ήταν σοφό να προσεγγίσει τον Ρέντζι για να διαπραγματευθεί μια κυβερνητική συνεργασία. Αυτό θα ενίσχυε την απήχηση του κόμματος, τόσο από την άποψη του προφίλ του όσο και της πολιτικής του.
Από μια αυστηρά μακροοικονομική σκοπιά, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ιταλία είναι υψηλότερους φόρους. Η Ιταλία εξακολουθεί να δίνει μάχη με την ύφεση. Πολλές ιταλικές επιχειρήσεις κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, η ανεργία είναι επικίνδυνα υψηλή και τα καλύτερα και πιο λαμπρά μυαλά της χώρας φεύγουν για να εργαστούν στο εξωτερικό μόλις αποφοιτήσουν από τα πανεπιστήμια της χώρας. Η αφαίρεση χρημάτων από την οικονομία μόνο θα βλάψει τις προοπτικές τής χώρας σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Φυσικά, σε μακροπρόθεσμη βάση, η χώρα θα χρειαστεί θεμελιώδεις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Άλλωστε, το ΑΕΠ της έχει παραμείνει στάσιμο για σχεδόν 20 χρόνια. Η αύξηση των φόρων σε κάποιους Ιταλούς μπορεί, τελικά, να είναι μέρος τής λύσης.
Αλλά το να γνωρίζεις τις σωστές πολιτικές δεν ήταν ποτέ αρκετό στην πολιτική. Η προσωπικότητα παίζει πολύ μεγάλη σημασία, όπως και η διάθεση του εκλογικού σώματος. Η μοναδική αρετή –και το μυστικό τής αντοχής – τού Μπερλουσκόνι ήταν ότι αισθάνθηκε και εντρύφησε στην δυσαρέσκεια του πληθυσμού. Αλλά, όσο ερωτευμένη κι αν είναι η κοινή γνώμη με τον Μπερλουσκόνι, δεν είναι ικανοποιημένη με την ταλαιπωρία τής χώρας. Θέλει, επίσης, κάποιον που να κατανοήσει την επιθυμία της για ελπίδα. Αν η ιταλική κεντροαριστερά καταφέρει να βρει έναν υποψήφιο ικανό να το κάνει αυτό, μπορεί τελικά να είναι σε θέση να διώξει οριστικά από το προσκήνιο τον Μπερλουσκόνι. Άλλωστε, κάθε κωμική όπερα πρέπει να φθάνει σε ένα τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου