Η γερμανική λέξη Energiewende βρίσκει σταδιακά την θέση της στην αγγλική γλώσσα, όπως το έκαναν πριν από καιρό, η Weltanschauung [κοσμοθεωρία] και το sauerkraut [ξινολάχανο] μεταξύ άλλων. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πει κανείς, όμως, κατά πόσον οι Γερμανοί θα είναι μια μέρα υπερήφανοι για τον όρο αυτό, όπως για το kindergarten [νηπιαγωγείο] ή θα ντρέπονται όπως για τον blitzkrieg [αστραπιαίος πόλεμος].
Η Άνγκελα Μέρκελ παρατηρεί ένα αιολικό πάρκο στα ανοικτά των ακτών της Γερμανίας (Courtesy Reuters)
Η Energiewende είναι η ιστορική, τρομερά φιλόδοξη μετάβαση της Γερμανίας στην καθαρή ενέργεια καθώς εξέρχεται από την πυρηνική ενέργεια (την οποία οι Γερμανοί δεν θεωρούν καθαρή ενέργεια) και προσπαθεί να τηρήσει τους δύσκολους στόχους τής Ε.Ε. για τις εκπομπές διοξειδίου τού άνθρακα. Θεωρητικά, όλα τα κύρια πολιτικά κόμματα της Γερμανίας την στηρίζουν. Αλλά, όπως δείχνει η πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία στην χώρα, υπάρχουν τεράστιες διαφορές απόψεων μεταξύ των Γερμανών για το αν η Γερμανία, μια βιομηχανική δύναμη πρώτης γραμμής, μπορεί στο άμεσο μέλλον να αντέξει να λειτουργεί την οικονομία της με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ακόμα κι έτσι, η πολιτική κληρονομιά τής Άνγκελα Μέρκελ, η οποία θα ξεκινήσει σύντομα την τρίτη θητεία της ως καγκελάριος της Γερμανίας, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από αυτό.
Η σχέση τής Γερμανίας με την ενέργεια ήταν πάντα περίεργη. Πρώτον, σχεδόν όλοι οι Γερμανοί είναι πεπεισμένοι ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο πρόβλημα το οποίο δημιούργησε ο άνθρωπος, και ότι μπορεί να περιοριστεί με τις κατάλληλες πολιτικές. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η υδραυλική ρηγμάτωση [fracking, η εξόρυξη καυσίμων από σχιστολιθικά πετρώματα] δεν είναι μια από αυτές. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα άντλησης φυσικού αερίου στο γερμανικό έδαφος με αυτόν τον τρόπο – κάτι που οφείλεται, εν μέρει, στο επίμονο περιβαλλοντικό λαϊκό κίνημα και στο ισχυρό κόμμα των Πρασίνων. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερά ότι πάνω από το 85% των Γερμανών είναι υπέρ τής Energiewende.
Δεύτερον, οι περισσότεροι Γερμανοί ήταν φανατικά κατά της πυρηνικής ενέργειας από το 1986, τότε που η κατάρρευση του Τσερνομπίλ στην Ουκρανία άπλωσε ένα σύννεφο ραδιενέργειας πάνω από το βόρειο τμήμα τής χώρας. Μέχρι το 2011, το μεγαλύτερο μέρος τής πολιτικής ελίτ είχε καταλήξει περίπου στο ίδιο συμπέρασμα. Οι εναπομείναντες υποστηρικτές της σίγησαν για πάντα, όταν ο πυρηνικός σταθμός Νταΐτσι στην Φουκουσίμα της Ιαπωνίας υπέστη τήξη εκείνη την άνοιξη. Η Μέρκελ και το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο είχε υποστηρίξει στο παρελθόν μια παράταση της χρήσης πυρηνικής ενέργειας, μετά την καταστροφή έκλεισαν σε μια νύχτα το ένα τρίτο τής γερμανικής παραγωγικής ικανότητας από πυρηνική ενέργεια και αναβάθμισαν με φιλόδοξο τρόπο τους στόχους για την μελλοντική χρήση της ενέργειας στην χώρα. Η Γερμανία θα έπαυε εντελώς να χρησιμοποιεί πυρηνική ενέργεια ως το 2022, θα αποκτούσε το 80% της ηλεκτρικής της ενέργειας από πράσινες πηγές μέχρι το 2050, και θα μείωνε δραστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 και κατά 95% ως το 2050.
Οι στόχοι αυτοί θα προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερο φόβο, αν η Γερμανία δεν είχε δει ήδη μια εκπληκτική αύξηση της παραγωγής ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας, τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Αυτή η έκρηξη στην παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας μπορεί να αποδοθεί σε δύο ζωτικής σημασίας πολιτικές πρωτοβουλίες που προηγήθηκαν της περιόδου Μέρκελ. Πρώτον, το 1998 η Ε.Ε. απαίτησε μέτρα για την απελευθέρωση της ενέργειας, στο όνομα του ανταγωνισμού τής αγοράς, το οποίο έσπασε το μεταπολεμικό μονοπώλιο τεσσάρων εταιρειών κοινής ωφέλειας στην παραγωγή και διανομή ενέργειας στην Γερμανία. Εξίσου σημαντικές ήταν οι επιδοτήσεις που καθορίστηκαν από την «κοκκινοπράσινη» κυβέρνηση συνασπισμού, η οποία κυβέρνησε από το 1998 ως το 2005. Τα λεγόμενα επιδοτούμενα τιμολόγια εγγυούντο στους επενδυτές μακροπρόθεσμα εγγυημένες τιμές για ένα πολύ εκτεταμένο φάσμα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτό ήταν που έπεισε τους αγρότες, τους μικρούς επιχειρηματίες και τους ιδιοκτήτες ακινήτων να στραφούν στον ενεργειακό τομέα. Και, τέλος, απρόβλεπτα άλματα στην τεχνολογία επέφεραν μεγάλη μείωση των τιμών τού τεχνικού εξοπλισμού ενώ η αποδοτικότητά τους εκτινάχθηκε.
Κανείς, ούτε οι Πράσινοι ούτε οποιοσδήποτε άλλος, δεν προέβλεψε τι θα συνέβαινε από εκεί και μετά. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα ετών, η πράσινη παραγωγή ενέργειας έχει αυξηθεί από κάτι λιγότερο από 6% της συνολικής εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε σχεδόν 25%, καθώς μικρής κλίμακας παραγωγοί «έντυναν» τους αχυρώνες, τα σπίτια τους και τα γκαράζ με ηλιακούς συλλέκτες, ενώ ανεξάρτητα αιολικά πάρκα εμφανίστηκαν κατά μήκος των βόρειων ακτών και της ενδοχώρας τους. Τώρα, η Γερμανία έχει πάνω από τέσσερα εκατομμύρια παραγωγούς ενέργειας. Στις μέρες που είναι ηλιόλουστες και με ανέμους, η Γερμανία παράγει πάνω από τα δύο τρίτα τής ηλεκτρικής της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η παράκτια αιολική και η φωτοβολταϊκή ενέργεια έχουν κυριαρχήσει στον ανταγωνισμό λόγω του αμελητέου κόστους λειτουργίας των ανεμογεννητριών και των ηλιακών συλλεκτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας παραμένουν πεισματικά προσκολλημένες στα ορυκτά καύσιμα και στα πυρηνικά εργοστάσια – βάζοντας όλα τα χαρτιά τους στις υποσχέσεις των συντηρητικών για μια αντιστροφή τής πολιτικής- και αρνούνται να ακολουθήσουν τη μόδα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η εκτόξευση της καθαρής ενέργειας έχει ήδη μεταμορφώσει την Γερμανία με θετικό τρόπο. Υπάρχει τώρα ένας ακμάζων τομέας στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες που βασίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο οποίος απασχολεί περίπου 380.000 άτομα (που είναι το ήμισυ του αριθμού των εργαζομένων στον κλάδο των αυτοκινήτων) και φέρνει σημαντικά έσοδα στα τοπικά, περιφερειακά και ομοσπονδιακά ταμεία. Οι νέες βιομηχανίες βρίσκουν στέγη κυρίως στην Ανατολική Γερμανία, βοηθώντας στην ανόρθωση της εκεί οικονομίας, ύστερα από χρόνια στασιμότητας μετά την ενοποίηση. Εν τω μεταξύ, οι πωλήσεις της τεχνολογίας καθαρής ενέργειας έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τής Γερμανίας και έχουν ενισχύσει τις οικονομικές της προοπτικές κατά την διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης. Επιπλέον, η διασπορά τής παραγωγής ενέργειας σε τόσους πολλούς Γερμανούς έχει ενεργοποιήσει μια μεγάλη και πολύ διασκορπισμένη πολιτική πελατεία. Και τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα της Γερμανίας σημείωσαν αρχικά πτώση, μεγαλύτερη από τους προβλεπόμενους στόχους, προτού εξισορροπήσουν πάλι φέτος, λόγω της αυξημένης καύσης άνθρακα (αυτό είναι αποτέλεσμα της απροθυμίας τού μικρού εταίρου στην τελευταία κυβέρνηση της Μέρκελ, του κόμματος των φιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών, να βοηθήσει να αναβιώσει το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών τής Ε.Ε., το οποίο θέτει ένα τιμωρητικού τύπου αντίτιμο για τις εκπομπές διοξειδίου τού άνθρακα. Μετά την πρόσφατη αποτυχία τους να υπερβούν το όριο του 5% για την είσοδό του στη γερμανική Βουλή, το κόμμα δεν θα εκπροσωπείται καθόλου στο εθνικό κοινοβούλιο ή στην κυβέρνηση).
Ωστόσο, μετά από μια έκρηξη θετικής δραστηριότητας που ακολούθησε την «επιφοίτηση» της Μέρκελ, το 2011, η γενική τάση στον δημόσιο διάλογο άρχισε να κλίνει εναντίον τής Energiewende. Αυτό είναι το έργο ενός συνασπισμού συντηρητικών ιδεολόγων, μερικών βαριών βιομηχανιών και του λόμπι των ορυκτών καυσίμων, με το τελευταίο να έχει εξαπολύσει μάχη προκειμένου να διατηρήσει με νύχια και με δόντια το μερίδιό του στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Στην πορεία προς τις εκλογές, για παράδειγμα, το λόμπι τής βαριάς βιομηχανίας τής Γερμανίας ισχυρίστηκε ότι η Energiewende «οδηγεί σε μια δαπανηρή αναποτελεσματικότητα όλου του συστήματος, και θέτει σε κίνδυνο την προσβασιμότητα της ενέργειας από οικονομική άποψη, καθώς και την ίδια την Γερμανία ως βιομηχανική βάση». Οι γεμάτες τρόμο προειδοποιήσεις ότι θα υπάρξουν διακοπές ρεύματος, ελλείψεις ηλεκτρικού ρεύματος, και καταρρακωμένες γερμανικές βιομηχανίες που δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια αγορά ταρακούνησε πολλούς πολιτικούς και πολίτες, αν και ποτέ δεν έγιναν διακοπές ρεύματος ενώ οι εξαγωγές τής Γερμανίας ήταν σε επίπεδα ρεκόρ πέρσι. Ακόμη πιο επικριτικά, επέρριψε αποκλειστικά στην καθαρή ενέργεια την ευθύνη για την υψηλή τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που πληρώνουν οι καταναλωτές.
Ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο. Η στροφή της Γερμανίας στην καθαρή ενέργεια δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια νέα «βιομηχανική επανάσταση», όπως την αποκαλεί ο Τζέρεμι Ρίφκιν, η οποία αναγκάζει τους Γερμανούς να σκεφτούν και να σχεδιάσουν άβολες αλλαγές σε ολόκληρη την κοινωνία τους, που περιλαμβάνουν τα πάντα, από τις συγκοινωνίες ως την αστική αρχιτεκτονική και από τη γεωργία ως τις χρηματοδοτήσεις και τις επενδύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η Energiewende συχνά μεταφράζεται ως «ενεργειακή επανάσταση». Η ώθηση που δίνει η καθαρή ενέργεια, για παράδειγμα, σημαίνει ότι η ίδια η αγορά ενέργειας θα πρέπει να αναδομηθεί πλήρως για να λειτουργήσει υπό τις νέες συνθήκες. Επιπλέον, κάθε νεόδμητο κτίριο πρέπει να πληροί υψηλά πρότυπα ενεργειακής απόδοσης. Σύντομα, η πανίσχυρη αυτοκινητοβιομηχανία τής Γερμανίας θα πρέπει επίσης να στραφεί σε μικρότερα και με χαμηλότερη κατανάλωση μοντέλα. Επίσης, ενώ οι αγρότες επωφελούνται από τις ενεργειακές καλλιέργειες, η καλλιέργεια της επιλογής τους, δηλαδή το καλαμπόκι, έχει αρνητικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για τα ίδια τα χωράφια. Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Επιπλέον, έχει υπάρξει κάποια ανησυχία για το γεγονός ότι η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια έχει βάλει όλο το βάρος της σε δύο πηγές ενέργειας, στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια, που εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες και είναι δύσκολη η αποθήκευσή τους. Καθώς το ενεργειακό μείγμα τής Γερμανίας - και μάλιστα όλης της Ευρώπης - έχει γίνει ένα αποκεντρωμένο συνονθύλευμα δικτύων, η χώρα πρέπει να δημιουργήσει νέα και πιο έξυπνα δίκτυα μεταφοράς ώστε να είναι σίγουρο ότι η ενέργεια θα φθάνει εκεί όπου την χρειάζονται. Η αρχική εφαρμογή τής τεχνολογίας μέχρι στιγμής φαίνεται να λειτουργεί. Αν φυσάει άνεμος στην Βόρεια Θάλασσα, αλλά έχει σύννεφα στην Βαυαρία, το έξυπνο δίκτυο της Γερμανίας στέλνει ισχύ από τις ακτές προς τα εργοστάσια της BMW και της VW, στο νότο. Οι μηχανές στα εργοστάσια της Γερμανίας έχουν μέχρι στιγμής καταφέρει να δουλεύουν ακόμη και κατά τη διάρκεια του δριμύ χειμώνα. Η Γερμανία εμφανίζει λιγότερα μπλακάουτ και διακοπές ρεύματος από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρώπη.
Μένει το θέμα τού κόστους, το οποίο ήταν από τα πιο καυτά ζητήματα στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο. Οι περισσότεροι πολιτικοί εκτός του Κόμματος των Πρασίνων ήταν πρόθυμοι να επιρρίψουν στην Energiewende την ευθύνη για τις υψηλές τιμές τής ηλεκτρικής ενέργειας που καταβάλλουν οι Γερμανοί καταναλωτές (η βιομηχανία πληρώνει πολύ χαμηλότερες τιμές κι επομένως δεν μπορεί να διαμαρτύρεται για τίποτα – αν και το κάνει έτσι κι αλλιώς). Οι έντονοι ισχυρισμοί τους σχετικά με το κόστος, όμως, είναι παραπλανητικοί. Οι Γερμανοί πληρώνουν όντως περισσότερο από τους γείτονές τους για το οικιακό ρεύμα, αλλά μόνο ένα μικρό μέρος από αυτό που καταγράφεται στον λογαριασμό τους είναι η χρέωση για την καθαρή ενέργεια. Υπάρχουν, επίσης, ειδικοί φόροι κατανάλωσης, οι υψηλότεροι φόροι επί των πωλήσεων στην Ευρώπη, τέλη δικτύου μεταφοράς, καθώς και άλλα κόστη. Τόσο οι Πράσινοι όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν λογικές πολιτικές προτάσεις για την συγκράτηση του κόστους για τους καταναλωτές, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την ενεργειακή μετάβαση. Ίσως, κάποιο από τα δύο κόμματα - είναι και οι μόνες επιλογές που έχει η Μέρκελ για κυβερνητικούς εταίρους στην επόμενη κυβέρνηση - καταφέρει να εντάξει τις προτάσεις του στο νέο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Δυστυχώς, ένας από εκείνους τους Γερμανούς που φαίνεται να είναι νευρικοί με το θέμα, είναι η ίδια η Μέρκελ. Οι γενναίες, με όραμα, πρωτοποριακές πρωτοβουλίες δεν είναι το στυλ της. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, η Μέρκελ, που κάποτε αποκαλείτο «η καγκελάριος του κλίματος», δεν αναφέρθηκε στην προστασία του κλίματος αλλά μίλησε σχεδόν αποκλειστικά για τη στήριξη του Energiewende. Μόνο οι Πράσινοι - οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα θα είναι και πάλι στην αντιπολίτευση ανάλογα με την έκβαση των συνομιλιών για το συνασπισμό – καυχώνται σταθερά για τα επιτεύγματα της Energiewende ή προτείνουν τρόπους για να την προωθήσουν, για παράδειγμα, αναγκάζοντας την βιομηχανία να πληρώσει μεγαλύτερο μέρος τού λογαριασμού. Ενώ θα είναι αδύνατο να οπισθοδρομήσει, ωστόσο, η νέα κυβέρνηση Μέρκελ θα μπορούσε να πατήσει απότομα τα φρένα. Οι ημέρες τής αχαλίνωτης επέκτασης έχουν μάλλον τελειώσει, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, τουλάχιστον.
Αποτελεί ευοίωνη είδηση για τους Γερμανούς, όμως, ότι η Energiewende δεν μπορεί να αντιστραφεί. Έχουν ενεργοποιηθεί πάρα πολλοί παίκτες γι' αυτό. Και τα ορυκτά καύσιμα κάποια ημέρα θα εξαντληθούν - είτε γίνει αυτό νωρίτερα, όπως κάποιοι προειδοποιούν, ή αργότερα, όπως υπόσχονται άλλοι. Αλλά τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα καθορίσουν κατά πόσον η Γερμανία επενδύει στη θέση της ως διορατική πρωτοπόρος ή απλά θα μείνει πίσω. Στη δεύτερη περίπτωση, θα απαξιωθεί και η λέξη Energiewende στο γερμανικό λεξιλόγιο, ίσως χάνοντας την ευκαιρία να πάρει μια θέση μαζί με αντίστοιχές της όπως Wirtschaftswunder [οικονομικό θαύμα] και Bauhaus [η γερμανική σχολή αρχιτεκτονικής που ιδρύθηκε το 1919 από τον Βάλτερ Γκρόπιους].
ΤΟΥ Paul Hockenos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου