Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα

Αν χτίζετε ένα σπίτι, δεν υπάρχει λόγος να μαζέψετε ένα σωρό τούβλα, να αγοράσετε οικιακό εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας και μετά να καθίσετε να περιμένετε να εμφανιστεί το σπίτι από μόνο του. Πρώτα γίνεται ο σχεδιασμός και μετά το χτίσιμο. Ωστόσο, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ασχοληθεί με την άμυνα, κατά τη συνεδρίασή του τον Δεκέμβρη, θα εστιάσει στο γιατί η Ευρώπη δεν αγοράζει αρκετά πλυντήρια πιάτων. Ο σχεδιασμός του σπιτιού δεν θα υπάρχει στην ημερήσια διάταξη. Αυτό είναι λάθος.

Fail to plan, plan to fail: European security and defence
Το πιο κοντινό πράγμα που διαθέτει η ΕΕ και μοιάζει με ένα προσχέδιο της πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα είναι η «Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας» του 2003, το οποίο αναθεωρήθηκε ελαφρώς, το 2008. Έκτοτε τα κράτη-μέλη έχουν σημειώσει ελάχιστη πρόοδο ως προς τον στόχο τους «να μπορούμε να δράσουμε πριν χειροτερέψει η κατάσταση των γύρω χωρών μας, όταν εμφανίζονται σημάδια διάδοσης των πυρηνικών και πριν ανακύψουν καταστάσεις έκτακτης ανθρωπιστικής ανάγκης». Μπορούν να πουν ότι είχαν κάποιες επιτυχίες στο να αντιδρούν σε σοβαρά προβλήματα, για παράδειγμα, η ναυτική επιχείρηση της ΕΕ κατά της πειρατείας, στα ανοικτά της Σομαλίας, όταν το πρόβλημα έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πόρων της ΕΕ και των μελών της, έχουν κάνει ελάχιστα ώστε να διαμορφώσουν το περιβάλλον ασφάλειάς τους σε μια εποχή αλλαγής. 

Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ιταλίας, Πολωνίας, Ισπανίας και Σουηδίας, επιθυμούν τη χάραξη μιας νέας στρατηγικής για την ασφάλεια. Με την ενθάρρυνσή τους, αρκετές ευρωπαϊκά think tanks δημοσίευσαν από κοινού μια έκθεση τον Μάιο του 2013 με τίτλο «Προς μια παγκόσμια ευρωπαϊκή στρατηγική», η οποία περιέχει πολλές καλές ιδέες και αποτέλεσε τη βάση ενός διαρκούς προγράμματος πολιτικής ανάλυσης και προτάσεων. Αλλά το επίσημο έγγραφο από την Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ και τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας, το οποίο εκπονήθηκε στο πλαίσιο της προετοιμασίας για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, περιέχει μόνο ένα μικρό τμήμα για το «στρατηγικό πλαίσιο». Το τμήμα αυτό δεν θα συζητηθεί ούτε θα υιοθετηθεί κατά τη σύνοδο.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία δεν έχουν καμία όρεξη για την αναθεώρηση της στρατηγικής του 2003. Η Γαλλία φοβάται ότι μια νέα στρατηγική θα πάψει να δικαιολογεί τους φιλόδοξους Βασικούς Στόχους της Ευρώπης (στόχοι που αφορούν τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνατότητες που απαιτούνται για τις αποστολές της ΕΕ) και το Σχέδιο Ανάπτυξης Δυνατοτήτων (αν και σε μια εποχή λιτότητας φαίνεται, ούτως ή άλλως, αυτά να είναι άπιαστα). Η Γερμανία, μετά από μια περίοδο στη δεκαετία του 1990, όταν ήταν πρόθυμη να υπερασπιστεί σθεναρά τις ευρωπαϊκές αξίες, για παράδειγμα στο Κοσσυφοπέδιο, φαίνεται πως επί του παρόντος θέλει να προσποιηθεί ότι η χρήση στρατιωτικής βίας δεν έχει  σχεδόν καμία θέση στις διεθνείς σχέσεις.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, από την άλλη πλευρά, θέλει την ΕΕ να επικεντρωθεί στην αύξηση της στρατιωτικής ικανότητας, και όχι να συζητά περί στρατηγικής. Αλλά θα είναι δύσκολο για τη Βρετανία να πείσει τους Eυρωπαίους εταίρους της να επενδύσουν περισσότερο στην άμυνα, εκτός αν μπορεί να εξηγήσει τον λόγο. Χωρίς μια στρατηγική, η προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού γίνεται λίγο περισσότερο από ένα ακριβό πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας, το οποίο είναι εύκολο για τα υπουργεία Οικονομικών να το παραμερίσουν για κάτι πιο αποδοτικό.

Η βρετανική κυβέρνηση φαίνεται να έχει δύο φόβους όσον αφορά την οποιαδήποτε προσπάθεια συμφωνίας για μία νέα ευρωπαϊκή στρατηγική. Ο πρώτος είναι πως η καταβολή μιας πολύ μεγάλης προσπάθειας θα έχει ως αποτέλεσμά της μια στρατηγική του κατώτατου κοινού παρονομαστή. Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να συμβεί αυτό, όπως και με τη στρατηγική αντίληψη του ΝΑΤΟ. Αλλά ακόμη και η υπογραφή μιας μινιμαλιστικής συμφωνίας είναι καλύτερο από το τίποτε. Αυτοί που θα ήθελαν να προχωρήσουν περισσότερο, θα μπορούσαν να το κάνουν, ενώ αυτοί που δεν τους ενδιαφέρει κάτι τέτοιο θα δεχόταν, τουλάχιστον, ηθικές πιέσεις για την τήρηση της στρατηγικής.

Ο δεύτερος φόβος είναι αυτός της «υπονόμευσης των αρμοδιοτήτων», με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κερδίζει σε επιρροή στον τομέα της άμυνας και να υπονομεύει το ΝΑΤΟ και την εθνική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ο Βρετανός υπουργός Άμυνας, Philip Hammond, έχει ήδη επιτεθεί στην Επιτροπή για τις οδηγίες της σχετικά με το εμπόριο αμυντικού εξοπλισμού, αν και, όπως έγραψε η Clara Μarina O΄Donnell σε μια πρόσφατη πολιτική, ενημερωτική έκθεση του CER, αυτοί οι κοινοί κανόνες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξοικονόμηση χρημάτων με την άρση των ανεπαρκειών από την ευρωπαϊκή αμυντική αγορά.

Υπό τις σημερινές συνθήκες, όμως, αυτός ο δεύτερος φόβος φαίνεται άστοχος. Παραμερίζοντας την (ελάχιστη) πιθανότητα επίθεσης της Αργεντινής στα Νησιά Φώκλαντ, υπάρχουν ελάχιστες απειλές προς το Ηνωμένο Βασίλειο που δεν θα επηρέαζαν την υπόλοιπη Ευρώπη, ή το αντίστροφο, οπότε η εθνική ελευθερία δράσης είναι ούτως ή άλλως μια οφθαλμαπάτη. Και το Ηνωμένο Βασίλειο θα απολάμβανε μεγάλης υποστήριξης στο να κρατά την Επιτροπή μακριά από την αμυντική πολιτική (σε αντίθεση με την αγορά της άμυνας).

Όσον αφορά στην υπονόμευση του ΝΑΤΟ, οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν πλέον να υποθέσουν ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίζουν να σώζουν την Ευρώπη για πάντα, εάν η Ευρώπη δεν κάνει τίποτα για να σώσει τον εαυτό της. Η άσκηση «Steadfast Jazz» του ΝΑΤΟ, η οποία έλαβε χώρα στην Πολωνία και την περιοχή της Βαλτικής το Νοέμβριο του 2013, ήταν η μεγαλύτερη άσκηση που διεξάγεται από το NATO από το 2006 και μετά. Από τους 6.000 συμμετέχοντες, μόνο 250 ήταν Αμερικανοί. Αν οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν περισσότερο ικανές να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, θα εξαρτιόνταν λιγότερο από τις ΗΠΑ, και θα ήταν λιγότερο πιθανόν να προκαλέσουν τις ΗΠΑ να τις εγκαταλείψουν λόγω αγανάκτησης.

Το γεγονός ότι ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον τόσο σημαντικό όσο ήταν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Πράγματι, η ουδέτερη Φινλανδία και η Σουηδία έλαβαν μέρος στην «Steadfast Jazz». Το ΝΑΤΟ μπορεί να εξακολουθεί να είναι το επίσημο όχημα για την χερσαία άμυνα, αλλά η απόσυρση του τελευταίου τανκ των ΗΠΑ από την Ευρώπη, φέτος, λέει στους Ευρωπαίους ότι, σε όποιο θεσμικό πλαίσιο και να ανήκουν, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να φροντίσουν τους εαυτούς τους. Η κύρια διαφορά μεταξύ του στρατηγικού δόγματος του ΝΑΤΟ και μιας στρατηγικής της ΕΕ θα πρέπει να είναι η εξάρτηση της τελευταίας σε μια «ολοκληρωμένη προσέγγιση» για όλες τις κρίσεις και συγκρούσεις, η οποία θα περιλαμβάνει την άμυνα, τη διπλωματία, την ανάπτυξη καθώς και άλλα μέσα.

Αν και για 28 χώρες που έχουν διαφορετικές ανησυχίες για την ασφάλεια αναμφίβολα θα είναι δύσκολο να πετύχουν συναίνεση, η ευρωπαϊκή στρατηγική δεν θα πρέπει να είναι μια επιτομή των εθνικών «κορυφαίων προτεραιοτήτων». Αντ΄ αυτού, θα πρέπει να προσδιορίσει τα θέματα στα οποία η συνεισφορά της Ευρώπης είναι πιο αναγκαία και πιθανότατα να είναι και πιο αποφασιστική. Ένας προφανής υποψήφιος τομέας είναι μια βήμα-βήμα προσέγγιση στην παράνομη μετανάστευση αίτιο της οποίας είναι οι συγκρούσεις όπως, για παράδειγμα, από το Κέρας της Αφρικής και μέσω της ασταθούς Λιβύης στην Ευρώπη.

Μια στρατηγική η οποία δεν έχει επιπτώσεις στους στρατηγικούς πόρους θα ήταν άχρηστη. Οι αποφάσεις σχετικά με τις προτεραιότητες των δαπανών που απορρέουν από μια ευρωπαϊκή στρατηγική πρέπει να αντανακλούν τη συνολική προσέγγιση, έτσι ώστε κάθε στοιχείο να λαμβάνει πόρους από κάποιον και να μην προσπαθούν όλοι  να κάνουν τα πάντα. Οι Ευρωπαϊκές χώρες παραμένουν επιφυλακτικές στο να στηρίζονται η μία στην άλλη, για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας όποτε  χρειάζεται. Αλλά οι υφιστάμενες πρωτοβουλίες, όπως η Ευρωπαϊκή Διοίκηση Αερομεταφορών (ένα σύνολο σχεδόν 150 αεροσκαφών από το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες) αποδεικνύουν ότι υπάρχουν τρόποι παράκαμψης του προβλήματος της εμπιστοσύνης. Τα Ευρωπαϊκά έθνη θα πρέπει, επίσης να συντονίσουν καλύτερα τις προσπάθειές τους στον τομέα της «ήπιας» ασφάλειας. Η αναπτυξιακή βοήθεια μπορεί να είναι εξίσου σημαντική για την ασφάλεια της Ευρώπης, όσο και η χρήση στρατιωτικής βίας.

Προς το παρόν, δεν συμμετέχουν πλήρως όλα τα κράτη-μέλη, ούτε με ήπια ούτε με σκληρή ισχύ. Το Ηνωμένο Βασίλειο ξοδεύει κοντά στο 3% του ΑΕΠ του για την άμυνα και την ανάπτυξη μαζί, η Γαλλία περίπου 2,7% και η Σουηδία περίπου 2,5%. Η Γερμανία δαπανά λίγο περισσότερο από 1,5%, η Ιταλία περίπου 1,3% και η Ισπανία δεν υπερβαίνει το 0,8%.Οι κύριοι συντελεστές πρέπει να ασκήσουν πιέσεις σε αυτούς που κωλυσιεργούν να κάνουν περισσότερα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, για παράδειγμα μέσω καλά στοχευμένης αναπτυξιακής βοήθειας προς τις ευάλωτες ή πληττόμενες από συγκρούσεις χώρες στη γειτονιά της Ευρώπης. Μια κοστολογημένη στρατηγική στην οποία έχουν συμφωνήσει και οι 28 μπορεί να καταστήσει δυσκολότερο για τους τσιγκούνηδες να αποφύγουν τις ευθύνες τους. 


Του Ian Bond


ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου