Ο Σαουδάραβας υπουργός Εξωτερικών πρίγκιπας Σαούντ αλ Φαϊζάλ με τον Αμερικανό ομόλογό του, Τζον Κέρι, στο αεροδρόμιο του Ριάντ, τον περασμένο Ιανουάριο. (Brendan Smialowski/Reuters)
Αντίθετα με τους δημοφιλείς μύθους και τις θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με την επιθυμία τής Ουάσιγκτον να ελέγχει την Μέση Ανατολή, στις τελευταίες έξι δεκαετίες, οι Αμερικανοί πολιτικοί συνήθως προσπαθούσαν να ελαχιστοποιήσουν την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών εκεί. Αλλά η υψηλής σημασίας φύση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή - κυρίως το πετρέλαιο - και η πολυπλοκότητα των προβλημάτων τής Μέσης Ανατολής πάντα φαίνονταν να τραβούν τις Ηνωμένες Πολιτείες πάλι μέσα στην περιοχή. Παρά την θέλησή του, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, μπλέχτηκε μέσα στην κρίση του Σουέζ το 1956 και στις εξεγέρσεις των παναραβιστών στα τέλη τής δεκαετίας τού 1950. Ο Λύντον Τζόνσον μετά βίας κούνησε το δάχτυλό του για να αποτρέψει τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967. Ο Ρίτσαρντ Νίξον απρόθυμα ενεπλάκη στην περιοχή με τον αραβο- ισραηλινό πόλεμο το 1973 και την πυρηνική κρίση μεταξύ των υπερδυνάμεων που προκάλεσε. Παρά την επιθετική εικόνα του, ο Ρόναλντ Ρήγκαν έκανε λίγα ως απάντηση σε επανειλημμένες επιθέσεις στον Λίβανο και τον Περσικό Κόλπο από το Ιράν και τους πληρεξουσίους του. Ο George H. W. Bush ανέλαβε την εξουσία ελπίζοντας να αγνοήσει τον Σαντάμ Χουσεΐν, όχι να τον πολεμήσει. Και, αν και σπάνια το θυμόμαστε σήμερα, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την Μέση Ανατολή και έδινε λίγη προσοχή στην περιοχή πριν από τις επιθέσεις τής 11ης Σεπτεμβρίου τού 2001.
Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε την εξουσία αποφασισμένος να πετύχει εκεί που οι προκάτοχοί του είχαν αποτύχει. Μετά από μια δεκαετία πολέμου στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, σχεδίαζε να βγάλει τον βρόχο τής Μέσης Ανατολής από τον λαιμό τής Ουάσιγκτον. Σε δημόσιες δηλώσεις τους, αξιωματούχοι τής κυβέρνησης Ομπάμα ήταν προσεκτικοί για να αποφύγουν να δώσουν την εντύπωση ότι η Ουάσιγκτον θέλει να «απεμπλακεί» από την Μέση Ανατολή. Αλλά ορισμένοι ανώτεροι υπάλληλοι ήταν γνωστοί για την κατ’ ιδίαν επιχειρηματολογία τους σχετικά με το γιατί η προσέγγιση των ΗΠΑ στην περιοχή θα πρέπει να αλλάξει ουσιαστικά. Υποστήριζαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σταθερά υπερ-επενδύσει στην περιοχή, ειδικά κατά την διάρκεια της προηγούμενης κυβέρνησης. Σχεδίαζαν να διορθώσουν αυτή την ανισορροπία με την «στροφή» των αμερικανικών διπλωματικών και στρατιωτικών δυνάμεων μακριά από την Μέση Ανατολή προς την Ασία, την περιοχή όπου ο Ομπάμα πιστεύει ότι η σχέση ρίσκου-ανταμοιβής είναι πιο ευνοϊκή για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι αξιωματούχοι αυτοί έχουν τρία αλληλοδιαπλεκόμενα επιχειρήματα για να υποστηρίξουν αυτή την προσέγγιση. Πρώτον, επέμειναν ότι τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής έχουν μεγαλοποιηθεί. Κατά την άποψή τους, τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα είναι μικρές διαφωνίες που θα μπορούσαν εύκολα να επιλυθούν. Δεύτερον, οι αξιωματούχοι αυτοί υποστηρίζουν ότι πολλά από τα χειρότερα προβλήματα της περιοχής είναι στην πραγματικότητα τα προϊόντα τής υπερ-εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών. Εν μέρει, η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε ένα επιχείρημα «ηθικού κινδύνου»: η αφοσίωση της Ουάσινγκτον στην περιοχή επιτρέπει στους ηγέτες τής Μέσης Ανατολής να έχουν κακή συμπεριφορά, και αν οι Αμερικανοί απλά αποτραβηχτούν, οι κυβερνήσεις τής περιοχής θα αλλάξουν συμπεριφορά. Τέλος, υποστήριξαν ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή είναι και πιο μέτρια και λιγότερο ευάλωτα από ό, τι συνήθως πιστεύεται.
Όπως βλέπουν τα πράγματα αυτά τα μέλη τής ομάδας τού Ομπάμα, οι παράγοντες αυτοί δικαιολογούν μια σημαντική υποβάθμιση της εμπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή. Αυτό το σκεπτικό στηρίζεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος της κυβέρνησης για επέκταση της ανάπτυξης αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, στις με μισή καρδιά προσπάθειές της για ειρήνευση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων (τουλάχιστον μέχρι πέρυσι, όταν ο Τζον Κέρι έγινε υπουργός Εξωτερικών), στην περιορισμένη αμερικανική υποστήριξη των κινημάτων τής αντιπολίτευσης στην Λιβύη και την Συρία, καθώς και στην συγκεχυμένη και αμφίσημη απάντηση της αμερικανικής κυβέρνησης προς τις εξεγέρσεις τής Αραβικής Άνοιξης. Σύμφωνα με τον Ομπάμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν απεμπλακεί αρκετά από την περιοχή. Εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική επαφή μεταξύ της Ουάσιγκτον και των περιφερειακών πρωτευουσών. Όμως, η κυβέρνηση δεν έχει δείξει σχεδόν καμία προθυμία να επενδύσει περισσότερους πόρους ή να ακολουθήσει εποικοδομητικές ατζέντες εκεί.
Πέντε χρόνια στην προεδρία Ομπάμα, η προσέγγιση αυτή έχει αποφέρει ανάμεικτα αποτελέσματα. Οι αξιωματούχοι τής κυβέρνησης είχαν άδικο να πιστεύουν ότι τα προβλήματα της περιοχής ήταν υπερτιμημένα ή ότι είναι κυρίως αποτέλεσμα των αμερικανικών λαθών. Η απεμπλοκή των ΗΠΑ δεν έχει δημιουργήσει μια πιο σταθερή ή ασφαλή Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα, η περιοχή έχει γίνει πολύ χειρότερη. Αφημένοι στην τύχη τους, οι ηγέτες τής περιοχής δεν κυβέρνησαν πιο αποτελεσματικά. Εν μέρει ως αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, εμφύλιοι πόλεμοι εξελίσσονται στην Λιβύη, την Συρία και την Υεμένη. Το Μπαχρέιν, η Αίγυπτος, το Ιράκ και ο Λίβανος ισορροπούν στα άκρα. Εν τω μεταξύ, η αστάθεια σε αυτά τα μέρη έχει διαχυθεί πέρα από τα σύνορα στην Αλγερία, την Ιορδανία, το Κουβέιτ και την Τουρκία, πιέζοντας την ήδη εύθραυστη κοινωνική διάρθρωση των χωρών αυτών. Επιπλέον, αυτές οι τάσεις συλλογικά έχουν προκαλέσει έναν φαύλο πόλεμο δι’ αντιπροσώπων μεταξύ του Ιράν και μιας ομάδας σουνιτικών αραβικών κρατών, υπό την ηγεσία τής Σαουδικής Αραβίας, που πολλοί φοβούνται ότι θα εξελιχθεί σε μια χιονοστιβάδα σύγκρουσης μεταξύ σιιτών και σουνιτών σε ολόκληρη την περιοχή.
Κατά ειρωνικό τρόπο, ωστόσο, οι συνθήκες αυτές έχουν επικυρώσει ένα από τα επιχειρήματα των αξιωματούχων της κυβέρνησης. Το αυξανόμενο χάος στην Μέση Ανατολή δεν έχει ακόμη επηρεάσει τα κεντρικά συμφέροντα των ΗΠΑ, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι αξιωματούχοι αυτοί είχαν δίκιο όταν ισχυρίστηκαν ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή ήταν λιγότερο ευάλωτα από όσο πιστεύεται συνήθως. Κατά την διάρκεια των ετών τού Ομπάμα στην εξουσία, η τιμή τού πετρελαίου - το απόλυτο βαρόμετρο της σταθερότητας στην Μέση Ανατολή και το πιο σημαντικό αμερικανικό συμφέρον στην περιοχή - έχει μείνει σε μεγάλο βαθμό σταθερή, και οι περισσότερες προβλέψεις δείχνουν ότι θα παραμείνει έτσι για το άμεσο μέλλον. Μέχρι στιγμής, δεν έχουν υπάρξει μεγάλες τρομοκρατικές επιθέσεις κατά Αμερικανών, είτε στην περιφέρεια είτε εγχωρίως. Και μέχρι στιγμής, οι περισσότεροι από τους βασικούς συμμάχους τής Ουάσιγκτον στην Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, έχουν υποφέρει μόνο ελαφρώς από το περιφερειακό χάος.
Αυτό είναι ένα αξιοσημείωτο και κάπως περίεργο αποτέλεσμα. Το 2009, θα ήταν δύσκολο να βασιστούν πολλά σε μια πρόβλεψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μειώσουν τον περιφερειακό ηγετικό ρόλο τους για πέντε χρόνια, να καθίσουν πίσω και να παρακολουθήσουν την Μέση Ανατολή να διαλύεται, και να μην υποφέρουν επώδυνα χτυπήματα σε ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Και όμως, αν και τα αμερικανικά συμφέροντα δεν έχουν υποφέρει μέχρι τώρα, η καλή τύχη τής Ουάσιγκτον φαίνεται απίθανο να διαρκέσει. Η σχετική σταθερότητα των τιμών τού πετρελαίου έχει βασιστεί στην επέκταση των εξαγωγών πετρελαίου από μέρη που βασανίζονται όλο και περισσότερο από την βία, ιδιαίτερα στο Ιράκ. Η Συρία έχει γίνει ένα γόνιμο έδαφος για διεθνείς τρομοκράτες, μερικοί από τους οποίους φιλοδοξούν να επιτεθούν σε στόχους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κενό εξουσίας στην Υεμένη συνεχίζει να παρέχει ένα ασφαλές καταφύγιο για την αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο. Και καθώς η Λιβύη ολισθαίνει σε έναν δικό της εμφύλιο πόλεμο, άλλες ομάδες σαλαφιστών βρίσκουν καταφύγιο και στρατολογούν από εκεί.
Αν και οι στενότεροι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον στην περιοχή έχουν μέχρι στιγμής σταθεί καλά απέναντι σε ένα πλήθος απειλών, δεν έχουν και ανοσία απέναντί τους. Κατά τα τελευταία τρία χρόνια, το Ισραήλ έχει χρησιμοποιήσει βία πολλές φορές εναντίον τού συριακού καθεστώτος, καθώς και κατά εξτρεμιστών στην Γάζα και το Σινά, για να προσπαθήσει να μειώσει τους κινδύνους που αυξάνονται κατά μήκος των συνόρων του. Πρωτοφανής εσωτερική αναταραχή πλήττει τη μοναρχία τής Ιορδανίας, η οποία επίσης αγωνίζεται να αντέξει μια πλημμύρα προσφύγων από το Ιράκ και την Συρία. Και η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει την προοπτική μιας αποθαρρυντικής βασιλικής διαδοχής στο όχι πολύ μακρινό μέλλον.
Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά δεν έχουν ήδη επηρεάσει τα αμερικανικά συμφέροντα υποδηλώνει ότι, για την αντιμετώπιση της αστάθειας στην περιοχή, ίσως το μόνο που απαιτείται για την διαφύλαξη των συμφερόντων των ΗΠΑ κατά μυριάδων απειλών στην Μέση Ανατολή να είναι μια μέτρια αύξηση της προσπάθειας. Ο Ομπάμα ίσως να έχει ωθήσει το εκκρεμές τής εμπλοκής των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή πάρα πολύ προς την πλευρά της αποχώρησης, αλλά δεν υπάρχει καμία ανάγκη να το γυρίσει πίσω στην στρατιωτικοποιημένη υπερ-εμπλοκή που χαρακτήριζε την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους.
ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΥΡΙΑ
Η αστάθεια που μαστίζει σήμερα την Μέση Ανατολή είναι καλύτερα κατανοητή ως ένας συνδυασμός των συγκρούσεων που προκύπτουν από τις ιδιαίτερες πολιτικές και οικονομικές δυσλειτουργίες καθώς και τις δυσλειτουργίες στην ασφάλεια της κάθε χώρας, σε συνδυασμό με μια σειρά από γενικότερες συγκρούσεις που εκτείνονται πέραν των συνόρων τής περιοχής. Μια από αυτές τις διεθνικές πηγές τής εντροπίας είναι η διάχυση από τους πολλούς εμφύλιους πολέμους τής Μέσης Ανατολής, μερικοί από τους οποίους κολλάνε σαν ασθένεια, καθώς τα προβλήματα μιας κοινωνίας εξαπλώνονται στους γείτονές της και προκαλούν νέες συγκρούσεις.
Το τρέχον επίκεντρο αυτής της επιδημίας είναι η σύγκρουση στην Συρία, η οποία έχει διασπείρει στην περιοχή πρόσφυγες και τρομοκράτες, ριζοσπαστικοποίησε γειτονικούς λαούς, και δημιούργησε αποσχιστικές φιλοδοξίες σε διάφορες χώρες. Ο πόλεμος έχει υπονομεύσει πολλές από τις οικονομίες τής περιοχής και απειλεί να σύρει μέσα και να ρίξει κάτω το σύνολο των γειτόνων τής Συρίας. Η Ιορδανία και η Τουρκία έχουν αγωνιστεί για να αντιμετωπίσουν το βάρος των περίπου δύο εκατομμυρίων προσφύγων από την Συρία. Σουνίτες εξτρεμιστές από την Συρία έχουν βρει καταφύγιο στο Ιράκ και απειλούν να αναζωπυρώσουν τον ιρακινό εμφύλιο πόλεμο. Και η σύγκρουση στην Συρία έχει γίνει το πιο θανατηφόρο πεδίο μάχης στον (δια πληρεξουσίων) πόλεμο μεταξύ του Ιράν, το οποίο στηρίζει το καθεστώς τού Μπασάρ αλ-Άσαντ, και των σουνιτικών κρατών τής Αραβικής Μέσης Ανατολής, τα οποία προσπαθούν μανιωδώς να περιορίσουν την επιρροή των σιιτών τού Ιράν χωρίς να ενισχύουν επίσης την σουνιτική ισλαμιστική Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Η φύση των συγκρούσεων στην Συρία καθιστά δύσκολο για οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη να τις αντιμετωπίσει γρήγορα ή εύκολα, κάτι που είναι ένας λόγος για τον οποίο οι κουρασμένες από τον πόλεμο Ηνωμένες Πολιτείες απέφυγαν να εμπλακούν πολύ έντονα. Οι περιορισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα είχαν μικρό αντίκτυπο, εκτός από το να αποχαυνώσουν τους συμμάχους των ΗΠΑ. Και οι επιλογές που προτείνονται από πολλούς από τους επικριτές τής κυβέρνησης, όπως είναι η παροχή πιο προηγμένων όπλων στην αντιπολίτευση, είναι λιγότερο κι από ελκυστικές, επειδή είναι πιθανό απλώς να κάνουν τις μάχες πιο θανατηφόρες χωρίς να φέρουν πιο κοντά μια λύση.
Ωστόσο το να μην κάνει κανείς σχεδόν τίποτα φαίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο. Χωρίς μια δύναμη που να μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία, η ειρήνη είναι απίθανο να έρθει στην Συρία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η σύγκρουση θα συνεχίσει να διαλύει την υπόλοιπη περιοχή και μπορεί να πλήξει κι άλλα κράτη, επίσης - χώρες που επηρεάζουν ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ με τρόπους που η Συρία δεν επιδρά. Όσο το καθεστώς Άσαντ μπορεί να βασίζεται σε μια σταθερή εισροή ρωσικών όπλων, κεφαλαίων τού Ιράν και στρατευμάτων από την Χεζμπολάχ, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι πρόκειται να καταρρεύσει. Προς το παρόν, το ηθικό των δυνάμεων του Άσαντ είναι υψηλό, ενώ η κατακερματισμένη αντιπολίτευση πάσχει από εμφύλιες διαμάχες και ανεπαρκή εξωτερική προστασία. Η εικόνα τού τυράννου τής Συρίας που κέρδισε διεθνή αναγνώριση για την διάλυση των χημικών όπλων που δεν έπρεπε να έχει, πόσω δε μάλλον να χρησιμοποιήσει, επίσης δεν βοήθησε.
Μέχρι στιγμής, η εξωτερική υποστήριξη για το καθεστώς και την αντιπολίτευση έχει δημιουργήσει ένα αιματηρό αδιέξοδο. Ο μόνος εξωτερικός δρων που θα μπορούσε να σπάσει το αδιέξοδο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Ομπάμα είναι δικαιολογημένα δύσπιστη όσον αφορά οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να οδηγήσει στην δέσμευση επίγειων αμερικανικών δυνάμεων, υπάρχουν επιλογές που προσφέρουν μια εύλογη προσδοκία για τον τερματισμό τής συριακής σύγκρουσης με όρους αποδεκτούς από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την προσέγγιση που χρησιμοποίησαν κατά την διάρκεια του βοσνιακού εμφυλίου πολέμου στην δεκαετία τού 1990. Ξεκινώντας το 1994, οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν την Κροατία και τους Κροάτες τής Βοσνίας - συγκεκαλυμμένα στην αρχή, αλλά φανερά αργότερα – να οικοδομήσουν έναν συμβατικό στρατό εκπαιδευμένο σε τακτικές και επιχειρήσεις, να καθοδηγείται από μια ενοποιημένη δομή διοίκησης, και να στελεχώνεται από ένα ικανό σώμα αξιωματικών. Η Κροατική δύναμη, συνεπικουρούμενη από εναέριες δυνάμεις τού ΝΑΤΟ, στην συνέχεια νίκησε τον σερβο-βοσνιακό στρατό σε μια σειρά μαχών που έπεισε την σερβική ηγεσία ότι η στρατιωτική νίκη ήταν αδύνατη και έτσι έκανε δυνατές τις συμφωνίες τού Ντέιτον το 1995.
Προς το παρόν, η συριακή αντιπολίτευση είναι ένα χάος, παραλυμένη από την διαφθορά και την ανικανότητα, και κυριαρχείται από σαλαφιστές εξτρεμιστές. Αλλά αυτή η κατάσταση δεν πρέπει να είναι μόνιμη. Το 2005-6, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες τελικά πήραν στα σοβαρά την οικοδόμηση ενός μεγάλου, ικανού ιρακινού στρατού, οι ένοπλες δυνάμεις τού Ιράκ ήταν επίσης σε σύγχυση. Ωστόσο, μέχρι το 2008, ο στρατός των ΗΠΑ είχε βοηθήσει να δημιουργηθεί μια αρκετά ικανή ιρακινή δύναμη που ήταν σε θέση να βοηθήσει την αμερικανική προσπάθεια για τον τερματισμό τού εμφυλίου πολέμου στο Ιράκ και να σφυρηλατήσει μια νέα διευθέτηση καταμερισμού εξουσίας ώστε να διατηρηθεί η ειρήνη.
Το να βοηθηθεί η συριακή αντιπολίτευση να οικοδομήσει έναν μεγάλο, επαγγελματικό στρατό ώστε να κρατήσει έδαφος και να νικήσει τόσο τις δυνάμεις τού καθεστώτος όσο και τους ισλαμιστές εξτρεμιστές που εμπλέκονται στην σύγκρουση, οπωσδήποτε θα μειώσει τον κατακερματισμό τής αντιπολίτευσης. Θα παρέχει επίσης ένα ισχυρό, κοσμικό θεσμό γύρω από τον οποίο θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια νέα συριακή κυβέρνηση. Η δημιουργία μιας τέτοιας δύναμης θα είναι μια μακρά και επίπονη εργασία: στο κάτω-κάτω, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να εκπαιδεύσουν έναν ικανό ιρακινό στρατό επωφελήθηκαν από το γεγονός ότι περίπου 150.000 Αμερικανοί στρατιώτες είχαν καταλάβει το Ιράκ, ενώ στην Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καθόλου δυνάμεις επιτόπου. Αλλά είναι η μόνη επιλογή που προσφέρει ελπίδα για μια αποδεκτή τελική κατάσταση στην Συρία και με λογικό κόστος.
ΤΟ ΙΡΑΚ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ
Οι Αμερικανοί μπορεί να αισθάνονται μια ανθρωπιστική επιθυμία να τελειώσουν την σφαγή στην Συρία, αλλά η σύγκρουση εκεί δεν επηρεάζει άμεσα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Αυτό δεν είναι αλήθεια στην περίπτωση του Ιράκ, όπου η διάχυση από την Συρία απειλεί να αναζωπυρώσει τον εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε στον απόηχο της εισβολής των ΗΠΑ το 2003. Το Ιράκ έχει γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγέας πετρελαίου χώρα τού ΟΠΕΚ, και οι αισιόδοξες προβλέψεις για την μελλοντική σταθερότητα των τιμών τού πετρελαίου βασίζονται πολύ λιγότερο στην κάλυψη από βορειοαμερικανικούς σχιστολιθικούς πόρους και πολύ περισσότερο στην προσδοκία ότι το Ιράκ θα συνεχίσει να αυξάνει την παραγωγή του στα επόμενα χρόνια - μια αμφίβολη υπόθεση αν η χώρα διολισθήσει σε θρησκευτικές συγκρούσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ιράκ υποφέρει από την συριακή κόλαση δίπλα του. Όπλα, κεφάλαια και σουνίτες μαχητές διακινούνται πέρα-δώθε από τα σύνορα. Όμως, τα προβλήματα του Ιράκ πηγάζουν κυρίως από την δική του μπερδεμένη μεταπολεμική πολιτική κατάσταση και την κατάσταση της ασφάλειας της χώρας. Ο φόβος και η επιθυμία για εκδίκηση που επανεμφανίστηκε την στιγμή που τα στρατεύματα των ΗΠΑ εγκατέλειψαν το Ιράκ, έχουν κυριεύσει το ιρακινό κράτος, το οποίο δεν διαθέτει ακόμη ισχυρούς, ανεξάρτητους θεσμούς. Για να βοηθήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να κατασταλεί η βία που εξαπλώνεται, θα πρέπει να πιέσουν τους Ιρακινούς να αποκαταστήσουν τον δια -σεχταριστικό καταμερισμό των εξουσιών που διαμόρφωσε η Ουάσιγκτον το 2008.
Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πολύ μεγαλύτερη μόχλευση τότε από όση έχουν σήμερα, και γι’ αυτό θα πρέπει να αποκτήσουν κάποιο νέο πολιτικό κεφάλαιο. Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να πουλήσει 24 επιθετικά ελικόπτερα Apache στην Βαγδάτη είναι μια καλή αρχή. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εξετάσει την ευρύτερη ενίσχυση της αντιτρομοκρατίας και της στρατιωτικής βοήθειας στην Βαγδάτη, μαζί με την βοήθεια για την αντιμετώπιση των μυριάδων ελλείψεων του Ιράκ στους τομείς τής γεωργίας, της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και δεκάδες άλλους τομείς – εφ’ όσον η Βαγδάτη δείξει μια προθυμία να ανοικοδομήσει μια λειτουργική διευθέτηση καταμερισμού τής εξουσίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να βρουν την φωνή τους στο Ιράκ. Η κυβέρνηση Ομπάμα προτίμησε σταθερά την ήσυχη διπλωματία αντί τις δημόσιες δηλώσεις. Αλλά η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ακούγεται όταν οι Ιρακινοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου (αλλά όχι μόνο) του πρωθυπουργού Νούρι αλ Μαλίκι, ενεργούν με τρόπους που ανατρέπουν την σταθερότητα του Ιράκ. Η άποψη της αμερικανικής κυβέρνησης εξακολουθεί να έχει βάρος στην Βαγδάτη, αν μη τι άλλο επειδή οι ιρακινές ελίτ εξακολουθούν να αποδίδουν μεγάλη, έστω και άφαντη, εξουσία στην Ουάσιγκτον.
ΕΡΜΑΙΟ ΣΤΟΝ ΝΕΙΛΟ
Μέχρι την Αραβική Άνοιξη, η Αίγυπτος είχε για καιρό υπάρξει μεταξύ των πιο αξιόπιστων συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή. Όταν ο πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ έπεσε από την εξουσία μετά τις μαζικές διαδηλώσεις τού 2011, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν την ευκαιρία να κάνουν τον Βιργίλιο (στμ: Ο Βιργίλιος καθοδήγησε τον Δάντη όταν εκείνος ήταν χαμένος, κυριολεκτικά και μεταφορικά) σε μια νέα, δημοκρατική Αίγυπτο. Αν και είναι αδύνατο να αποδειχθεί μια υπόθεση, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πρόθυμες να προχωρήσουν γρήγορα με μια πρόσθετη ενίσχυση 5 - 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την Αίγυπτο (πλέον των περίπου 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων που η Αίγυπτος λαμβάνει ήδη σε ετήσια βάση), κατά πάσα πιθανότητα θα είχαν προσδώσει στην Ουάσιγκτον τεράστια επιρροή - ίσως αρκετή για να αποτρέψει τις χειρότερες υπερβολές τού Mohamed Morsi, του ισλαμιστή προέδρου που ήρθε στην εξουσία μετά την επανάσταση, και έτσι να αποτρέψει την ανατροπή τού Morsi από τους στρατηγούς, οι οποίοι φαίνονται αποφασισμένοι να ξαναγυρίσουν την Αίγυπτο στον προεπαναστατικό της λήθαργο.
Αλλά η κυβέρνηση Ομπάμα δεν έκανε σχεδόν τίποτα για την Αίγυπτο, προσφέροντας μόνο ένα ασήμαντο ποσό 150 εκατομμυρίων δολαρίων ως πρόσθετη ενίσχυση. Ως εκ τούτου, η Ουάσιγκτον έχει χάσει μεγάλο μέρος τής επιρροής της στο Κάιρο, και το ζήτημα της δημοκρατίας στην Αίγυπτο έχει πάει πίσω. Σήμερα, θα μπορούσε να είναι η περίπτωση που το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι να επικεντρωθούν στο μακροπρόθεσμο μέλλον: να περιμένουν να ξαναφανεί το είδος τής πολιτικής καταπίεσης και της οικονομικής κακοδιαχείρισης που προκάλεσε την επανάσταση του 2011 (όπως αναπόφευκτα θα γίνει), και να ελπίζουν ότι απέναντι στην έντονη λαϊκή αναταραχή, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ θα είναι σε θέση να πείσουν το αιγυπτιακό καθεστώς να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις.
Η Αίγυπτος ήταν κάποτε το μεγάλο βραβείο τής Αραβικής Άνοιξης, και μπορεί να έχει χαθεί για την ώρα. Αλλά και σε άλλα μέρη, η ελπίδα που εμπνεύστηκε το 2011 ζει και πρέπει να τραφεί. Η Τυνησία έχει πετύχει εκεί όπου απέτυχε η Αίγυπτος, και οι βασιλιάδες τής Ιορδανίας και του Μαρόκου έχουν τουλάχιστον στα λόγια συγκατανεύσει για την ανάγκη για βαθιές αλλαγές ώστε να εξευμενίσουν τους δυσαρεστημένους πληθυσμούς τους. Μια μεγαλύτερη γενναιοδωρία από την πλευρά τής Ουάσιγκτον θα μπορούσε να βοηθήσει την διασφάλιση της δημοκρατικής μετάβασης στην Τυνησία και ίσως βοηθήσει να ωθηθούν οι μοναρχίες τής Ιορδανίας και του Μαρόκου να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, όλα με πολύ χαμηλότερο οικονομικό κόστος από ό, τι θα ήταν αναγκαίο για την Αίγυπτο - εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, παρά δισεκατομμύρια. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να βοηθήσουν στην προώθηση της δημοκρατίας, ή τουλάχιστον των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στις χώρες αυτές, τότε η Αραβική Άνοιξη θα έχει κάποια θετική και διαρκή επίδραση.
ΑΡΑΒΙΚΑ ΔΕΙΝΑ
Η κατάσταση στην Σαουδική Αραβία μπορεί να φαίνεται λιγότερο δραματική από όσο αλλού στην περιοχή, αλλά δεν είναι καθόλου λιγότερο σοβαρή. Η κυβερνώσα οικογένεια Σαούντ έχει διατηρήσει την εξουσία για οκτώ δεκαετίες παρά τις εσωτερικές εξεγέρσεις, τους πολέμους στην περιφέρεια της χώρας, καθώς και τις διάφορες κρίσεις διαδοχής. Πιστή στον τύπο, η Σαουδική μοναρχία αντιμετώπισε την Αραβική Άνοιξη με σχετικά μικρές ζημιές, χάρη σε δύο παράγοντες: τις ανταμοιβές και τις μεταρρυθμίσεις. Αλλά οι ανταμοιβές είναι πιθανό να αποφέρουν μόνο προσωρινά οφέλη, αφού έλαβαν τη μορφή γενναιόδωρων κοινωνικών δαπανών που προορίζονται να κατευνάσουν έναν ανήσυχο πληθυσμό. Και η βιωσιμότητα των μεταρρυθμίσεων είναι αβέβαιη, επειδή είναι συνδεδεμένη με την θολή και επικίνδυνη διαδοχή τής κυβερνώσας οικογένειας. Έτσι, ο Οίκος των Σαούντ μπορεί να μην είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά πρέπει να στηρίξει τα θεμέλιά του.
Παρά τον πετρελαϊκό της πλούτο, η βασιλεία πάσχει από τις ίδιες οικονομικές αδυναμίες που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για εξεγέρσεις αλλού, την περίοδο 2010-11. Όπως και οι περισσότερες αραβικές χώρες, η Σαουδική Αραβία είναι ένα νεαρό έθνος: περίπου τα δύο τρίτα τού πληθυσμού της (των περίπου 27 εκατ. ανθρώπων) είναι κάτω των 30 ετών. Σήμερα, το ποσοστό ανεργίας των νέων κυμαίνεται γύρω στο 30%, και 100.000 νέοι Σαουδάραβες εισέρχονται στην αγορά εργασίας κάθε χρόνο. Το ξένο εργατικό δυναμικό εξακολουθεί να κυριαρχεί στον ιδιωτικό τομέα, δεδομένου ότι οι Σαουδάραβες προτιμούν λιγότερο απαιτητικές, αλλά πιο προσοδοφόρες θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα. Αυτές οι οικονομικές αδυναμίες επιδεινώνονται από ένα υποτονικό εκπαιδευτικό σύστημα και από την απροθυμία για ενσωμάτωση των γυναικών στο εργατικό δυναμικό.
Ένα μέρος τής απάντησης του Ριάντ στην Αραβική Άνοιξη έκανε αυτές τις ελλείψεις απλώς πιο κραυγαλέες. Η σαουδαραβική κυβέρνηση επέλεξε να βρέχει τα τυχόν κάρβουνα των εσωτερικών αναταραχών με μετρητά, ενώ προσπαθεί να ανακόψει το κύμα των αλλαγών αλλού στην περιοχή. Το 2011, το Ριάντ δέσμευσε πάνω από 130 δισεκατομμύρια δολάρια για την στέγαση και «οικονομικές αποζημιώσεις» για Σαουδάραβες πολίτες - πληρωμές, στην ουσία - και έχει έκτοτε δεσμεύσει σχεδόν 30 δισεκατομμύρια δολάρια σε εξωτερική βοήθεια προς τις κυβερνήσεις που αγωνίζονται με τις ταραχές στο Μπαχρέιν, την Αίγυπτο και το Μαρόκο. Αν και το τέχνασμα φαίνεται να έχει αποδώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι Σαουδάραβες δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν να πληρώνουν για την πορεία τους έξω από τα προβλήματά τους. Όσο πλούσιοι και αν είναι, δεν μπορούν να αντέξουν τέτοιες δαπάνες για πάντα, ειδικά αν η τιμή του πετρελαίου πέφτει. Παραδόξως, η μείωση των τιμών τού πετρελαίου που πολλοί ειδικοί αναμένουν να προκύψει από την ανάπτυξη της αμερικανικής παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και από την άνοδο της ιρακινής παραγωγής – κάτι που προσθετικά φαίνεται σαν ένα προφανές όφελος για την Ουάσιγκτον - θα μπορούσε πράγματι να θέσει σε κίνδυνο την σταθερότητα της Σαουδικής Αραβίας και, επομένως, των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σύμφωνα με πολλούς Σαουδάραβες, πάντως, το κλειδί για την κατανόηση της αντίδρασής τους στην Αραβική Άνοιξη δεν βρίσκεται σε αυτές τις δωροδοκίες, αλλά στα συναισθήματά τους προς τον βασιλιά Αμπντάλα. Για σχεδόν δύο δεκαετίες, ο Αμπντάλα έχει καθοδηγήσει επιδέξια το βασίλειο και έχει επιμελώς θέσει σε εφαρμογή βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις, επιτυγχάνοντας μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της συντηρητικής κουλτούρας τού βασιλείου και της επιτακτικής ανάγκης για οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Την περίοδο 2011-12, πολλοί Σαουδάραβες επέμειναν ότι η Αραβική Άνοιξη δεν θα έρθει στο βασίλειο, διότι δεν ήταν αναγκαία εκεί: Ο Αμπντάλα αναγνώρισε τα δεινά τής χώρας και είχε ήδη ξεκινήσει την αντιμετώπιση των αναγκών της - σε αντίθεση, ας πούμε, με τον Μουμπάρακ στην Αίγυπτο.
Αλλά ο Αμπντάλα είναι τώρα 89 ετών και σε κακή κατάσταση από πλευράς υγείας, και οι δύο πιο πιθανοί διάδοχοί του, ο πρίγκιπας Salman και ο πρίγκιπας Muqrin, δεν εμπνέουν μεγάλη εμπιστοσύνη. Αυτό είναι ανησυχητικό, διότι οι οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το βασίλειο καλούν για σταθερή ηγεσία και περισσότερες μεταρρυθμίσεις ώστε να αποτραπούν πιο ριζικές και απρόβλεπτες αλλαγές. Το Σαουδαραβικό κράτος πρέπει να μειώσει περαιτέρω τις διακρίσεις λόγω φύλου, να χαλαρώσει τον κυβερνητικό έλεγχο στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και να ενισχύσει την επαγγελματική κατάρτιση. Το κοινωνικό κράτος πρέπει να συρρικνωθεί και η υπόσχεση των διά βίου κυβερνητικών επιδοτήσεων για όλους τους πολίτες πρέπει να επανεξεταστεί. Για ένα μεγάλο μέρος τής ύπαρξής της, η Σαουδική Αραβία έχει αντλήσει νομιμοποίηση από την επίσημη υποστήριξή της στους ορθόδοξους κληρικούς. Αλλά ο ρόλος τού κράτους στις θρησκευτικές υποθέσεις έχει οδηγήσει σε ύποπτες συναλλαγές με εξτρεμιστές οι οποίοι έχουν ορισμένες φορές στραφεί εναντίον τής μοναρχίας και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν μια διαρκή, κρυφή απειλή για την εθνική ασφάλεια του βασιλείου. Έτσι, οι Σαουδάραβες πρέπει να βρουν μια διέξοδο από τον μερικές φορές θανατηφόρο εναγκαλισμό με τους θρησκευτικούς σκληροπυρηνικούς.
Αλλά η κυβερνώσα οικογένεια θα παραμείνει απρόθυμη να κάνει ουσιαστικές παραχωρήσεις εγχωρίως, όσο κρίνει ότι απειλείται από εξωτερικές δυνάμεις. Οι Σαουδάραβες έχουν την τάση να κατηγορούν για τα προβλήματά τους τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο και τον κύριο περιφερειακό αντίπαλό τους, το Ιράν. Και εφ’ όσον το βασίλειο βλέπει τον εαυτό του ως πολιορκούμενο από εξωτερικές απειλές, οποιοσδήποτε διαδεχθεί τον Αμπντάλα πιθανώς δεν θα υιοθετήσει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις και θα μπορούσε ακόμη και να επιλέξει σκληρότερη απολυταρχία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη αυτού του αποτελέσματος. Όπως πάντα, το επίπεδο της επιρροής τής Ουάσιγκτον στους Σαουδάραβες είναι περιορισμένο, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την Σαουδική εσωτερική πολιτική, αλλά δεν είναι μηδενικό. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να εκμεταλλευτεί όση μόχλευση έχει, επειδή οι Σαουδάραβες είναι έξαλλοι με την κυβέρνηση Ομπάμα για τον χειρισμό τής Αραβικής Άνοιξης, της κρίσης στην Συρία και στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Οι Σαουδάραβες θα ωθήσουν προς τα εμπρός τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις μόνο εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν ό, τι μπορούν για να καταστείλουν την αναταραχή στην περιοχή - και, κυρίως, να κρατήσουν υπό έλεγχο το Ιράν.
ΜΕ ΣΥΜΦΩΝΙΑ Ή ΧΩΡΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Φυσικά, για την Ουάσιγκτον, το Ιράν παρουσιάζει ήδη μια σημαντική πρόκληση, ακόμη και χωρίς να χρειάζεται να ικανοποιεί τις εκκλήσεις τής Σαουδικής Αραβίας για αμερικανική σκληρότητα. Το Ιράν ταλαιπώρησε τους Αμερικανούς πολιτικούς για δεκαετίες, αλλά οι αμερικανο-ιρανικές σχέσεις σήμερα είναι ιδιαίτερα περίπλοκες διότι η Τεχεράνη δείχνει ταλανισμένη, για άλλη μια φορά, από την πολυετή μάχη για την ψυχή τής Ισλαμικής Δημοκρατίας μεταξύ των σκληροπυρηνικών και των πραγματιστών. Και τα δύο στρατόπεδα επιδιώκουν περιφερειακή ηγεμονία για το Ιράν. Οι σκληροπυρηνικοί σκέπτονται ότι ο καλύτερος τρόπος για να την κερδίσουν είναι να διώξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από την περιοχή και να αντικαταστήσουν τις αντι-ιρανικές και φιλο-αμερικανικές κυβερνήσεις τής Μέσης Ανατολής με άλλες πιο φιλικές προς την Τεχεράνη. Η προσπάθεια του Ιράν για να αποκτήσει πυρηνικά όπλα είναι μόνο ένα μέρος αυτής της στρατηγικής. Το Ιράν έχει επίσης χρησιμοποιήσει ένα ευρύ φάσμα άλλων μέσων για να προωθήσει την ατζέντα των σκληροπυρηνικών, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας και της υποστήριξης σε επαναστάτες και αντάρτες που απειλούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή.
Οι Ιρανοί πραγματιστές, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν ότι το Ιράν μπορεί να πετύχει περιφερειακή ηγεμονία με την ανάπτυξη της οικονομίας του και του ανθρώπινου κεφαλαίου και με το να αγκαλιάσει τον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Από την πλευρά τους, η ατέλειωτη μάχη με τις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο αποδυναμώνει το Ιράν: Θα ήταν καλύτερα για το Ιράν να αναδυθεί ως μια κυρίαρχη δύναμη ειρηνικά, όπως έκανε η Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια συμφωνία μεταξύ του Ιράν και της Δύσης που αποτρέπει την Ισλαμική Δημοκρατία από την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων θα μπορούσε να ενθαρρύνει την Τεχεράνη να επικεντρωθεί στην δική της οικονομική ανάπτυξη και να την πείσει να χαλιναγωγήσει τις προσπάθειές της προς την κατεύθυνση της αποσταθεροποίησης της περιοχής. Αλλά είναι τουλάχιστον εξίσου πιθανό ότι το Ιράν θα δει μια πυρηνική συμφωνία ως άμβλυνση των πιέσεων στην οικονομία του – την αχίλλειο πτέρνα τού καθεστώτος - και θα του δοθεί έτσι η δυνατότητα να εντείνει τα επιθετικά διεθνή σχέδιά του. Το τελευταίο σενάριο είναι σίγουρα αυτό που φοβούνται οι Ισραηλινοί, οι Σαουδάραβες και πολλοί από τους άλλους συμμάχους τής Ουάσιγκτον στην Μέση Ανατολή. Φοβούνται ότι μια συμφωνία ελέγχου των εξοπλισμών θα οδηγήσει σε μια ύφεση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν που θα τους αφήσει να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα του Ιράν μόνοι τους.
Ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης τού Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ανησυχεί επίσης για τις πιθανές επιπτώσεις μιας πυρηνικής συμφωνίας, αν και για διαφορετικούς λόγους. Από καιρό αγωνιούσε για την σαγηνευτική επιρροή τής αμερικανικής κουλτούρας και φοβάται ότι μια εποικοδομητική σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν θα ανατρέψει το θεοκρατικό κράτος και θα μολύνει την επαναστατική εικόνα τού Ιράν στον μουσουλμανικό κόσμο. Έχει βρει περισσότερη αξία στο να ηγείται της απορριπτικής ομάδας από όσο στο να ενταχθεί στην παγκόσμια τάξη. Ακόμη και αν προέκυπτε ότι μια πυρηνική συμφωνία τον ενδιέφερε, μπορεί να νιώθει ότι ο μόνος τρόπος για να εξευμενίσει τους σκληροπυρηνικούς στους οποίους βασίζεται θα ήταν να τους διαβεβαιώσει ότι η συμφωνία δεν θα μετρίαζε την ιρανική εξωτερική πολιτική. Θα μπορούσε ακόμα και να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την απρόθυμη αποδοχή τους σε μια τέτοια συμφωνία με την υπόσχεση μιας μεγαλύτερης ευχέρειας για να φέρνουν αναστάτωση στο εξωτερικό.
Κατά συνέπεια, φαίνεται πρόωρο να υποθέσουμε ότι μια πυρηνική συμφωνία με το Ιράν θα σημάνει το τέλος τής ιρανικής περιφερειακής επιθετικότητας. Αλλά η ιστορία τής περιοχής υποδηλώνει σαφώς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι το κράτος στην καταλληλότερη θέση για να περιορίσει τις επιθετικές προσπάθειες του Ιράν να ανατρέψει το περιφερειακό status quo. Κατά παρέκκλιση του ιρανικού παραλογισμού, η Ισλαμική Δημοκρατία επεδείκνυε πάντα έναν αλάνθαστο σεβασμό για την αμερικανική δύναμη. Οι Ιρανοί είναι γενικά προσεκτικοί για να μην περάσουν με σαφήνεια τις αμερικανικές κόκκινες γραμμές. Μερικές φορές αμφισβητούν και παραβιάζουν τις αμερικανικές απαγορεύσεις, αλλά όταν συναντούν αντίσταση, συνήθως κάνουν ένα βήμα πίσω, φοβούμενοι για το πώς θα μπορούσε να αντιδράσει η Ουάσιγκτον. Το Ιράν, για παράδειγμα, δεν έδιωξε ποτέ τους επιθεωρητές τού ΟΗΕ που παρακολουθούν το πυρηνικό του πρόγραμμα, και ποτέ δεν έχει στείλει τα πιο θανατηφόρα όπλα του στους Ιρακινούς σιίτες πολιτοφύλακες και την Χεζμπολάχ. Υπάρχει ένας μικρός αριθμός εξαιρέσεων σε αυτό το μοτίβο, αλλά έχουν απλώς αποδείξει τον κανόνα: οι Ιρανοί έχουν διασχίσει τις αμερικανικές κόκκινες γραμμές μόνο όταν υποτίμησαν την ακριβή θέση τους ή όταν αντιλήφθηκαν σωστά ότι δεν ήταν πράγματι κόκκινες.
Η Τεχεράνη δεν έχει τέτοιο σεβασμό για τους περιφερειακούς αντιπάλους της, τους οποίους οι Ιρανοί αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία, και, συνεπώς, χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες εκεί για να αποτρέπουν το Ιράν και να μεσολαβούν για λογαριασμό των συμμάχων των ΗΠΑ, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για τοπικές κρίσεις που θα μπορούσαν να κλιμακωθούν με απρόβλεπτους τρόπους και να απειλήσουν τα αμερικανικά συμφέροντα, ιδίως την τιμή τού πετρελαίου.
Η πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες, λοιπόν, είναι να βρουν έναν τρόπο να διαπραγματευτούν ένα τέλος στις πυρηνικές φιλοδοξίες τού Ιράν ενώ θα περιορίζουν τις περιφερειακές φιλοδοξίες τής Τεχεράνης. Για να βρει τον σωστό συνδυασμό ύφεσης και περιορισμού, η Ουάσιγκτον πρέπει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των συμμάχων της στην προθυμία και την ικανότητά της να προστατεύει την ασφάλεια τους. Η ενδιάμεση πυρηνική συμφωνία με το Ιράν έχει προκαλέσει ανησυχίες σε αραβικές πρωτεύουσες και στο Ισραήλ, ότι η διπλωματία ελέγχου των εξοπλισμών θα μπορούσε να φέρει το Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν περιφερειακό εναγκαλισμό. Η προοπτική αυτή μπορεί να φαίνεται κωμική δεδομένης της κληρονομιάς τής δυσπιστίας ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Τεχεράνη, αλλά λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψιν στα αραβικά βασιλικά παλάτια και στις καγκελαρίες, και στο Τελ Αβίβ. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί η πίστη των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον θα είναι να δράσει πιο αποφασιστικά στην Συρία, διότι όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαιρούν τον εαυτό τους από αυτή την σύγκρουση, οι άλλες υποσχέσεις τους θα ακούγονται κούφιες σε ένα σκεπτικιστικό αραβικό ακροατήριο.
ΜΗ ΦΕΥΓΕΤΕ – ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΑΜΕΣΩΣ
Μετά από περισσότερο από μια δεκαετία δαπανηρών και μη ικανοποιητικών πολέμων, οι Αμερικανοί έχουν κουραστεί με τα μπερδέματα στο εξωτερικό και οι ατελείωτοι κατακερματισμοί τής Μέσης Ανατολής είναι το τελευταίο μέρος όπου οι Αμερικανοί θέλουν να επενδύσουν τους πόρους τής χώρας τους. Όμως, τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής παραμένουν πολύ βαθιά συνυφασμένα με την αμερικανική εθνική ασφάλεια και την αμερικανική οικονομία για να αγνοηθούν. Αυτά τα προβλήματα αναγκάζουν την κυβέρνηση Ομπάμα να στρέψει ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην Μέση Ανατολή από ό, τι θα προτιμούσε: όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν μάθει, η περιοχή έχει μια τάση να τραβά τις Ηνωμένες Πολιτείες πάλι μέσα, ακόμα και όταν θέλει να μείνει απ’ έξω.
Ευτυχώς, τα σημερινά προβλήματα της περιοχής δεν φαίνονται ακόμη τόσο απειλητικά που να απαιτούν μια τεράστια δέσμευση αμερικανικών δυνάμεων. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγο περισσότερη δέσμευση από όσο η κυβέρνηση Ομπάμα έχει πρόθυμη να κάνει μέχρι τώρα. Αλλά η Ουάσιγκτον θα έπρεπε να έχει μάθει από τη μακρά και οδυνηρή ιστορία της με την Μέση Ανατολή ότι με το να αγνοεί τα προβλήματα της περιοχής δεν θα τα κάνει να φύγουν μακριά. Αναπόφευκτα, θα επιστρέψουν, χειρότερα από ό, τι πριν. Και ακριβώς το ίδιο αναπόφευκτα, ο χειρισμός αυτών των προβλημάτων αργότερα θα απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο και ενέργεια - και αίμα και χρήμα - από όσο αν επιλυθούν νωρίτερα.
Ακόμη και σε μια εποχή λιτότητας, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ένα έθνος με ανταγωνιστικά παγκόσμια συμφέροντα, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η Ουάσιγκτον δεν διαθέτει τους πόρους που χρειάζεται για να κάνει ό, τι είναι απαραίτητο στη Μέση Ανατολή και εξακολουθεί να τείνει προς τα συμφέροντά της αλλού. Η λεγόμενη από την κυβέρνηση Ομπάμα «στροφή» στην Ασία δεν έχει χρειαστεί ούτε μια μεταφορά πόρων μακριά από την Μέση Ανατολή: ούτε ένα αεροπλανοφόρο, ούτε έναν διπλωμάτη, ούτε ένα πρόγραμμα βοήθειας δεν έχει μετακινηθεί. Και ούτε θα έπρεπε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πολεμήσουν λιγότερους πολέμους με τις δικές τους δυνάμεις στην Μέση Ανατολή, αλλά όχι επειδή πρέπει να πολεμήσουν περισσότερους στην Ασία. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η Ασία είναι κεντρικής σημασίας για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αλλά αυτό δεν μειώνει την σημασία τής Μέσης Ανατολής: Τα αμερικανικά ζωτικά συμφέροντα καλύπτουν αμφότερες τις περιοχές. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να κάνει περισσότερα στην Ασία, αλλά δεν πρέπει - και δεν χρειάζεται - να το πράξει σε βάρος τής Μέσης Ανατολής.
By Kenneth M. Pollack και Ray Takeyh
sourche: http://foreignaffairs.gr/articles/69886/kenneth-m-pollack-kai-ray-takeyh/oi-yposxeseis-tis-eggys-anatolis?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου