Η τρίτη, και πιο σοβαρή, κρίση Ρωσίας-Ουκρανίας επαναφέρει επιτακτικά το ζήτημα της ασφάλειας τροφοδοσίας τής Γηραιάς Ηπείρου. Με την αναβίωση του εμφύλιου σπαραγμού στο Ιράκ να καθυστερεί την συμπερίληψή του στους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς, η κατάσταση εξελίσσεται σε σταυρόλεξο μόνο για δυνατούς λύτες.
Τα ευρωπαϊκά δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου. Με κόκκινο οι κύριοι αγωγοί, με μπλε οι διαμετακομιστικοί αγωγοί και με μπλε βούλες οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης.
ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Στον απόηχο των πρόσφατων εξελίξεων στην Ουκρανία, μια σημαντική διάσταση που υπερβαίνει κατά πολύ την σοβούσα κρίση είναι η ενεργειακή.
Εκκινώντας από την αλλαγή status τής Κριμαίας, χωρίς να αποτελεί σημείο αναφοράς των πρόσφατων εξελίξεων, ο ενεργειακός πλούτος που φέρεται να κατέχουν τα θαλάσσια σύνορα πέριξ αυτής χρήζει περαιτέρω αξιολόγησης. Ασφαλώς, το ενδιαφέρον τής Μόσχας εστιάζεται στην ναυτική βάση και στην μοναδική ευκαιρία, σύμφωνα με τον Πούτιν, η Ρωσία να «διορθώσει μια ιστορική ανωμαλία». Αν, ωστόσο, αποδειχθεί ότι η περιοχή διαθέτει ποσότητες υδρογονανθράκων, τότε η αξιοποίηση των όποιων ευρημάτων καθίσταται λογική εναλλακτική.
Μια επιπλέον διάσταση που αφορά στον South Stream είναι η υποθαλάσσια όδευση του. Μέχρι πρότινος, η Μόσχα είχε επιλέξει την διέλευση από την τουρκική υφαλοκρηπίδα προκειμένου να παρακάμπτει τα ουκρανικά χωρικά ύδατα. Αυτό συνεπαγόταν μεγαλύτερη απόσταση και κόστος, κάτι που μπορεί να βελτιωθεί, χωρίς να απαιτείται παράκαμψη καθ’ όλη την διαδρομή, με την προσχώρηση της Κριμαίας.
Τα ευρωπαϊκά δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου. Με κόκκινο οι κύριοι αγωγοί, με μπλε οι διαμετακομιστικοί αγωγοί και με μπλε βούλες οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης.
Ταυτόχρονα, σημαντικά πεδία σχιστολιθικού αερίου υπάρχουν στην Ανατολική Ουκρανία, η οικονομία τής οποίας θα εξακολουθήσει να αλληλοσυμπληρώνεται με την γειτονική της χώρα, ενώ, ο de facto έλεγχος της Μόσχας επί των ανατολικών επαρχιών τής Ουκρανίας εύλογα θα προσδώσει προνομιακό καθεστώς σε ρωσικές εταιρείες για τυχόν εκμετάλλευση. Από την άλλη, οι δυτικές εταιρείες υπερτερούν σε τεχνολογία και τεχνογνωσία για την εξόρυξη σχιστολιθικού αερίου, οπότε αυτό μάλλον θα ισορροπήσει την κατάσταση.
Είναι προφανές ότι από την στιγμή που η Ρωσία επιδιώκει μια ευάλωτη ουκρανική κυβέρνηση, ευεπίφορη έναντι των ρωσικών ευαισθησιών, η ενέργεια αποτελεί ισχυρό εργαλείο. Η αύξηση της τιμής φυσικού αερίου και η απαίτηση άμεσης πληρωμής των χρεών προς την Gazprom προκαλούν συνθήκες έντονης πίεσης στην ουκρανική οικονομία. Αυτή εντείνεται από την διακοπή τροφοδοσίας, που ενώ φαινομενικά φαντάζει αθώα (λόγω καιρικών συνθηκών) υποκρύπτει μια κυνική αντίληψη: Το καλοκαίρι είναι η περίοδος που γεμίζουν οι αποθήκες –η Ουκρανία διαθέτει από τους μεγαλύτερους αποθηκευτικούς χώρους στην Ευρώπη με χωρητικότητα περίπου στα 20 δισ. κυβικά μέτρα - για να καλυφθούν οι ανάγκες τού χειμώνα. Σε αυτή την περίπτωση, η ουκρανική αγορά κινδυνεύει να «στερέψει» όταν η ζήτηση θα βρίσκεται στο peak, δηλαδή το διάστημα Νοεμβρίου-Μαρτίου, παρότι τα αποθέματά της επαρκούν μέχρι τις αρχές τού φθινοπώρου. Άρα, η αδυναμία εξεύρεσης λύσης, αν συνεχιστεί, θα πλήξει καίρια την χώρα στους μετέπειτα μήνες.
Ασφαλώς, με τους αγωγούς αντίστροφης ροής, το Κίεβο έχει την δυνατότητα να αντλήσει «ευρωπαϊκό» αέριο, το οποίο έχει αποθηκευθεί σε σημαντικές ποσότητες λόγω της μείωσης ζήτησης τον προηγούμενο χρόνο. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να γίνει από το ίδιο δίκτυο που μεταφέρει το ρώσικο αέριο, με αποτέλεσμα ορισμένα κράτη είτε να είναι απρόθυμα είτε να πιέζονται από την Μόσχα να μην διευκολύνουν την κατάσταση. Για όσους σπεύσουν να τα κατηγορήσουν για έλλειψη αλληλεγγύης έναντι ενός δυνητικού στρατηγικού εταίρου, ας ενημερωθούν ότι αφενός αυτή η αρχή έχει προ πολλού πάψει να ισχύει ακόμη και μεταξύ κρατών-μελών τής ΕΕ, αφετέρου η πολιτική τού «διαίρει και βασίλευε» του Κρεμλίνου αποδίδει τις περισσότερες φορές καρπούς. Όταν, μάλιστα, η Πολωνία επιχείρησε να φέρει την πρόταση για από κοινού διαπραγμάτευση με την Gazprom, ο πρώτος που απέρριψε μετά βδελυγμίας το αίτημά της ήταν ο νορβηγικός κολοσσός Statoil, υπενθυμίζοντας ότι η αγορά έχει τους δικούς της άγραφους νόμους.
Πάντως, η Μόσχα χρησιμοποιεί μεν την τιμολογιακή της πολιτική τιμωρητικά ή ως δέλεαρ έναντι των κρατών τού μετασοβιετικού χώρου, όπου η έλλειψη κανονιστικού πλαισίου και το σχεδόν μονοψώνιο που απολαμβάνει την καθιστούν κυρίαρχη, από την άλλη, η Ουκρανία επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την συγκυρία για να μην αποπληρώσει (ως οφείλει) το μεγάλο χρέος της έναντι της Gazprom. Πράγματι, λίγο μετά την άρνηση Γιανουκόβιτς να υπογράψει την συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ, η Ρωσία τον αντάμειψε με την δραματική μείωση της τιμής φυσικού αερίου (από πάνω από 430 δολάρια τα 1000 κ.μ. σε 268,5 δολάρια) αποτρέποντας τότε μια ακόμη προσφυγή στο ΔΝΤ, και δη υπό δυσμενείς όρους, αλλά με το κόστος σε εθνική κυριαρχία να είναι απροσδιόριστο. Είναι χαρακτηριστικό πως η αναθεώρηση της τιμής αγοράς ρωσικού αερίου προβλεπόταν να λαμβάνει χώρα σε τρίμηνη βάση, στοιχείο που, αν δεν συνιστά αξιοσημείωτη διορατικότητα από πλευράς Μόσχας, της προσέφερε τουλάχιστον ισχυρό μοχλό πίεσης έναντι της όποιας ουκρανικής κυβέρνησης. Αυτή την στιγμή, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, η συζήτηση διεξάγεται στη βάση περίπου των 360 δολαρίων ανά 1000 κ.μ. από μέρους Ουκρανίας και 440 δολάρια από την Gazprom, εξ’ ου και η παντελής αδυναμία εντοπισμού σημείου επαφής.
Ταυτόχρονα, το Κίεβο αρνείται να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, κρυπτόμενο πίσω από την οικτρή οικονομική κατάσταση. Εντούτοις, οι νόμοι τής ελεύθερης αγοράς συνεπάγονται συνέπειες για τον κακοπληρωτή, και βασιζόμενοι σε αυτούς η Μόσχα εξαντλεί την αυστηρότητά της. Αναπάντητο, όμως, παραμένει το εύλογο ερώτημα γιατί δεν έγειρε τις απαιτήσεις της νωρίτερα και άφησε την κατάσταση να διαιωνίζεται (μάλλον αποτελεί πάγια τακτική των πιστωτών). Είναι σαφές ότι το Κρεμλίνο, έχοντας απολέσει για το ορατό μέλλον την δυνατότητα άσκησης ελέγχου στο σύνολο της γειτονικής χώρας, επιθυμεί, μέσα από την πολιτική και οικονομική της παράλυση, να καταστήσει σαφές ότι η συνεννόηση μαζί του εξελίσσεται σε αναγκαστική επιλογή βιωσιμότητας.
Προκειμένου να βρεθεί κοινός παρανομαστής και πεδίο συνεννόησης απαιτείται άμεση ευρωπαϊκή παρέμβαση, εφόσον οι Βρυξέλλες ενδιαφέρονται η κρίση να μην επιδράσει αρνητικά στις προμήθειες της ΕΕ. Διότι, θεωρητικά, η διακοπή τροφοδοσίας τής Ουκρανίας δεν επιδρά στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή, από την άλλη, μια παρατεταμένη διένεξη θα μας στοιχίσει αργότερα. Ασφαλώς, προκειμένου να ενεργοποιηθούμε, ως έντιμος και αντικειμενικός διαμεσολαβητής, θα πρέπει να απομονώσουμε τους συναισθηματικούς δογματισμούς, όπως αυτοί εκφράζονται κατά κύριο λόγο από ορισμένες ανατολικές χώρες τής ΕΕ, καθώς επίσης, να μην συγχέουμε τους ευσεβείς πόθους με τα αντικειμενικά δεδομένα. Γιατί ο περιορισμός των μονοπωλίων είναι επιθυμητός, ανεξάρτητα από την προέλευση τους, όμως ταυτόχρονα χρειάζεται να ορίσουμε με καθαρότητα τις εναλλακτικές για την ευρωπαϊκή αγορά, αναγνωρίζοντας τις αδήριτες πραγματικότητες.
Πάντως, εντός τής ατζέντας θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή για την θέση τού Κιέβου ως κρίκου διαμετακόμισης, εφόσον εν τοις πράγμασι αποδείχθηκε ότι αυτή η σχέση εξάρτησης δεν λειτούργησε υπέρ των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Στο βαθμό, λοιπόν, που οι ενεργειακοί μας δεσμοί με την Ρωσία θα διατηρηθούν, σύντομα θα βρεθούμε μπροστά σε ένα πραγματικό δίλημμα: Να μην πλήξουμε τις σχέσεις μας με τον σημαντικότερο προμηθευτή μας, αλλά συνάμα να μην υπονομεύσουμε το μέλλον τής Ουκρανίας, αποστερώντας της τα οφέλη –και την συνακόλουθη προστασία- που της προσφέρει η μεταφορά σημαντικών ποσοτήτων ρωσικού αερίου μέσω της επικράτειας της. Με την Μόσχα να επιθυμεί διακαώς να προχωρήσει με τον South Stream ώστε μακροπρόθεσμα να ακυρώσει την σημασία τού Κιέβου στο ενεργειακό παίγνιο, και πολλά ευρωπαϊκά κράτη να υποστηρίζουν αυτήν την προοπτική, οι Βρυξέλλες δεν έχουν μεγάλα περιθώρια παρέμβασης. Η αμεσότερη διευθέτηση της κρίσης, με ταυτόχρονες εγγυήσεις προς τον ρωσικό παράγοντα αλλά και δεσμεύσεις τού τελευταίου απέναντι σε ΕΕ και Ουκρανία, ενδέχεται να μετριάσει την προβληματική κατάσταση, πιθανότατα, ωστόσο, δεν θα αποτρέψει αρνητικές εξελίξεις γύρω από την θέση τής Ουκρανίας στην ενεργειακή σκακιέρα.
Το ίδιο διάστημα, επανήλθαν τα σενάρια διακοπής τής παροχής αερίου στην Γηραιά Ήπειρο. Θα ήταν, πάντως, ιδιαίτερα ζημιογόνο για το Κρεμλίνο να θέσει εκ νέου σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία του ως κύριου προμηθευτή τής Ε.Ε. Σε αντίστοιχη περίπτωση το 2009, η Ρωσία είχε απεμπολήσει περίπου το 20% του μεριδίου τής ευρωπαϊκής αγοράς. Μόλις πριν λίγο καιρό άρχισε να ανακτά το απολεσθέν ποσοστό, άρα θα ήταν καταστροφικό να το επαναλάβει, και δη λαμβανομένου υπόψη πως πατώντας πάνω σε ανάλογες αφορμές συγκεκριμένοι κύκλοι τροφοδοτούν την επιχειρηματολογία σε βάρος της, στην κατεύθυνση ότι δεν νοείται ως αξιόπιστος προμηθευτής.
ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Πέραν τούτου, υπάρχει έντονη αλληλεξάρτηση. Η μεν Μόσχα στηρίζει μεγάλο κομμάτι των εσόδων της στις πωλήσεις αερίου και πετρελαίου στις Βρυξέλλες, δηλαδή σε ένα πελάτη που πληρώνει αδρά και στην ώρα του. Για δε την Ευρώπη, η Ρωσία θα εξακολουθήσει να είναι ο κύριος προμηθευτής αερίου τα επόμενα χρόνια, με τις εναλλακτικές –συμπεριλαμβανομένων των εγχώριων πηγών- να μην είναι παρά μόνο συμπληρωματικές.
Πρόσφατα παρουσιάστηκε μελέτη βάσει της οποίας μειώθηκαν οι εισαγωγές από τον μεγάλο ανατολικό μας γείτονα, εντούτοις, αυτή είναι μια μερικώς πλασματική εικόνα. Και τούτο διότι οφείλεται στην αντίστοιχη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου και της ανάλογης αύξησης χρησιμοποίησης άνθρακα ως πιο φθηνής μορφής ενέργειας. Σε μια υφεσιακή περίοδο ή έστω ασθενικής ανάπτυξης, και με την αναθεώρηση του στόχου συμμετοχής τής βιομηχανίας στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ από το 15% στο 20%, είναι αναμενόμενη η στροφή σε φθηνότερα καύσιμα, όπως ο λιγνίτης και ο γαιάνθρακας (κάρβουνο). Ταυτόχρονα, η ανάγκη για επίτευξη του στόχου μείωσης των εκπομπών ρύπων, αν τελικά δεν είναι ποσοτική με την αναγκαστική εισαγωγή ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) στο ενεργειακό μείγμα τής κάθε χώρας, θα δώσει την δυνατότητα για αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό μονάδων παραδοσιακών μορφών ενέργειας, γεγονός που θα προσφέρει και περισσότερες θέσεις εργασίας.
Έτερη μεγάλη αλλαγή που συντελείται εντός τής Γηραιάς Ηπείρου αφορά στην ατομική ενέργεια. Μετά το δυστύχημα στην Φουκουσίμα, η μεν Γερμανία ανακοίνωσε την σταδιακή διακοπή λειτουργίας όλων των εργοστασίων παραγωγής τού εν λόγω καυσίμου μέχρι το 2021, η επίσης ενεργοβόρα Ιταλία αποστασιοποιήθηκε εξίσου, ενώ πρόσφατα και η Γαλλία ακολούθησε σε μια πιο μετριοπαθή κατεύθυνση. Με την υποσημείωση ότι το Παρίσι κατείχε το μεγαλύτερο ποσοστό κατανάλωσης ατομικής ενέργειας από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες (75% στην ηλεκτροπαραγωγή), η αποστασιοποίησή του συνιστά θεαματική ανατροπή, από την στιγμή που του διασφάλιζε από τα χαμηλότερα κόστη ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ με τις τελευταίες ανακοινώσεις θέτει το φιλόδοξο (αν όχι ανεκπλήρωτο) στόχο αξιοποίησης των μη πυρηνικών ανανεώσιμων στο 40% της ηλεκτροπαραγωγής το 2025 και το 32% του συνόλου τής ενεργειακής κατανάλωσης μέχρι το 2030. Σε αυτό το σχέδιο συμπεριλαμβάνεται η εξοικονόμηση ενέργειας στις μετακινήσεις, την βιομηχανία και τα κτίρια. Μένει να διαπιστωθεί αν η Γαλλία δείχνει το δρόμο προς μια νέα αντίληψη και κατά πόσο είναι εύκολο να την ακολουθήσουν περισσότερα κράτη-μέλη (μοιάζει αρκετά αμφίβολο, μεταξύ άλλων, γιατί το κόστος μετάβασης είναι ιδιαίτερα υψηλό), ή πλέον η κάθε χώρα θα ακολουθήσει τον δικό της δρόμο στην βάση των εθνικών αναγκών και της οικονομικής κρίσης που μαστίζει πολλές εξ’ αυτών. Το ενδεχόμενο η γαλλική σοσιαλιστική κυβέρνηση να θέλησε να συμπτύξει μέτωπο με τους πράσινους και την αριστερά σε μια κρίσιμη καμπή για τον Ολάντ και κατόπιν αυτή η θέση να αναθεωρηθεί (από μια άλλη κυβέρνηση) διόλου δεν αποκλείεται.
Εσχάτως, έχουν συστηματικοποιηθεί οι προσπάθειες προς την αξιοποίηση ΑΠΕ, κυρίως φωτοβολταϊκών, ηλιακής και αιολικής ενέργειας. Αν και η βιωσιμότητα αυτού τού μοντέλου ανάπτυξης υπό τις παρούσες συνθήκες κρίνεται αμφίβολη, κυρίως εξαιτίας του ασύμφορου κόστους σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης, υπάρχει σαφής διάθεση στήριξης των ΑΠΕ, οι οποίες έχουν και το πλεονέκτημα των ελάχιστων εκπομπών ρύπων. Ασφαλώς, όταν αυτό συμβαίνει την ίδια στιγμή που αυξάνεται η χρήση «βρώμικης» ενέργειας, όπως άνθρακα και λιγνίτη με σημαντικότατη αύξηση των εισαγωγών, είναι φανερό ότι κύριος γνώμονας της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι η πάση θυσία μείωση του ενεργειακού κόστους. Επίσης, διαπιστώνεται, για πολλοστή φορά, η ισχύς των εταιρικών lobbies που έχουν ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση αλλοπρόσαλλων πολιτικών (φωτοβολταϊκά και άνθρακας). Συνακόλουθα, ιδίως οι παλαιές μονάδες φυσικού αερίου διακόπτουν μαζικά την λειτουργία τους, ενώ στις αντίστοιχες άνθρακα και λιγνίτη πολλαπλασιάζονται οι επενδύσεις, εκσυγχρονίζοντάς τες και αυξάνοντας τον βαθμό απόδοσής τους.
Έτσι, η τάση αυτή την στιγμή πανευρωπαϊκά δείχνει προς την παγίωση της μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου, αφού η αγορά είναι πλέον υπερ-συμβολαιοποιημένη (over-contracted) και δη με μακροχρόνιες συμβάσεις, η πλειοψηφία εκ των οποίων αναθεωρούνται υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων. Η διασυνδεσιμότητα των ευρωπαϊκών δικτύων, η βελτίωση και ανάπτυξη των υποδομών, η δυνατότητα πρόσβασης τρίτων σε αγωγούς που δεν μπορούν να «γεμίσουν» με το αέριο ενός εισαγωγέα, και η ενίσχυση των αποθηκευτικών χώρων αποτελούν εξίσου προτεραιότητες της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από την παρεμβατική πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ολοένα και ενδυναμώνεται, οι τελικές επιλογές θα εξαρτηθούν από το τελικό κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν τα κράτη-μέλη, στοιχείο που πιθανότατα θα καθυστερήσει την επίτευξη μιας σειράς στόχων, θυσιάζοντας ειδικότερα αυτούς που σχετίζονται με τα περιβαλλοντικά (παρά τις αντίθετες διακηρύξεις).
Είναι, όμως, όλα αυτά, μαζί με τον διαχωρισμό τής κυριότητας του δικτύου από της παραγωγής (owneship unbundling), αρκετά για να κάμψουν την επιρροή που ασκούν οι τωρινοί κυριότεροι προμηθευτές της Ευρώπης στις ενεργειακές διεργασίες; Οι ισορροπίες θα διαφοροποιηθούν, ενδεχομένως και θεαματικά αν το Ιράν εξέλθει της διεθνούς απομόνωσης και διαθέσει σημαντικό μέρος των αποθεμάτων του στην ευρωπαϊκή αγορά, ενώ ορισμένοι θεωρούν πως η λύση βρίσκεται στο σχιστολιθικό αέριο (shale gas).
Σε ό, τι αφορά το σχιστολιθικό αέριο, σημαντικά πεδία έχουν εντοπιστεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όμως, τα κινήματα πολιτών και οι πολιτικοί σχηματισμοί με περιβαλλοντική ατζέντα, σε συνδυασμό με τα περιβαλλοντικά στάνταρ, τις μικρές σε σχέση με την αμερικανική ήπειρο εκτάσεις και τις πυκνοκατοικημένες περιοχές, θέτουν εν αμφιβόλω το εγχείρημα. Έτσι και αλλιώς, η εν λόγω, άκρως αμφιλεγόμενη, τεχνολογία θέλει τουλάχιστον μια δεκαετία για να αναπτυχθεί εντός Ευρώπης, αν και επί του παρόντος δεν φαντάζει καθόλου πιθανό.
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ με την διαφορετική διάρθρωση και αντίληψή τους, ήδη παράγουν αέριο από σχιστόλιθο, το οποίο το 2000 βρισκόταν περίπου στο 1% της εγχώριας παραγωγής, το 2010 ξεπέρασε το 20% και το 2035 αναμένεται να αγγίξει το 46%. Το χαμηλό κόστος εξόρυξης προσφέρει χαμηλές τιμές ενέργειας στο εσωτερικό, ενώ τα σημαντικά αποθέματα και οι τεράστιες αραιοκατοικημένες εκτάσεις προσφέρουν την δυνατότητα αύξησης της παραγωγής, γεγονός που στο κοντινό μέλλον θα τους επιτρέψει να εξάγουν μέρος αυτής. Προκύπτει, μάλιστα, σχετική ευφορία πως έτσι θα αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα την ισχύ (που απορρέει από την κατοχή φυσικών πόρων) χωρών, όπως η Ρωσία, και συνακόλουθα την χειραγώγηση των τιμών. Ως προς το τελευταίο, πράγματι αν διατεθούν στην διεθνή αγορά μεγάλες ποσότητες από τις ΗΠΑ, θα μπορέσει να ελεγχθεί σχετικά η τιμολόγηση, αν και η ανάπτυξη των ασιατικών οικονομιών σε συνάρτηση με τα πληθυσμιακά δεδομένα θα επιφέρουν τεράστια ζήτηση για αέριο και LNG, με αποτέλεσμα οι τιμές να συγκρατηθούν δύσκολα, ειδικότερα από την στιγμή που προκειμένου να εκπληρώσουν έστω και στοιχειωδώς τη μείωση στις εκπομπές ρύπων χρειάζεται να διαφοροποιήσουν το ενεργειακό τους μείγμα υπέρ καθαρότερων μορφών ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο. Αν και σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις η Κίνα διαθέτει από τα μεγαλύτερα αποθέματα σχιστολιθικού παγκοσμίως, η δίψα των περισσοτέρων χωρών της Άπω Ανατολής, καθώς και οι υψηλές τιμές που πληρώνουν (κατά +30% από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές), τις καθιστούν ελκυστικό προορισμό, μεταξύ άλλων, και για τις ΗΠΑ.
Κατά πόσο, λοιπόν, προτίθενται οι Αμερικάνοι να διοχετεύσουν στην ευρωπαϊκή αγορά ποσότητες σχιστολιθικού αερίου σε υγροποιημένη μορφή (LNG); Ο πολλαπλασιασμός των εξαγωγών συνεπάγεται περιορισμό τού προοριζόμενου για εγχώρια χρήση αερίου, γεγονός που θα αυξήσει την τιμή στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Και αυτό σε μια χρονική στιγμή που η Ουάσιγκτον επιδιώκει την διατήρηση του κόστους ενέργειας σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα ώστε σε συνδυασμό με τον υψηλό κόστος εργασίας να μπορεί να διατηρεί το προβάδισμα στην ανταγωνιστικότητα της έναντι της Ευρώπης αλλά και της Κίνας, ενισχύοντας, παράλληλα, το στρατηγικό πλεονέκτημα και την πρωτοκαθεδρία σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και αιχμής. Επομένως, αναμένεται οι ΗΠΑ να αναπτύξουν μεν τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη (παρότι οι αντίστοιχες προς την Ασία είναι πιο προσοδοφόρες) προκειμένου να αποδυναμώσουν σχετικά την Ρωσία, εντούτοις, οι ποσότητές τους δεν αναμένεται να ανατρέψουν δραματικά τα δεδομένα στην ασφάλεια τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου. Οι διατιθέμενες ποσότητες θα προσεγγίζουν, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, τα 20 δισ. κ.μ. ετησίως, δηλαδή, περίπου 4% της συνολικής ευρωπαϊκής κατανάλωσης.
Ταυτόχρονα, ανακύπτουν και δύο ζητήματα σοβαρού προβληματισμού. Αφενός, η διαφαινόμενη χαμηλή ανταγωνιστικότητα στην τιμολόγηση του αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου λόγω έλλειψης υποδομών στην Ευρώπη και της ανάγκης ανάπτυξης νέων εξαγωγικών εγκαταστάσεων στις ΗΠΑ, καθώς και του υψηλού κόστους μεταφοράς (που σημαίνει ότι μάλλον θα αγοράζουμε ακριβότερα σε σχέση με τους υφιστάμενους προμηθευτές μας). Αφετέρου, οι εκτιμήσεις ότι περί το 2020 το εν λόγω αέριο θα βρεθεί στο peak της εξόρυξης του στην αμερικανική επικράτεια, ενώ κατόπιν θα απαιτηθεί να «χτυπηθούν» πιο δύσκολα σημεία και πετρώματα, με αποτέλεσμα να ανέβει η τιμή λόγω της σταδιακής μείωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων. Άρα, η συζήτηση γίνεται περισσότερο πάνω σε σπέκουλα, που απορρέει από μεροληπτική προσέγγιση, παρά τα πραγματικά δεδομένα.
ΙΡΑΝ Ή ΙΡΑΚ…
Ένα παλαιό ανέκδοτο περιέγραφε μια κοπέλα χαμηλής νοημοσύνης να μην μπορεί να διαχωρίσει το Ιράν από το Ιράκ, θεωρώντας ότι πρόκειται για την ίδια χώρα. Στην περίπτωση της τροφοδοσίας της Ευρώπης με αέριο, η ιδανική εξέλιξη θα συμπεριλάμβανε και τα δύο κράτη. Εντούτοις, οι τελευταίες εξελίξεις αφυδατώνουν την προοπτική ομαλής συνεργασίας με το Ιράκ, απομακρύνοντας για το προβλεπτό μέλλον έναν πολλά υποσχόμενο εταίρο. Αν επιβεβαιωθούν τα δυσμενέστερα σενάρια, η de facto τριχοτόμηση της χώρας θα παγιωθεί, με τους τζιχαντιστές να ελέγχουν ένα διόλου αμελητέο κομμάτι. Πέρα από τις εγχώριες και περιφερειακές ανακατατάξεις, το ρίσκο επένδυσης αυξάνεται κατακόρυφα. Μόνη ελπίδα σε αυτό το σενάριο, να διατηρηθούν υπό τον έλεγχο Κούρδων και σιιτών οι μεγάλες μονάδες παραγωγής αερίου στον Βορρά και πετρελαίου στον Νότο αντίστοιχα. Και πάλι, όμως, η επικρατούσα σύγχυση δεν θα επιτρέψει τις αναγκαίες επενδύσεις και τον συνακόλουθο εκσυγχρονισμό υποδομών και δικτύων για να καταστεί εφικτή η εξαγωγή υπολογίσιμων ποσοτήτων.
Ως προς το Ιράν, οι πρόσφατες διεργασίες τόσο σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα όσο και στις γειτονικές Συρία και Ιράκ, δημιουργούν προσδοκίες αποκατάστασης των σχέσεων με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Παραμένει ακόμη και σήμερα το ερώτημα γιατί οι Βρυξέλλες, που βλέπουν στο πρόσωπο της Τεχεράνης τον σοβαρότερο ανταγωνιστή τής Μόσχας, δεν ανέλαβαν πρωτοβουλίες πρωθύστερα, ακολουθώντας την σκληρή γραμμή τής Ουάσιγκτον. Η παραμονή Αχμαντινετζάντ και το γεγονός ότι οι κυρώσεις δεν είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές πιθανόν να αποτελούν σοβαρές δικαιολογίες, ενδεχομένως και προφάσεις εν αμαρτίαις, για μια Ευρώπη που απέχει συστηματικά των περισσότερων διεθνών εξελίξεων. Άλλωστε, εμείς ως Ευρωπαίοι είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε μεγαλύτερο συμφέρον από κάθε άλλον για να επανασυνδέσουμε το Ιράν με την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Μη λησμονούμε ότι ο πολυσυζητημένος Nabucco αποτέλεσε σχέδιο των Γάλλων ήδη από τα μέσα τού 1970 (πριν την πτώση τού Σάχη) για να μεταφέρεται αέριο στην Ευρώπη.
Πάντως, το κρίσιμο διάστημα που θα κρίνει εν πολλοίς την πορεία των σχέσεων Δύσης-Ιράν και θα επιδράσει επακόλουθα στο ενεργειακό γίγνεσθαι, είναι μέχρι το φθινόπωρο. Αν μέχρι τότε δεν έχει βρεθεί λύση γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα, η ηγεσία Ομπάμα θα βρεθεί υπό ασφυκτική πίεση από το εβραϊκό λόμπι και τους συντηρητικούς κύκλους και ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών τού Κογκρέσου θα δυσκολευτεί να πετύχει νέα παράταση διευθέτησης. Από την άλλη, παρά το ότι φαίνεται ότι ΗΠΑ και Ιράν ταυτίζονται ως προς την ανάγκη αναχαίτισης των τζιχαντιστών στο Ιράκ, προφανώς έχουν διαφορετικό σημείο αφετηρίας, μάλλον και κατάληξης. Υπογραμμίζεται ότι ο Ιρακινός πρωθυπουργός αλ Μαλίκι, που φέρει ακέραια ευθύνη για την περιθωριοποίηση Κούρδων και σουνιτών, με σημαντικό μέρος των τελευταίων να προσφέρει απλόχερα στήριξη στον ISIL, χωρίς την οποία αποκλείεται να είχε καταγάγει τόσες νίκες σε μια μεγάλη γεωγραφική ακτίνα, υποστηρίχθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα σθεναρά από την Τεχεράνη. Τα προαναφερθέντα καταδεικνύουν την συνθετότητα της όποιας λύσης και κατ’ επέκταση την πολυπλοκότητα στη συμπερίληψη ιρανικού αερίου στους άμεσους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς.
SOUTH STREAM: ΑΝΑΓΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΙ ΠΕΙΘΟΝΤΑΙ
Την ίδια στιγμή που στην Μέση Ανατολή επικρατεί αναβρασμός, με προαιώνιες θρησκευτικές και εθνοτικές αντιπαλότητες να αναβιώνουν και με νέες συμμαχίες να έρχονται στο προσκήνιο, σε μια όχι και τόσο μακρινή επικράτεια, αυτή της Μαύρης Θάλασσας, επιχειρείται να επιταχυνθούν οι διεργασίες κατασκευής τού South Stream. Κύριος λόγος ο επιπλέον περιορισμός τής εξάρτησης από την Ουκρανία ως διαμετακομιστικού κόμβου. Ήδη με την λειτουργία τού Nord Stream, αναπτύχθηκε βόρεια όδευση που την παρακάμπτει. Όμως, το Κίεβο παραμένει ισχυρός τροφοδότης περίπου για το 55% του ρωσικού αερίου που προορίζεται για την ευρωπαϊκή αγορά, κάτι που προβληματίζει το Κρεμλίνο, ειδικά κατόπιν της απομάκρυνσης της ουκρανικής κεντρικής κυβέρνησης από τον στενό «εναγκαλισμό» της με αυτό.
Επακόλουθα, παρότι ο South Stream (με τις δύο διακλαδώσεις) είχε «παγώσει» το προηγούμενο διάστημα λόγω της αποτυχίας υλοποίησης του ανταγωνιστικού Nabucco, πλέον αποκτά εκ νέου δυναμική υλοποίησης. Η βόρεια διακλάδωση κατευθύνεται στην Κεντρική Ευρώπη και η νότια στην Ιταλία. Όμως, εσχάτως, οι Ρώσοι επιδεικνύουν ενδιαφέρον μόνο για την βόρεια όδευση. Δεδομένου ότι η ιταλική αγορά αρχίζει να εμφανίζει σημάδια κορεσμού (λόγω μεγάλης προσφοράς και μειωμένης ζήτησης), εύλογα περιορίζεται, χωρίς, πάντως, να εξανεμίζεται το ενδιαφέρον τους για την νότια διαδρομή.
Τις τελευταίες εβδομάδες εξελίσσεται ένα μπρά ντε φερ μεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κρατών-μελών και Κρεμλίνου για τον αγωγό Νοτίου Ρεύματος (South Stream). Η επίσημη και καθ’ όλα πρωτότυπη θέση τής Commission, όπως εκφράζεται από τον αρμόδιο επίτροπο Ενέργειας, Έτινγκερ, είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, και εξαιτίας τής καταπάτησης του διεθνούς δικαίου στην περίπτωση της Κριμαίας, προκύπτουν δυσχέρειες στην συνεννόηση με την Μόσχα σε σειρά ενεργειακών ζητημάτων. Δηλαδή, ενώ ως Ευρώπη επιδιώκουμε την αποσύνδεση της πολιτικής από τους υδρογονάνθρακες ώστε αυτοί να μην χρησιμοποιούνται ως μέσο πίεσης, εν τέλει καθυποτάσσουμε την αγορά σε γεωπολιτικά παίγνια.
Ο έτερος λόγος, καθότι η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την τήρηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, προσδιορίζεται στην ανάγκη συμμόρφωσης όλων των ενεργειακών διακρατικών συμφωνιών με το τρίτο ενεργειακό πακέτο και ενόσω δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα για αθέμιτες πρακτικές και χειραγώγηση της Gazprom στην τιμολόγηση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει έντονη διχογνωμία μεταξύ Σόφιας και Βρυξελλών για το κατά πόσο με τον υποθαλάσσιο αγωγό που θα συνδέει τις ρωσικές με τις βουλγαρικές ακτές τής Μαύρης Θάλασσας παραβιάζεται το κανονιστικό πλαίσιο.
Η πραγματική αιτία, εντούτοις, συνίσταται στην εντυπωσιακή επιτάχυνση των διαδικασιών κατασκευής τού South Stream, γεγονός που επιτείνει τα αδιέξοδα της Ε.Ε. έναντι της περιώνυμης διαφοροποίησης από την Ρωσία. Αν η Μόσχα προχωρήσει ανεμπόδιστα με την υλοποίηση του Νοτίου Ρεύματος, η πρώτη φάση θα έχει ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι τις αρχές τού 2016, τροφοδοτώντας την αγορά τής Κεντρικής και ΝΑ Ευρώπης με επιπλέον ποσότητες 16 δισ. κ.μ. Με τον Nabucco να έχει παγώσει για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η θέση τής Gazprom ισχυροποιείται αισθητά, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τον διαμετακομιστικό ρόλο τής Ουκρανίας, στην οποία, μάλιστα, η Ευρώπη επενδύει πολιτικά. Αν στο μέλλον ο South Stream λειτουργήσει σε πλήρη χωρητικότητα (63 δισ. κ.μ.) τότε είτε θα υποκατασταθεί περαιτέρω το Κίεβο, αφαιρώντας ένα σοβαρό αγκάθι από τα πλευρά τού Κρεμλίνου και μετατρέποντας το σε θηλιά στον λαιμό τής Ευρώπης, είτε θα εκμηδενιστεί ο ρόλος του, καθόσον αυτές οι ποσότητες αντιστοιχούν στις διερχόμενες από την ουκρανική επικράτεια.
Ακόμα και στην περίπτωση που περατωθούν στο μίνιμουμ του απαιτούμενου χρόνου οι κυριότερες εναλλακτικές λύσεις τις οποίες προωθεί η Επιτροπή, δηλαδή ο ΤΑΡ, οι τερματικοί σταθμοί LNG σε Ελλάδα, Κροατία, και Πολωνία, ο αγωγός Ιονίου-Αδριατικής (IAP), καθώς και ένα πλέγμα διασυνδετήριων αγωγών αντίστροφης ροής, αυτές θα υλοποιηθούν σε διάστημα μεταγενέστερο από τα μάξιμουμ χρονοδιαγράμματα των δύο αγωγών τού South Stream. Συνεπώς, το διακύβευμα για την μεν Commission είναι η καθυστέρηση της έναρξης λειτουργίας τού αγωγού Νοτίου Ρεύματος, επικαλούμενη διάφορα τεχνικά και νομικά κωλύματα, ενώ για την Μόσχα κύρια επιδίωξη αποτελεί η δημιουργία τετελεσμένων ώστε να μην μπορεί να ανατραπεί η πραγματοποίησή του κατά τα επόμενα στάδια. Δεν αποκλείεται όλα αυτά να κριθούν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο σε μια ακραία έκφανση της υποβόσκουσας κρίσης, ίσως κληθεί να αποφανθεί ακόμη και για την διακοπή εργασιών στην φάση τής κατασκευής.
Πρόσφατα, κατόπιν έντονων πιέσεων, κυρίως του αμερικανικού παράγοντα, αλλά και της Commission, η βουλγαρική κυβέρνηση, βρισκόμενη αντιμέτωπη με σοβαρή εσωτερική κρίση, υποχρεώθηκε να αναστείλει προσωρινά τις εργασίες κατασκευής τού δικού της τμήματος. Το «ξέσπασμα» της αμφισβήτησης που προήλθε από το κόμμα τής τουρκικής μειονότητας, βασικό εταίρο και ρυθμιστικό παράγοντα των εξελίξεων στην γειτονική χώρα, ασφαλώς και συνδέεται με τις ενεργειακές διεργασίες και την επιμονή τής Σόφιας να προχωρήσει με την κατασκευή τού αγωγού Νοτίου Ρεύματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σε δηλώσεις του ο εκ των βασικών υποψηφίων στις εκλογές στις αρχές τού φθινοπώρου, Μπορίσοφ, δεσμεύτηκε πως σε περίπτωση που επανέλθει στην εξουσία θα εφαρμόσει τις ευρωπαϊκές κυρώσεις απέναντι στην Ρωσία. Εν ολίγοις, με άλλοθι την συμπερίληψη του ιδιοκτήτη τής ρωσικής κατασκευαστικής Stroytransgaz στο ευρωπαϊκό εμπάργκο, ο πρώην πρωθυπουργός προτίθεται να μην επιτρέψει την κατασκευή τού αγωγού Νοτίου Ρεύματος.
Εσχάτως, όμως, Αυστρία και Σλοβενία, δύο κράτη με αδιαμφισβήτητο ευρωπαϊκό/ευρατλαντικό προσανατολισμό, επανέλαβαν την υποστήριξή τους στο σχέδιο. Σύμφωνα με τον αυστριακό καγκελάριο, ο South Stream «είναι ο καλύτερος δυνατός δρόμος για έναν βιώσιμο, μεσοπρόθεσμο ενεργειακό εφοδιασμό» [1], ενώ η πρωθυπουργός τής Σλοβενίας, Μπρατούσεκ, κινούμενη στο ίδιο μήκος κύματος χαρακτήρισε την κατασκευή του «ένα ζωτικής σημασίας έργο υποδομής» [2], ακυρώνοντας εν τοις πράγμασι τις προσπάθειες της Commission για ενιαία στάση απέναντι στην Ρωσία στα ζητήματα διαφοροποίησης (diversification). Υποδηλώνοντας την πρόθεσή της για εξασφάλιση επιπλέον ποσοτήτων και την εμπιστοσύνη της στον ρωσικό παράγοντα, το ίδιο διάστημα και η Σερβία επιβεβαίωσε ότι επιθυμεί την υλοποίηση του εν λόγω project. Εδώ οφείλουμε να εντοπίσουμε τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που έχει η κάθε γεωγραφική περιφέρεια της Ευρώπης, καθότι τα Βαλκάνια (ειδικότερα τα Δυτικά) έχουν πολύ μεγαλύτερες ανάγκες για φυσικό αέριο και λιγότερες εναλλακτικές, στοιχείο που καθορίζει ανάλογα και τη στάση τους έναντι της Μόσχας και άλλων προμηθευτών.
Διαφεύγει, πάντως, της προσοχής αρκετών ότι η υλοποίηση του South Stream πιθανότατα δεν θα κατακλύσει την ευρωπαϊκή αγορά με νέες ποσότητες από την Ρωσία, εφόσον η τελευταία, εξαιτίας της έλλειψης επενδύσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν είναι σε θέση να διαθέσει επιπλέον φυσικό αέριο. Άρα, αυτό που θα επιχειρήσει, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, είναι να αποσυνδέεται σταδιακά από την Ουκρανία, τροφοδοτώντας την ευρωπαϊκή αγορά μέσω του αγωγού Νοτίου Ρεύματος. Δηλαδή ό,τι αφαιρεί από το σύστημα αγωγών μέσω Κιέβου θα το αθροίζει στον αντίστοιχο του South Stream, όπως, άλλωστε, έκανε και με τον Nord Stream. Χαρακτηριστικά, από τα 89 δισ. κ.μ που διοχέτευσε στην Ευρώπη μέσω Ουκρανίας το 2013, το 1/3 μπορεί να υποκατασταθεί άμεσα από την αποστολή επιπλέον ποσοτήτων μέσω Nord Stream και Yamal (έτσι και αλλιώς δεν λειτουργούν σε πλήρη χωρητικότητα) και τα υπόλοιπα 59 δισ. κ.μ. να αναπληρωθούν από τον South Stream σε βάθος χρόνου. Απλά, αν στο μακρινό μέλλον επιδιώξει να αυξήσει τις εξαγωγές προς την ΕΕ θα το κάνει μέσω πολλαπλών εναλλακτικών οδεύσεων, χωρίς να εξαρτάται από την Ουκρανία.
EΕ: ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ
Η πρόκληση για την Ευρώπη ως προς την προμήθεια φυσικού αερίου συμπυκνώνεται στα εξής: α) η μεν παροχή από την Ρωσία μπορεί να είναι σχετικά άμεση, ενώ οι περισσότερες εναλλακτικές έχουν χρονικό ορίζοντα έως και δεκαετίας, β) οι αναμενόμενες ποσότητες από πολλά εν εξελίξει σχέδια δεν μπορούν από κοινού να υποκαταστήσουν τις αντίστοιχες τού μεγάλου ανατολικού γείτονα και γ) είναι αντικειμενικά αδύνατο, εξαιτίας τής σημασίας τής ενέργειας για τις εθνικές οικονομίες, να συμπτυχθεί κοινό μέτωπο απέναντι στην Μόσχα, γεγονός που της δίνει την δυνατότητα να χρησιμοποιεί ενίοτε το φυσικό αέριο ως εργαλείο επιρροής. Το κατά πόσο είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και με ταχύτητα το δυσμενές καθεστώς που εύλογα συρρικνώνει τα περιθώρια διαπραγματευτικών ελιγμών της ΕΕ, είναι δυσδιάκριτο. Οι μέχρι τώρα, πάντως, προσπάθειες δεν έχουν στεφθεί με επιτυχία - ορισμένες δε έχουν πέσει στο κενό. Η πανευρωπαϊκή μείωση χρήσης φυσικού αερίου και η αντικατάσταση με φθηνότερες μορφές ενέργειας ως απότοκο της οικονομικής κρίσης, ο πολλαπλασιασμός των ενεργειών για εξοικονόμηση ενέργειας, η διασυνδεσιμότητα των ευρωπαϊκών δικτύων και η ενιαιοποίηση της αγοράς είναι κινήσεις προς την σωστή κατεύθυνση, χωρίς να επιλύουν το μακροπρόθεσμο ζητούμενο για την Γηραιά Ήπειρο.
Και αυτό διότι οι τάσεις είναι καταλυτικά σε βάρος της Ευρώπης και αν δεν παρέμβει γρήγορα, είναι πιθανό να χάσει –για μια ακόμη φορά- το τρένο. Επί παραδείγματι, εκτιμάται μεν ότι έως το 2035 οι εισαγωγές σε πετρέλαιο και σε άνθρακα θα σημειώσουν μείωση κατά 23% και 49% αντιστοίχως, γεγονός που θα επιτρέψει την συνολική εξάρτηση της ΕΕ να παραμείνει σχετικά σταθερή αντιπροσωπεύοντας το 55% των ενεργειακών αναγκών της, ωστόσο η αντίστοιχη σε φυσικό αέριο θα αυξηθεί από 66% σε 84%. Έως το 2035 η παραγωγή υδρογονανθράκων στην ΕΕ θα μειωθεί κατά 57% σε πετρέλαιο, κατά 49% σε άνθρακα και κατά 46% σε φυσικό αέριο [3].
Και εδώ, υπό προϋποθέσεις, Ελλάδα και Κύπρος ως δυνάμει παραγωγοί έχουν ρόλο και λόγο επί των διεργασιών, αρκεί να αποδειχθεί ότι μπορούν να συμβάλλουν –πιθανότατα συμπληρωματικά- στην ευρωπαϊκή ασφάλεια τροφοδοσίας. Επιπρόσθετα, ως προς την χώρα μας, η έμφαση στην δημιουργία υποδομών (αποθηκευτικοί χώροι), όπως και ο εκσυγχρονισμός τής μονάδας LNG στην Ρεβυθούσα, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη νέου πλωτού τερματικού σταθμού, αν αξιοποιηθούν ορθολογικά, μπορούν να καταστήσουν την Ελλάδα περιφερειακό κόμβο ενέργειας, στοιχείο που υπερβαίνει κατά πολύ τα περιορισμένα οφέλη ενός διαμετακομιστή. Μάλιστα, με αυτόν τον τρόπο, εκτός από την μετεξέλιξη της χώρας σε άξονα διάθεσης, διασφαλίζεται και η επάρκεια της εγχώριας αγοράς σε περιόδους κρίσης.
Στο σκέλος των ευρωπαϊκών εγχώριων πηγών, με εξαίρεση κάποια δειλά βήματα σε Μαύρη Θάλασσα (ιδίως Ρουμανία) και Αδριατική, η Βόρεια Θάλασσα παρουσιάζει σταθεροποίηση προς τα κάτω, ενώ όπως προαναφέρθηκε, η αξιοποίηση ορυκτού πλούτου από μη συμβατικές πηγές (π.χ. σχιστολιθικό αέριο) αποδυναμώνεται από τις εύλογες περιβαλλοντικές ανησυχίες και τους συνεπαγόμενους κινδύνους μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα, ακόμη και πρόκλησης σεισμικών δονήσεων.
Παράλληλα, η μετατόπιση του κέντρου βάρους τής παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας προς τις αναδυόμενες οικονομίες τής Άπω Ανατολής, αλλάζει δραματικά τους συσχετισμούς. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έως το 2035 η ζήτηση σχεδόν θα διπλασιαστεί στην Ινδία και η αντίστοιχη της Κίνας θα είναι μεγαλύτερη από της ΕΕ. Επίσης, στο ίδιο χρονικό διάστημα, υψηλοί ρυθμοί αύξησης είναι πιθανόν να σημειωθούν στην Μέση Ανατολή και την περιοχή της Κασπίας, όπου η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί κατά 70% και 50% αντίστοιχα [4]. Με την πάροδο του χρόνου, όλο και περισσότερο γίνεται αντιληπτό πως η Ευρώπη αντιμετωπίζει εντεινόμενο ανταγωνισμό και αυξημένες τιμές ορυκτών πόρων, από τις αναδυόμενες χώρες αλλά και τις χώρες παραγωγής ενέργειας. Έτσι, δεδομένης της υπερβολικής της εξάρτησης, η ΕΕ είναι πιθανόν να γίνει πιο ευάλωτη σε κινδύνους που αφορούν στην τροφοδοσία.
Συνεπώς, πέρα από τις εν θερμώ κορώνες, η πρόσφατη στροφή τής Μόσχας προς τις αγορές τής Ασίας (συνδυαστικά με την γεωγραφική μετατόπιση των ρωσικών κοιτασμάτων προς την Ανατολή) είναι μια ανησυχητική εξέλιξη, που αν αποκτήσει στρατηγικά χαρακτηριστικά, και δεν είναι απλά και μόνο μέρος τακτικιστικών ελιγμών, θα συρρικνώσει έτι περαιτέρω τις ποσότητες προς διάθεση στην ευρωπαϊκή αγορά. Συνυπολογίζοντας την υψηλή τιμή εξαγοράς, τις αυξανόμενες ανάγκες τεράστιων πληθυσμιακά και βιομηχανικά περιοχών και τα μακροχρόνια συμβόλαια, η Άπω Ανατολή φαντάζει ως ιδανικός προορισμός σε σχέση με την υφεσιακή Ευρώπη. Το γεγονός ότι μεγάλοι προμηθευτές- συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ- θα προσανατολιστούν προς την Ασία σηματοδοτεί την σταδιακή αποδυνάμωση της ΕΕ ως πελάτη, ενώ διασφαλίζει στους πρώτους την διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα, και πάντως υψηλότερα σε σχέση με αυτά που επιθυμεί η ΕΕ.
Και εδώ βρίσκεται ένα επιπρόσθετο συγκριτικό πλεονέκτημα που απολαμβάνει η Ρωσία. Το ότι η τιμή που προσφέρει, χωρίς να νοείται χαμηλή, είναι ανταγωνιστικότερη σε σχέση με άλλες. Μάλιστα, το γεγονός ότι λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης περιορίστηκε η ζήτηση, έδωσε την δυνατότητα σε πολλά κράτη-μέλη τής ΕΕ να καταφέρουν βελτίωση των όρων των μακροχρόνιων συμβολαίων τους με την Gazprom (μεταξύ άλλων και η χώρα μας, όπου μείωσε τόσο την τιμή αγοράς από τα πάνω από 460 δολάρια ανά 1000 κ.μ. σε 390 δολάρια, όσο και περιόρισε τις πλεονάζουσες ποσότητες στο take or pay), ενώ ο εν μέρει (50%) καθορισμός τής τιμής σε market index μέσω της σχέσης προσφοράς-ζήτησης των hubs, αντί αυτή να υπολογίζεται με βάση τις τιμές κάποιων πετρελαϊκών προϊόντων, την καθιστά αρκετά ελκυστική. Δυστυχώς, η χώρα μας ανήκει στην δεύτερη κατηγορία χωρών, πληρώνοντας ακριβότερα το ρωσικό φυσικό αέριο. Αλλά, εφόσον η ζήτηση, ειδικότερα στην ηλεκτροπαραγωγή, εξακολουθήσει την πτωτική πορεία τού τελευταίου διαστήματος, ενδέχεται οι τιμές να συμπιεστούν περαιτέρω.
Το παράδοξο υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων είναι πως η Commission, θέλοντας –ορθά- να περιορίσει την εξάρτηση από την Μόσχα, επιχειρεί να μειώσει περισσότερο το μερίδιο της τελευταίας, Εν τη απουσία, όμως, εναλλακτικών ποσοτήτων, θα αναγκαστεί να αναζητήσει φυσικό αέριο υπό λιγότερο ευμενείς όρους, πιθανόν αγοράζοντας και ακριβότερα. Προκειμένου, δηλαδή, να πλήξουν την ρωσική αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία, κάποιοι κύκλοι θέλουν να υποχρεώσουν την ΕΕ να φαλκιδεύσει το οικονομικό παρόν και μέλλον, αλλά και τις σχέσεις της με έναν σημαντικό εταίρο. Η προφανής επιλογή σε αυτή την περίπτωση είναι η ομαλή μετάβαση σε μια νεά κατάσταση μικρότερων εξαρτήσεων, ως αποτέλεσμα, εντούτοις, ευρύτερων συνεννοήσεων που θα διασφαλίζουν κοινές λύσεις και όχι μονομερείς ενέργειες, που πιθανόν να τορπιλίσουν τον αναγκαίο διάλογο.
Διόλου συμβιβαστική κρίνεται, πάντως η στάση τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπου οι μέχρι πρότινος αποφάσεις στην βάση κανόνων και οδηγιών ολοένα και συχνότερα ενσωματώνουν πολιτικά κριτήρια, στον απόηχο της κρίσης στην Ουκρανία. Ωστόσο, μια μακροπρόθεσμη και συνεκτική ενεργειακή στρατηγική για να φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, πολύ περισσότερο όταν η Ευρώπη δεν εκκινεί από θέση ισχύος, δεν μπορεί να καθίσταται όμηρος συναισθηματισμών και τιμωρητικών αντιλήψεων.
Πέραν του South Stream, η Commission επιχειρεί να επέμβει και στους διασυνδετήριους αγωγούς τού Nord Stream. Απαιτεί να δοθεί 50% της χωρητικότητας των Opal και Nel, που επεκτείνουν τον Nord Stream πέραν της γερμανικής επικράτειας στην Ανατολική και Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη αντίστοιχα, σε πρόσβαση τρίτων μερών (δηλαδή πλην Gazprom), ειδάλλως θα παγώσουν τα projects. Αν και είναι πάντα χρήσιμο να αντιστρέφουμε διλήμματα και να ανατρέπουμε εξελίξεις πριν γίνουν τετελεσμένα, που εν προκειμένω ο ρωσικός παράγοντας επιχειρεί να επιβάλλει με την ανοχή/στήριξη κρατών-μελών (π.χ. Γερμανία), από την άλλη η άτεγκτη και εμμονική στάση και η προσπάθεια ανταπάντησης μέσω της ευρωπαϊκής νομοθεσίας –κάποιες φορές κόντρα στους νόμους τής ελεύθερης αγοράς- δείχνει, αν μη τι άλλο, έλλειψη ψυχραιμίας. Αν υποθέσουμε ότι οι δύο αγωγοί θα υποδέχονται το ήμισυ της χωρητικότητάς τους (29 δισ. κ.μ. ετησίως) από τρίτες πηγές, αναρωτιόμαστε από που θα προέλθουν αυτές οι ποσότητες και ποια διαδρομή θα ακολουθήσουν, με μόνη εξαίρεση την Νορβηγία. Όταν επί παραδείγματι η χωρητικότητα του βασικού σχεδίου που ανοίγει τον νότιο διάδρομο και παρακάμπτει την Ρωσία, ο TAP (Trans Adriatic Pipeline), δεν θα υπερβαίνει τα 10-12 δισ. κ.μ. σε πρώτη φάση και τα 20 δισ. κ.μ. μεταγενέστερα, είναι αντιληπτό ότι η Ευρώπη εκφράζει περισσότερο ευχολόγια παρά συζητά σε μια ρεαλιστική βάση, κάτι που γνωρίζουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές.
Η ΚΥΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Οι τελευταίες εξελίξεις σε Ουκρανία και Ιράκ, δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την αγορά, εντούτοις, η τελευταία έχει να αντιμετωπίσει σοβαρότερες προκλήσεις, όπως είναι η Λιβύη και η Νιγηρία, όπου ειδικά στην πρώτη, η χαοτική κατάσταση σχεδόν εκμηδενίζει τις δυνατότητες εκμετάλλευσης των φυσικών της πόρων, απομακρύνοντας και δυνητικούς επενδυτές, οι οποίοι εν τη απουσία έστω και στοιχειώδους κεντρικής εξουσίας αδυνατούν να βρουν αξιόπιστους συνομιλητές. Δεδομένων των αβεβαιοτήτων, οι κοινοβουλευτικές εκλογές τής 25ης Ιουνίου στην Λιβύη δύσκολα θα καταφέρουν να συνθέσουν τα διιστάμενα συμφέροντα, ακόμη και να νομιμοποιήσουν την νέα πολιτική και νομοθετική Αρχή, ανατρέποντας, έστω και εν μέρει, το εκρηκτικό κλίμα στο εσωτερικό τής χώρας.
Ακριβώς αυτή η αφερεγγυότητα και η συνθετότητα ορισμένων δυνάμει επικουρικών προς την Ρωσία επιλογών, δημιουργούν τις συνθήκες για εξεύρεση κοινού τόπου με την Μόσχα, ενώ, ταυτόχρονα, θα αναπτύσσονται οι ενεργειακοί δεσμοί τής ΕΕ με κράτη που, εν τοις πράγμασι, μπορούν να συμβάλλουν στην ασφάλεια τροφοδοσίας. Το μέχρι πρόσφατα ευρωπαϊκό πλεονέκτημα της οικοδόμησης εμπιστοσύνης μέσα από επενδύσεις και εμπορικές συναλλαγές ίσως να αποδυναμώνεται ελέω της οικονομικής κρίσης, όμως, δεν εκμηδενίζεται, και πρέπει να τύχει ορθολογικής χρήσης. Η αξιοπιστία και η προβλεψιμότητα αποτελούν προαπαιτούμενα για την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη διασφάλιση της αδιάλειπτης και συνεχούς ροής, ενώ η επιλογή των όποιων εταίρων πρέπει να γίνει στην βάση τής εμπιστοσύνης και της μακροημέρευσης των σχέσεων. Οι πειραματισμοί τού παρελθόντος και οι άγονες αντιπαραθέσεις, λόγω εμμονικών αντιλήψεων, δεν χωρούν σε μια αποτελεσματική ενεργειακή στρατηγική, που ακόμη και αν δεν είναι ομόφωνη, τουλάχιστον προϋποθέτει την στήριξη των περισσοτέρων κρατών-μελών τής ΕΕ. Άλλωστε, αν κάτι διδάσκει η λειτουργία τής ανοιχτής αγοράς που η Ευρώπη ευαγγελίζεται, είναι η κυνική αντίληψη των πραγματικοτήτων και ο ανάλογος καθορισμός τής ατζέντας και των συμφερόντων. Έχουμε μια ακόμη (ίσως τελευταία) ευκαιρία να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση…
ΠΗΓΗ: http://foreignaffairs.gr/articles/69943/konstantinos-filis/i-energeia-se-rolo%E2%80%A6-mpoynker?page=show
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[*] Το δοκίμιο αυτή δημοσιεύθηκε στο Foreign Affairs, The Hellenic Edition, τον Ιούλιο, στο τεύχος αρ. 27. Απηχεί, δε, τις προσωπικές απόψεις τού συγγραφέως.
[1] ΑΠΕ (Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων), 20/06/2014.
[2] Ibid.
[3] BP Energy Outlook 2035, Regional Insights, EU.
[4] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έγγραφο εργασίας SEC(2011) 1022 τελικό “Key facts and figures on the external dimension of the EU energy policy Accompanying document to the Communication On security of energy supply and international cooperation ‘The EU Energy Policy: Engaging with Partners beyond Our Borders’ Brussels, 7.9.2011 COM(2011) 539 final.
[1] ΑΠΕ (Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων), 20/06/2014.
[2] Ibid.
[3] BP Energy Outlook 2035, Regional Insights, EU.
[4] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έγγραφο εργασίας SEC(2011) 1022 τελικό “Key facts and figures on the external dimension of the EU energy policy Accompanying document to the Communication On security of energy supply and international cooperation ‘The EU Energy Policy: Engaging with Partners beyond Our Borders’ Brussels, 7.9.2011 COM(2011) 539 final.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου