Με τις κυρώσεις να αρχίζουν να δαγκώνουν, η Ρωσία έχει ξεκινήσει να παίζει ένα νέο οικονομικό παιχνίδι. Για να ανακουφίσει τον πόνο των Δυτικών περιορισμών στον χρηματοοικονομικό και τον ενεργειακό της τομέα, η Ρωσία στρέφεται για βοήθεια σε μη-δυτικούς εταίρους. Μόνο την περασμένη εβδομάδα, η Ρωσία και η Κίνα υπέγραψαν πάνω από 40 συμφωνίες που παρέχουν στις ρωσικές επιχειρήσεις πιστωτικές γραμμές αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων και καθιερώνουν στρατηγικές συνεργασίες στον τομέα τής ενέργειας.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν παρακολουθεί στρατιωτική παρέλαση στο Βελιγράδι, στις 16 Οκτωβρίου 2014. (Marko Djurica / Courtesy Reuters)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την σειρά τους, ψάχνουν τρόπο να ενισχύσουν το δικό τους παιχνίδι. Οι Αμερικανοί πολιτικοί σκέπτονται να δώσουν στις παγκόσμιες εταιρείες μια επιλογή: Να σταματήσουν την παροχή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης και ενεργειακής βοήθειας σε μεγάλες ρωσικές εταιρείες ή να αποκλειστούν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Αυτά τα μέτρα μοιάζουν με τις κυρώσεις που επέβαλλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράν μερικά χρόνια πριν. Αλλά το Ιράν ήταν ένα διαφορετικό πρόβλημα. Και ο χειρισμός τής Ρωσίας με τον ίδιο τρόπο θα ήταν λάθος.
Οι κυρώσεις μπορεί να είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την αναγκαστική προσέγγιση και την διαπραγμάτευση. Όμως, ο ρυθμός και η εφαρμογή τους θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στον εκάστοτε στόχο. Στην περίπτωση του Ιράν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να σφίξουν τα λουριά πιέζοντας τις ξένες εταιρείες να σταματήσουν να κάνουν δουλειές με την χώρα. Η κίνηση αυτή δημιούργησε κάποιες θυμωμένες αντιδράσεις, αλλά σε γενικές γραμμές λειτούργησε. Και εν μέρει ως αποτέλεσμα αυτού, η Τεχεράνη βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όταν πρόκειται για την Ρωσία, όμως, η πολιτική αντίδραση που θα προκύψει από την υπαγωγή στην «μαύρη λίστα» των συναλλαγών με τους στρατηγικούς για την Ρωσία τομείς τής ενέργειας και των τραπεζών, θα ήταν πολύ πιο σοβαρή, διότι η Ρωσία είναι μια πιο σημαντική αγορά. Επιπλέον, περισσότερες επιχειρήσεις θα ήταν πιθανόν να είναι πρόθυμες να παραιτηθούν από την πρόσβαση στις αγορές των ΗΠΑ, προκειμένου να συνεχίσουν να εργάζονται με τους Ρώσους. Και αυτό θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων.
Γενικότερα, οι πολιτικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί στο να βασίζονται συνεχώς σε κυρώσεις που πλήττουν τις ξένες επιχειρήσεις με το να εμποδίζουν την πρόσβασή τους στις αγορές των ΗΠΑ. Τελικά, μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να αποτύχει. Σε κάποιο σημείο, οι ξένες εταιρείες μπορεί να αποφασίσουν ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα στις αγορές των ΗΠΑ - και το να υπόκεινται στις αμερικανικές πολιτικές των κυρώσεων - απλά δεν αξίζει τον κόπο. Αυτό θα πλήξει την οικονομία των ΗΠΑ και θα μειώσει την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα για την προώθηση της εξωτερικής τους πολιτικής.
ΧΑΟΣ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
Από τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν χρησιμοποιήσει τις κυρώσεις για να πιέσουν την Ρωσία να σταματήσει να υποστηρίζει τους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία και να παραιτηθεί από τον έλεγχο της Κριμαίας. Μια σειρά από προσεκτικά προσαρμοσμένες οικονομικές κυρώσεις σχεδιασμένες να υποβαθμίσουν τις ρωσικές τράπεζες, την ενέργεια και τομείς τής άμυνας έχουν σιγά-σιγά κόψει τον δρόμο προς τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές και τις κρίσιμες τεχνολογίες. Ωστόσο, καθώς οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν αποκλιμακώσει πολλές από τις σχέσεις τους με τις ρωσικές εταιρείες, οι ρωσικές εταιρείες έχουν στραφεί στο Κρεμλίνο για την οικονομική επιβίωσή τους ή σε εναλλακτικούς εταίρους στην Ασία. Για παράδειγμα, ρωσικές εταιρείες, όπως η Rosneft συγκεντρώνουν κινεζική χρηματοδότηση για μεγάλα έργα ενεργειακής ανάπτυξης και συνεργάζονται με κρατικές κινεζικές εταιρείες πετρελαίου για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη ορισμένων ρωσικών φυσικών πόρων.
Αξιωματούχοι τής κυβέρνησης Ομπάμα προέτρεψαν χώρες τής Ασίας να μην γεμίσουν το οικονομικό κενό που άφησε η έξοδος των αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών από την Ρωσία. Ωστόσο, οι πολιτικοί εξετάζουν να σφυρηλατήσουν το μήνυμα σε κάθε χώρα απειλώντας με τιμωρίες αν το μήνυμά τους περάσει απαρατήρητο. Για παράδειγμα, προτεινόμενη νομοθεσία στην Γερουσία των ΗΠΑ θα παράσχει στον πρόεδρο την εξουσία να εμποδίσει αλλοδαπές επιχειρήσεις που επενδύουν σημαντικά σε ορισμένες περιοχές τού ρωσικού τομέα ενέργειας από το να έχουν πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Ομοίως, οι νομοθέτες στην Γερουσία εξετάζουν την χορήγηση της εξουσίας στον πρόεδρο να στοχεύει ξένες επιχειρήσεις που διεξάγουν ορισμένες οικονομικές συναλλαγές με μια σειρά από ρωσικές εταιρίες και ουσιαστικά να θέσει τις επιχειρήσεις αυτές έξω από το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Αυτές οι ισχυρές απαγορεύσεις θα ισχύουν για ένα τεράστιο σύνολο παγκόσμιων εταιρειών και θα τις κάνει να επιλέξουν μεταξύ της διατήρησης της πρόσβασης στις αγορές των ΗΠΑ και του να επιχειρούν με Ρώσους εταίρους. Δεν θα είναι σε θέση να κάνουν και τα δύο.
Αυτή η επιλογή είναι εντυπωσιακά παρόμοια με εκείνη που οι Ηνωμένες Πολιτείες έθεσαν σε ξένες εταιρείες καθώς αύξαναν την πίεση των κυρώσεων κατά του Ιράν. Αρχίζοντας το 2010 με την ψήφιση του CISADA (Comprehensive Iran Sanctions, Accountability, and Divestment Act) - που έδωσε την εξουσία στον πρόεδρο να αποκόβει ξένες τράπεζες από τις αγορές των ΗΠΑ αν έκαναν δουλειές με ιρανικούς οργανισμούς που βρίσκονταν στον κατάλογο των κυρώσεων των ΗΠΑ – το Κογκρέσο και ο πρόεδρος εργάστηκαν για να αποτρέψουν το Ιράν από το να παρακάμψει τις κυρώσεις των ΗΠΑ αναζητώντας εναλλακτικούς επιχειρηματικούς εταίρους. Παρά το γεγονός ότι μόνο λίγες ξένες εταιρείες υπέστησαν κυρώσεις δυνάμει του νόμου CISADA, από την ψήφισή του και την θέσπιση πρόσθετων σκληρών κυρώσεων, οι ξένες εταιρείες πρακτικά τερμάτισαν τις επιχειρηματικές σχέσεις τους με ιρανικούς οργανισμούς, επιλέγοντας αντ’ αυτού να μείνουν στην καλή πλευρά των αμερικανικών ρυθμιστικών Αρχών. Αυτό ζημίωσε σημαντικά την ιρανική οικονομία και βοήθησε να έρθει η Τεχεράνη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αν και οι πολιτικοί μπορεί να είναι πρόθυμοι να μιμηθούν την επιτυχία τού καθεστώτος κυρώσεων στο Ιράν και με την Ρωσία, η ιρανικού τύπου προσέγγιση δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική εκεί. Επιπλέον, μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά - και μάλλον υποτιμημένα - προβλήματα στους Αμερικανούς πολιτικούς, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Για παράδειγμα, η στόχευση ξένων εταιρειών για τις δουλειές τους με ρωσικές εταιρείες μπορούν να δημιουργήσουν μείζονα διπλωματική ένταση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταίρων και των συμμάχους τους στο εξωτερικό. Κατά την εφαρμογή τού CISADA, αξιωματούχοι στο Υπουργείο Οικονομικών δαπάνησαν τεράστιο χρόνο για να εξομαλύνουν τις σχέσεις με τις ευρωπαϊκές και τις ασιατικές χώρες, που είδαν την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να τιμωρεί τις εταιρείες τους ως τίποτα λιγότερο από μια παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Τελικά το να φέρουν τόσο πολλές από τις χώρες αυτές στην πλευρά των ΗΠΑ ήταν ένα από τα πιο εξαιρετικά διπλωματικά κατορθώματα τα τελευταία χρόνια.
Και, παρ’ όλο που υπήρξαν εποικοδομητικοί εταίροι για την ιρανική πολιτική, οι ξένες πρωτεύουσες παραμένουν ανήσυχες με τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να αποτρέψει ξένες εταιρείες από το να κάνουν δουλειές με το Ιράν. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί έχουν επιβληθεί όντως κυρώσεις δυνάμει του CISADA σε τόσο λίγες ξένες εταιρείες. Όταν το Υπουργείο Οικονομικών είχε προσπαθήσει να πατάξει τις λίγες παγκόσμιες εταιρείες που μοιράστηκαν την τύχη τους με το Ιράν κατά παράβαση των αμερικανικών κυρώσεων, όπως η κινεζική τράπεζα Kunlun, προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο. Δεδομένου ότι η Ρωσία έχει προσεγγίσει πολλές κινεζικές εταιρείες για να βοηθηθεί να μετριάσει τον πόνο που προκαλείται από τις κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανόν να διακινδυνεύσουν μια δραματικά μεγαλύτερη διπλωματική ένταση με τους Κινέζους επιβάλλοντας ξανά τέτοιες κυρώσεις. Και αυτό θα μπορούσε να περιπλέξει και άλλα ζητήματα στην σχέση ΗΠΑ-Κίνας.
Υπάρχει ακόμα ένας λόγος για τον οποίο πιθανές νέες κυρώσεις στην Ρωσία που θα θέτουν τράπεζες και επιχειρήσεις τής Ανατολικής Ασίας στο στόχαστρο των ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο αποτελεσματικές όσο ελπίζουν οι πολιτικοί. Σε αντίθεση με το Ιράν, η Ρωσία έχει μια μεγάλη, ενσωματωμένη στον κόσμο, οικονομία. Είναι μεγαλύτερη κατά πέντε φορές σε σχέση με την ιρανική οικονομία και αποτελεί μια ελκυστική επενδυτική ευκαιρία. Για πολλές εταιρείες - μεγάλες τράπεζες, ιδίως – οι δουλειές τους με το Ιράν δεν αξίζουν το να χάσουν την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ. Ωστόσο, ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως στην Κίνα, μπορεί να βγάλουν το συμπέρασμα ότι τα στρατηγικά τους συμφέροντα και το οικονομικό τους μέλλον βρίσκεται στην Ρωσία. Αν πάρουν αυτή την απόφαση, υπάρχουν ελάχιστα που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να κάνουν για να τις ωθήσουν να συνεργαστούν και πάλι.
Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια μεγάλη, αξιόπιστη, πολυεθνική εταιρεία που θα συνεχίσει τις δραστηριότητές της εντελώς εκτός του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ, αποφεύγοντας τις συναλλαγές σε δολάρια ΗΠΑ και εργαζόμενους Αμερικανούς πολίτες - όλα εκείνα που θα μπορούσαν να τις υποβάλλουν σε ποινές σύμφωνα με τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Αλλά αν είναι αρκετά μικρότερες, περιφερειακές επιχειρήσεις στο εξωτερικό που προσπαθούν να χαράξουν μια τέτοια πορεία, θα δημιουργήσουν κόστος στο καθεστώς των κυρώσεων και στην οικονομία των ΗΠΑ.
ΠΑΡΤΕ ΘΕΣΗ
Αντί να σπεύσουν σε νέες κυρώσεις τύπου Ιράν που θα δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν, οι πολιτικοί πρέπει να εξετάσουν τον περαιτέρω περιορισμό τής πρόσβασης των ρωσικών επιχειρήσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ και της ΕΕ σε ένα ευρύτερο σύνολο κρίσιμων και μοναδικών δυτικών τεχνολογιών εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου και σχετικών παραγωγικών υπηρεσιών, και στην αμυντική τεχνολογία και τον αντίστοιχο εξοπλισμό. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να στοχευθεί ένας μεγαλύτερος αριθμός ρωσικών επιχειρήσεων με τις υπάρχουσες κυρώσεις, όπως κι άλλες εταιρείες στους τομείς τής ενέργειας, των χρηματοοικονομικών και της άμυνας. Η δημιουργία κινήτρων για τους Ασιάτες εταίρους ώστε να συμπορευθούν με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις θα διατηρήσει επίσης την πίεση στην Ρωσία, χωρίς να τιμωρεί τους εταίρους και τους συμμάχους των ΗΠΑ με ποινές. Αυτά τα κίνητρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την προώθηση της συνεργασίας και των επενδύσεων στους Δυτικούς τομείς τής ενέργειας και των χρηματοπιστωτικών τομέων.
Οι Αμερικανοί πολιτικοί θα πρέπει να εργάζονται νυχθημερόν για να κρατήσουν τους διεθνείς εταίρους μαζί στην θέση ενάντια στον Πούτιν. Ενωμένες οι κυβερνήσεις θα συγκρατήσουν συλλογικά τις ξένες εταιρείες από το να υπονομεύσουν τις κυρώσεις εναντίον τής Ρωσίας. Θα γίνει επίσης δυσκολότερο για την Ρωσία να αντεπιτεθεί με την απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων εναντίον αμερικανικών εταιρικών συμφερόντων στην Ρωσία. Η διατλαντική συνεργασία στις κυρώσεις θα είναι ακαταμάχητη, όπως θα είναι η στενή συνεργασία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταίρων της στην Ανατολική Ασία.
Πριν οι εξελίξεις γίνουν πιο σκληρές με την Ρωσία, οι πολιτικοί στην Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να συνεργαστούν με ξένους ηγέτες επιχειρήσεων και τις αντίστοιχες ρυθμιστικές Αρχές τους, για να κατανοήσουν καλύτερα το ποιες εταιρείες στο εξωτερικό θα εγκαταλείψουν τις αγορές των ΗΠΑ, αν απειληθούν άμεσα με νέες κυρώσεις. Αυτό θα βοηθήσει τους πολιτικούς να κρίνουν κατά πόσον ορισμένα μέτρα των κυρώσεων μπορούν τελικά να υπονομεύσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνο με μια τέτοια αντίληψη η Ουάσινγκτον θα είναι σε θέση να ρυθμίσει την στρατηγική της στην Ρωσία να καταφέρει την ίδια επιτυχία που είδε στο Ιράν.
sourche: http://foreignaffairs.gr/articles/70026/eric-lorber-kai-elizabeth-rosenberg/mi-mperdeyete-tin-rosia-me-to-iran?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου