Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Πώς θα βγει η ευρωζώνη από το βούρκο


Η οικονομία της ευρωζώνης έχει σοβαρά προβλήματα. Η ανεργία έχει “κολλήσει” υψηλότερα του 11%, και η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερα των στόχων για πολλοστή φορά. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες επρόκειτο να έχουν μια σύνοδο κορυφής στις 7 Οκτωβρίου για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας. Το μόνο ζήτημα στην ατζέντα ήταν η “εγγύηση για τους νέους”, ένα μικρό πρόγραμμα για να μπουν οι νέοι στην αγορά εργασίας. Η αναβολή της συνόδου αντανακλά το αυξανόμενο χάσμα σχετικά με το πώς να αντιστραφεί η ευρωπαϊκή οικονομία, της οποία η δεινή κατάσταση απειλεί το πολιτικό μέλλον της ΕΕ. Σε αυτό το σταυροδρόμι, μια ριζοσπαστική στρατηγική πέντε αξόνων απαιτείται για να βγάλει την ευρωζώνη από αυτή την ύφεση. Υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις, προσωρινές μειώσεις φορολόγησης των εισοδημάτων, φορολογική μεταρρύθμιση, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την τόνωση του ανταγωνισμού στις προϊόντικές αγορές και πιο επιθετική νομισματική πολιτική, όλα πρέπει να συμβούν για να επιφέρουν ανάκαμψη.

Όταν ο χρηματοπιστωτικός πανικός έπληξε την περιφέρεια της ευρωζώνης, ήταν κατανοητή μια επείγουσα μείωση του ελλείμματος. Αλλά η υιοθέτηση της λιτότητας σε όλη την ευρωζώνη -ακόμη και σε χώρες που δεν αντιμετώπιζαν κρίση χρέους- ήταν ένα μεγάλο λάθος. Και η μορφή που έλαβε η λιτότητα, ήταν καταστροφική. Οι δημόσιες επενδύσεις της ευρωζώνης περικόπηκαν κατά το ένα πέμπτο σε πραγματικούς όρους μεταξύ 2009-2013. Οι επενδύσεις είναι πιο εύκολο να μειωθεί παρά οι δαπάνες στην κοινωνική πρόνοια ή στις δημόσιες υπηρεσίες, καθώς ο πόνος θα γίνει αισθητός κυρίως από τις μελλοντικές γενιές. Αλλά η οικονομική θεωρία και τα στοιχεία εμφανίζουν ότι οι δημόσιες επενδύσεις στις μεγάλες υφέσεις, τονώνουν την ανάπτυξη, αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα περισσότερο από ό,τι αυξάνουν τα ελλείμματα, και οδηγούν σε χαμηλότερο ποσοστό χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, ενώ αυξάνουν και την παραγωγικότητα μακροπρόθεσμα. Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα χειρότερο από την μείωση των δημόσιων επενδύσεων σε μια σοβαρή οικονομική κρίση. Τώρα που η ΕΚΤ έχει ηρεμήσει τον πανικό στην περιφέρεια και το κόστος δανεισμού σε όλη την ευρωζώνη είναι σε ιστορικά χαμηλά, η δημοσιονομική λιτότητα σε όλη την ευρωζώνη πρέπει να τελειώσει. Η δημοσιονομική ενοποίηση θα πρέπει να είναι ένας μεσοπρόθεσμος στόχος που έχει αναβληθεί στη διάρκεια μιας σοβαρής ύφεσης.

Μια τόνωση των δημοσίων επενδύσεων κατά 1% του ΑΕΠ, θα επέστρεψε τα ποσοστά επενδύσεων της ευρωζώνης πίσω σε επίπεδα που είχαν καταγραφεί τελευταία φορά πριν από το 2009. Στην ιδανική περίπτωση, η ευρωζώνη θα συγκέντρωνε πόρους για τη δημιουργία ενός ενιαίου ταμείου για επενδύσεις, για να βοηθήσει τις περιφερειακές χώρες με λιγότερο δημοσιονομικό περιθώριο ελιγμών. Εάν οι ηγέτες αποφύγουν να προβούν σε τέτοιες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις -και η πρόσφατη ιστορία υποδηλώνει ότι θα το έκαναν- οι περισσότερες κυβερνήσεις, εκτός από την Ελλάδα και ίσως την Ιταλία, θα δαπανούσαν περισσότερα μονομερώς. Αυτό θα ήταν εντελώς νόμιμο, εάν οι ηγέτες της ευρωζώνης εφάρμοζαν τον κανόνα “εξαιρετικών περιστάσεων” του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο επιτρέπει στις χώρες να μην ανταποκρίνονται στους στόχους για το έλλειμμα “σε περιόδους σοβαρής ύφεσης”. Όσες χώρες υπεραποδίδουν δημοσιονομικά όπως η Γερμανία, πρέπει να δαπανούν πολύ περισσότερα.

Από την στιγμή που οι δημόσιες επενδύσεις χρειάζονται χρόνο για να λειτουργήσουν, θα πρέπει να συνοδευτούν από φορολογικές περικοπές που μπορούν να γίνουν σχετικά εύκολα. Το πώς επηρεάζουν την οικονομία, εξαρτάται από το ποιοι φόροι θα μειωθούν και πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι περικοπές. Στην πρόσφατη ομιλία του στην ετήσια συγκέντρωση των κεντρικών τραπεζιτών στο Jackson Hole, ο Mario Draghi υποστήριξε πως η ευρωζώνη χρειαζόταν “ισοσκελισμένου προϋπολογισμού” φορολογικές περικοπές, οι οποίες θα εξισορροπούνταν από περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Αλλά οι περικοπές δαπανών μειώνουν άμεσα τη ζήτηση ενώ ένα ποσοστό των τυχόν φορολογικών περικοπών θα εξοικονομούνταν από τους καταναλωτές. Η προσέγγιση του Draghi είναι επομένως πιθανό να μειώσει την ανάπτυξη και όχι να την αυξήσει.

Ένας καλύτερος τρόπος για τη μείωση των φόρων χωρίς να μειωθούν τα έσοδα είναι να αλλάξει η σύνθεση του φορολογικού συστήματος, μακριά από τη φορολόγηση της εργασίας που καθιστά τους Ευρωπαίους εργαζόμενους σχετικά ακριβούς, και προς τους φόρους περιουσίας, κληρονομιών, ακίνητης περιουσίας ή εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Αυτές οι αλλαγές πιθανώς θα είχαν μια θετική επίδραση στην ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.

Ωστόσο, δεδομένης της ακραίας εξασθένισης της ευρωπαϊκής οικονομίας, οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να εφαρμόσουν κατ’ αποκοπή εκπτώσεις στον φόρο εισοδήματος για ένα έτος, οι οποίες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από δανεισμό, και όχι από περικοπές δαπανών. Αυτού του είδους η περικοπή φόρων έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στις δαπάνες των νοικοκυριών, όπως αποδεικνύει η αμερικανική εμπειρία. Η Γερμανία συγκεκριμένα, θα μπορούσε να τονώσει την εγχώρια οικονομία της με αυτόν τον τρόπο.

Από την πλευρά της προσφοράς, υπάρχουν πολλές αντιξοότητες που πλήττουν την ευρωπαϊκή οικονομία. Μια κοινωνία σε γήρανση, επιβράδυνση της ανάπτυξης στο μορφωτικό επίπεδο και μια επιβράδυνση στη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, ακόμη και πριν από την κρίση. Από τη στιγμή που το εργατικό δυναμικό αυξάνεται βραδέως σε ορισμένες χώρες και συρρικνώνεται σε άλλες, η Ευρώπη θα πρέπει να κάνει τους εργαζόμενους που έχει πιο παραγωγικούς. Αυτό απαιτεί μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς.

Το 2011, ο ΟΟΣΑ εκτίμησε την επίδραση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη για το πραγματικό ΑΕΠ. Διαπίστωσε ότι τα μεγαλύτερα κέρδη θα προκύψουν από την προώθηση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Στη συνέχεια φορολογικές μεταρρυθμίσεις για τη μείωση των φόρων στην εργασία και στο εισόδημα και αύξηση αυτών στην περιουσία, στην κατανάλωση και στον άνθρακα. Στη συνέχεια επενδύσεις στην εκπαίδευση σε χώρες όπου η συμμετοχή υπολείπεται του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Στη συνέχεια μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και τέλος, μεγαλύτερες επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη.

Οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχει προάγει προς το παρόν η ΕΕ, δεν έχουν ακολουθήσει αυτή τη σειρά των προτεραιοτήτων, εστιάζοντας μανιωδώς στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας σε μια προσπάθεια να τονώσει την “ανταγωνιστικότητα”. Αυτό ασκεί ακόμη πιο βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην οικονομία καθώς, ελλείψει ζήτησης, περισσότεροι άνθρωποι απολύονται από ό,τι προσλαμβάνονται. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται μια νέα εστίαση -για την εξάλειψη των εμποδίων στον ανταγωνισμό στις προϊόντικές αγορές, ιδιαίτερα στον κλάδο των υπηρεσιών, που θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγικότητα- και στο πλαίσιο της τόνωσης των επενδύσεων, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αυξήσουν τις δαπάνες στην παιδεία, την εκπαίδευση και την έρευνα και ανάπτυξη.

Μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και μια μεταρρύθμιση του μετώπου της προσφοράς δεν θα είναι αρκετά ωστόσο: η ΕΚΤ πρέπει να κάνει περισσότερα. Ενώ έχει παρουσιάσει μέτρα για την αγορά ιδιωτικών assets απευθείας από τις αγορές, και παρέχει άλλον έναν γύρο μακροπρόθεσμων φθηνών δανείων στις τράπεζες, είναι απίθανο αυτά τα μέτρα να κάνουν αρκετά για να αυξήσουν τον πληθωρισμό της ευρωζώνης στον στόχο της ΕΚΤ. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο ότι οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές απέτυχαν να περάσουν τη νομισματική ώθηση στην πραγματική οικονομία με τον τρόπο με τον οποίο ήλπιζε η ΕΚΤ. Καθυστερημένα, η ευρωζώνη υποχρεώνει τις τράπεζες να ανακεφαλαιοποιηθούν, κάτι που είναι κρίσιμο για να δουλέψει καλύτερα η νομισματική πολιτική. Αλλά η ΕΚΤ πρέπει επίσης να διαμορφώσει τις προσδοκίες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων για τα μελλοντικά τους εισοδήματα και τις τιμές. Επιπλέον, οι απειλές της απεριόριστης παρέμβασης από μια κεντρική τράπεζα είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικό από τα περιορισμένα κόλπα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως έμαθε η ΕΚΤ όταν το ΟΜΤ της, κατεύνασε τον πανικό στην αγορά ομολόγων.

Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θα πρέπει να ανακοινώσει δύο νέα μέτρα. Πρώτον ότι σκοπεύει να αναπληρώσει τον υπερβολικά χαμηλό πληθωρισμό με κάποιον υψηλότερο πληθωρισμό στο μέλλον, οδηγώντας σε ένα ποσοστό πληθωρισμού ύψους 2% στα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτό θα βελτιώσει τις προσδοκίες για τα μελλοντικά εισοδήματα και τις τιμές, και θα οδηγήσει χαμηλότερα το ευρώ, κάτι που θα βοηθήσει τους εξαγωγείς. Δεύτερον, προκειμένου να καταστεί αυτή η δέσμευση αξιόπιστη, η ΕΚΤ θα πρέπει να ανακοινώσει απεριόριστες αγορές assets δικής της επιλογής, ιδιωτικά και δημόσια, εγχώρια και διεθνή, μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος.

Αν οι φορείς χάραξης πολιτικής δεν λάβουν αποφασιστική δράση για την αύξηση της ανάπτυξης και του πληθωρισμού, το δημόσιο χρέος σε αρκετές χώρες-μέλη θα καταστεί μη βιώσιμο, αρχίζοντας από την Ιταλία. Η Γερμανία παραμένει το μεγαλύτερο εμπόδιο για αλλαγή. Αλλά χωρίς μια νέα προσέγγιση, η πολιτική αντίδραση εναντίον του ευρώ και της ΕΕ συνολικά, θα μπορούσε να γίνει ανεξέλεγκτη. Δεν είναι προς το συμφέρον του Βερολίνου να προεδρεύει εν τω μέσω οικονομικής ύφεσης και πολιτικής αναταραχής.

των John Springford και Christian Odendahl

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.cer.org.uk/publications/archive/bulletin-article/2014/how-pull-eurozone-out-mire

ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου