Αν οι ΗΠΑ παραμένουν το κέντρο διοίκησης του παγκόσμιου καπιταλισμού, μια πολλαπλότητα κρίσεων αναβοσβήνει στις οθόνες τους τους τελευταίους μήνες. Ας τις εξετάσουμε με αύξουσα σειρά σημασίας από την οπτική των ιθυνόντων των ΗΠΑ, γράφει ο Αλεξ Καλλίνικος, καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο King's College του Λονδίνου και εκδότης της επιθεώρησης «International Socialism».
Πρώτη, ήταν ο τελευταίος πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα - όχι μια κρίση για την Ουάσινγκτον, μα περισσότερο ένα είδος βίαιου ξεσπάσματος μέσω του οποίου ένα είδος ισορροπίας αποκαταστάθηκε, αλλά για όλο και περισσότερους ανθρώπους απ' όλο τον κόσμο μία ύβρις κι ένα έγκλημα.
Δεύτερη, ήταν ο πόλεμος -που σταμάτησε με ανήσυχη κατάπαυση του πυρός- ανάμεσα στη φιλοδυτική κυβέρνηση του Κιέβου και στις υποστηριζόμενες από τη Ρωσία δυνάμεις της νοτιοανατολικής Ουκρανίας.
Τρίτη, είναι η εκστρατεία των Αμερικάνικων βομβαρδισμών για να σταματήσει η επέλαση των ομάδας τζιχαντιστών που αποκαλεί τον εαυτό της Ισλαμικό Κράτος, αλλά που θα συνεχίσουμε να αποκαλούμε ISIS, στο Ιράκ και τη Συρία. Και, τέλος, -όχι ακόμα κρίση, αλλά δυνητικά η πιο σοβαρή σύρραξη- είναι οι όλο και πιο σφοδροί διακρατικοί ανταγωνισμοί στην Ανατολική Ασία σαν απάντηση στην αυξανόμενη δύναμη της Κίνας.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά μ' αυτή τη λίστα είναι ότι οι δύο πρώτες περιπτώσεις -ο πόλεμος στην Ουκρανία και η άνοδος του ISIS- δεν ήταν μέσα στις προβλέψεις κανενός στις αρχές του 2014. Αυτό είναι ένα σημάδι ανισορροπίας της διεθνούς κατάστασης, που είναι αποτέλεσμα της μετατόπισης δυνάμεων μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών κρατών. Μα είναι κιόλας αρκετά τρομακτικό.
Ο Κρίστοφερ Κλαρκ στο τελευταίο πολυδιαβασμένο βιβλίο του για το ξέσπασμα του Α΄Παγκοσμίου πολέμου υποστηρίζει ότι, παρά την πόλωση της Ευρώπης σε δύο αντίπαλα μπλοκ δυνάμεων, το καλοκαίρι του 1914 "ο κίνδυνος σύγκρουσης ανάμεσα στα μεγάλα συμμαχικά μπλοκ έμοιαζε ν' απομακρύνεται, λίγο πριν ξεσπάσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις που τελικά έσυραν την Ευρώπη σε πόλεμο".
Ο πόλεμος μπορεί να καταλάβει εξαπίνης ακόμα και τις μεγαλύτερες δυνάμεις, όπως μπορούμε να δούμε τώρα στη διστακτική από πλευράς Ομπάμα αναδιάταξη των Αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Ιράκ.
Αλλά για πολλούς στην αριστερά διεθνώς αυτός ο δισταγμός είναι προσποιητός. Γι' αυτούς, η συνεκτική ιδέα σ' αυτές τις διαφορετικές κρίσεις είναι η αξίωση της Αμερικανικής εξουσίας να διατηρήσει, ακόμα και να επεκτείνει την παγκόσμια κυριαρχία της Ουάσινγκτον, μέσα από τη διαδικασία της κονιορτοποίησης κρατών όπως το Ιράκ, η Συρία και η Ουκρανία.
Αυτή η διάγνωση πολλές φορές συνυφαίνεται με την αναβίωση αυτού που κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου αποκαλούνταν "καμπισμός" -δηλαδή, πολιτική υποστήριξη των κρατών που επειδή αντιστέκονται στις ΗΠΑ γεωπολιτικά, θεωρούνται κατά μια έννοια προοδευτικά.
...συμπλέγματα
Ο ουκρανικός πόλεμος σε συνδυασμό με ένα ξέσπασμα καμπισμού από το σεβάσμιο Ρώσο Μαρξιστή Μπόρις Καγκαρλίτσκι που το προχώρησε τόσο ώστε να ισχυρίζεται για τις δυνάμεις που υποστηρίζονται από τη Ρωσία στη νοτιοανατολική Ουκρανία: "Αυτό που συμβαίνει στη Νοβορωσία είναι ένα επαναστατικό κίνημα, παρόλου που δεν είναι ακόμα επανάσταση με όρους κοινωνικής αλλαγής."
Στη Μέση Ανατολή ο καμπισμός παίρνει παίρνει τη μορφή της υποστήριξης προς τη συμμαχία που ενορχήστρωσε το Ισλαμικό Ρεπουπλικανικό καθεστώς του Ιράν, συμπεριλαμβανομένου ιδιαιτέρως του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία και της Χεσμπολάχ, του Σιίτικου Ισλαμιστικού κινήματος που κυριαρχεί στο Λίβανο. Πιο γενικά, πολλοί στην αριστερά κοιτούν προς τη Ρωσία και την Κίνα σαν αντίβαρο προς τις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα μ' αυτό το σύμπλεγμα ιδεών είναι ταυτόχρονα πραγματολογικό, θεωρητικό και πολιτικό. Θα επιστρέψουμε στην πολιτική. Πραγματολογικά: οι ΗΠΑ συχνά εκπόνησαν επεκτατικά σχέδια. Αυτό ήταν αλήθεια σε αδρές γραμμές μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν διαδοχικές διοικήσεις γύρευαν, εξάγοντας το νεοφιλελευθερισμό και εξαπλώνοντας το ΝΑΤΟ, να δημιουργήσουν μια παγκόσμια τάξη οικονομικά και πολιτικά κυριαρχούμενη από τις ΗΠΑ. Και, πιο ειδικά, η διοίκηση του Τζώρτζ Μπους στο μεσουράνημα των νεοσυντηρητικών μετά την 11η Σεπτεμβρίου γύρευε την κατάλυση του Ιράκ για να εδραιώσει την κυριαρχία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, να ανατρέψει τα εχθρικά καθεστώτα στη Συρία και το Ιράν, και να απλώσει την αστική δημοκρατία νεοφιλελεύθερου στυλ στον Αραβικό κόσμο.
Αλλά η Μέση Ανατολή σήμερα είναι διαμορφωμένη μέσα από την αποτυχία αυτού του ματαιόδοξου εγχειρήματος και από τις Αραβικές επαναστάσεις και τις αντιδραστικές προσπάθειες συντριβής τους. Η διοίκηση του Όμπαμα έχει βαθειά επίγνωση αυτής της αποτυχίας. Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα καταφέρει περισσότερα δεινά για την περιοχή, ή ότι δε θα ραδιουργεί στο εσωτερικό της (όπως για παράδειγμα με την υποστήριξή του στο Ισραήλ), αλλά, όπως θα δούμε και πιο λεπτομερώς παρακάτω, οι άμεσοι στόχοι του είναι κατά κύριο λόγο αμυντικοί.
Καταλαβαίνοντας τον ιμπεριαλισμό σήμερα
Το πρόβλημα είναι και θεωρητικό. Για πολλούς της αριστεράς ο ιμπεριαλισμός ισοδυναμεί με την κυριαρχία των ΗΠΑ. Αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος που γινόταν αντιληπτός από τους κλασικούς θεωρητικούς του ιμπεριαλισμού -και όχι γιατί γράφανε εκατό χρόνια πριν, πολύ πριν την απαρχή της Αμερικανικής ηγεμονίας. Γι' αυτούς, ο ιμπεριαλισμός είχε δύο βασικά γνωρίσματα.
Πρώτα απ' όλα, περιελάμβανε ένα σύστημα γεωπολιτικών ανταγωνισμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Όπως το έθετε κι ο φιλελεύθερος Χόμπσον (μια από τις βασικές επιρροές του Λένιν), "η καινοτομία του πρόσφατου ιμπεριαλισμού θεωρούμενου ως πολιτική συνίσταται κυρίως στην υιοθέτησή του από διάφορα έθνη". Η ιδέα ενός αριθμού ανταγωνιστικών αυτοκρατοριών είναι ουσιαστικά μοντέρνα".
Δεύτερο, η ανάδυση αυτών των ανταγωνισμών ήταν αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου σταδίου της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως υπογραμμίζει ο Λένιν στην παμφλέτα του Ιμπεριαλισμός. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου που ο Μαρξ αναγνωρίζει στο Κεφάλαιο, Τόμος Ι ως μία από τις βασικές τάσεις που ανακύπτουν μέσα από τη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης οδήγησε απ' τις αρχές του 20ου αιώνα στη διασταύρωση οικονομικών και γεωπολιτικών ανταγωνισμών.
Κεφάλαια, όλο και μεγαλύτερης κλίμακας και που επιχειρούσαν διεθνώς έφτασαν να εξαρτώνται από την υποστήριξη του έθνους κράτους τους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους. Αντίστοιχα, για διατηρηθούν έναντι των ανταγωνιστών τους, τα κράτη έπρεπε να προωθούν τις βιομηχανικές καπιταλιστικές οικονομίες που ήταν οι μόνες που μπορούσαν να παρέχουν πολύπλοκα σύγχρονα οπλικά συστήματα και πολεμικές υποδομές.
Η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση κρατών και κεφαλαίων οδήγησε βαθμιαία στην όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών που ξέσπασαν σε παγκόσμιο πόλεμο τον Αύγουστο του 1914 και που παρήγαν ένα δεύτερο γύρο σφαγών το 1939-45.
Αρά από Μαρξιστική σκοπιά, ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός είναι ένα σύστημα διακαπιταλιστικής διαμάχης και ανταγωνισμού. Η βασική συνεισφορά του Λένιν στη θεωρία ήταν η έννοια της ανισομερούς ανάπτυξης. Ο καπιταλισμός δεν αναπτύσσεται ομοιόμορφα: κάποια κράτη και περιοχές κάνουν άλματα προς τα μπρος, άλλα μένουν πίσω. Αυτή η ανισομέρεια καθορίζει την ιεραρχία εξουσίας στον κόσμο.
Ανομοιομορφία
Αλλά, κυρίαρχα, η ανισομερής ανάπτυξη του καπιταλισμού αναδιανέμει την εξουσία μεταξύ των ηγεμονικών κρατών. Αυτό σημαίνει ότι η ισορροπία δυνάμεων συνεχώς μετακινείται, δημιουργώντας περιστάσεις νέων συγκρούσεων. Η βασική γεωπολιτική εξέλιξη του πρώτου μισού του 20ου αιώνα ήταν η μετακίνηση σχετικής δύναμης μεταξύ Βρετανίας, ως τότε κυρίαρχου καπιταλιστικού κράτους, και ΗΠΑ και Γερμανίας.
Σήμερα μια άλλη μετακίνηση σχετικής δύναμης λαμβάνει χώρα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Αλλαγές μιας τέτοιας φύσης, επέμενε ο Λένιν, κάνουν την ειρηνική διεθνική ολοκλήρωση των κεφαλαίων που ο Καρλ Κάουτσκι αποκαλούσε "υπεριμπεριαλισμό" και ο Μάικλ Χάρντ και ο Τόνι Νέγκρι πιο πρόσφατα ονόμασαν "Αυτοκρατορία" αδύνατη: η αναδιανομή δύναμης μεταξύ των κρατών υποσκάπτει τις συμφωνίες που θα χρειαζόταν για να κάνουν μια τέτοια ολοκλήρωση να πετύχει.
Γιατί έχουν τόσο πολλοί στην αριστερά χάσει από τα μάτια τους το συστημικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού; Αυτό μάλλον έχει να κάνει με δύο οφθαλμαπάτες. Η πρώτη έχει να κάνει με τον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό το περιοδικό είχε την ασυνήθεια να θεωρεί τη Σοβιετική Ένωση ως κρατικό καπιταλισμό και ως εκ τούτου τη μακρά διαμάχη της με τις ΗΠΑ σα μια μορφή ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Αυτή στην αριστερά που αντιλαμβανόταν την ΕΣΣΔ αντ' αυτού ως σοσιαλιστική κοινωνία ή ως παραμορφωμένο εργατικό κράτος ή μ' έναν πιο ασαφή τρόπο ως "μετα-καπιταλιστική" δεν μπορούσαν να δουν τον Ψυχρό Πόλεμο σα μία σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Ο Ισαάκ Ντόιτσερ, για παράδειγμα, ανέπτυξε μία πολύ διάσημη ερμηνεία που περιέγραφε τη γεωπολιτική και ιδεολογική διαπάλη μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού μπλοκ ως "μεγάλο διαγωνισμό" μεταξύ "ανταγωνιστικών κοινωνικών συστημάτων", καπιταλισμού και κομμουνισμού αντίστοιχα, στον οποίο η Σοβιετική Ένωση, παρ' όλες της τις ατέλειες, αντιπροσώπευε το επαναστατικό συμφέρον σε παγκόσμια κλίμακα.
Αυτό το είδος σκέψης επιβιώνει στην υπολειπόμενη αναγνώριση της Ρωσίας ως "αντιιμπεριαλιστικής δύναμης", παρά την κυνική ωμότητα με την οποία συνέτριψε το κίνημα των Τσετσένων αυτονομιστών και το χοντροκομμένο ανακάτεμα της υψηλής διοίκησης του κράτους και ασυγκράτητου αρπαχτικού καπιταλισμού της Μόσχας.
Η δεύτερη οπτική απάτη έρχεται από τη λεγόμενη "μονοπολοική στιγμή" μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι ΗΠΑ απολάμβαναν ακατανίκητη στρατιωτική υπεροχή πάνω σε όλες τις άλλες δυνάμεις μαζί και που, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στα μέσα του 2000, γνώρισε εξαιρετική οικονομική ανάπτυξη.
Όμως ακόμα και τότε υπήρχε μια αντίφαση ανάμεσα στην ανώτατη στρατιωτική αρχή του Πενταγώνου και τη συνεχιζόμενη σχετική οικονομική ύφεση των ΗΠΑ, μεταμφιεσμένη σε ανάπτυξη που ήταν ήδη υποκινούμενη από μια οικονομική φούσκα -αρχικά στην αγορά αποθεματικών και ύστερα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 στα στεγαστικά.
Αμερικανική αδυναμία
Το σκάσιμο της τελευταίας φούσκας, που συνέπεσε με την ήττα των ΗΠΑ στο Ιράκ, έκανε την Αμερικάνικη αδυναμία ορατή. Όχι μόνο η παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε απ' τις ΗΠΑ, αλλά η Κίνα και άλλες οικονομίες "ανερχόμενων αγορών" επανήλθαν πολύ ταχύτερα. Μεταξύ 2007 και 2012 οι προηγμένες οικονομίες αναπτυσσόταν με 3%, οι ανερχόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες με 31% και η Κίνα με 56%.
Είναι ακριβώς κατά τη διάρκεια της κρίσης που η Κίνα αναδείχθηκε σε δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο αλλά και σε κορυφαίο κατασκευαστή, εξαγωγέα και καταναλωτή ενέργειας. Η απόκλιση σε ποσοστά ανάπτυξης κάνει πιθανό το στένεμα του χάσματος σε στρατιωτικές δυνατότητες ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους.
Το 2013 ο προϋπολογισμός της Άμυνας των ΗΠΑ ήταν το τεράστιο πόσο των 600,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ακόμα πολύ μεγαλύτερος από της Κίνας (112 δις), της Ρωσίας (68,2 δις), της Σαουδικής Αραβίας (57 δις). Όμως απ' την κατάρρευση οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν απότομα σε κάποιες κορυφαίες οικονομίες της "ανερχόμενης αγοράς" ενώ έμειναν στάσιμες ή έπεσαν στη Δύση. Από το 2008 ως το 2013 οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν σε ποσοστό 43,5% στην Κίνα, 31,2% στη Ρωσία, 10% στη Βραζιλία, 6,6% στην Ιαπωνία, 0,3% στη Γαλλία, 0,1% στις ΗΠΑ, 4,3% στη Γερμανία, 9,1% στη Βρετανία και 21% στην Ιταλία.
Μεταξύ 2001 και 2013 ο επίσημος προϋπολογισμός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (που υποτιμά σημαντικά τις Κινέζικες αμυντικές δαπάνες) ανέβηκε 700%. Το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών εκτιμά ότι, με τα τωρινά δεδομένα, και σε εξάρτηση με τα ποσοστά συναγώμενα ανάπτυξης και τους προσδιορισμούς των δαπανών, ο προϋπολογισμός στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ και της Κίνας θα συγκλίνουν κάπου μεταξύ 2023 και 2028.
πηγή: International Socialism
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου