Σιίτες Μουσουλμάνοι αντάρτες σηκώνουν τα όπλα τους κατά την διάρκεια συλλαλητηρίου ενάντια στις αεροπορικές επιδρομές στην Σαναά, στις 26 Μαρτίου 2015. (Khaled Abdullah/Reuters)
Με την επέμβαση στην Υεμένη, ο στρατός της Σαουδικής Αραβίας προσπαθεί να σκοτώσει «με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια». Βραχυπρόθεσμα, θα διαφυλάξει την χώρα που το Ριάντ αντιλαμβάνεται ως άμεση στρατιωτική απειλή από την προέλαση φιλο-ιρανών ανταρτών Χούτι. Εν τω μεταξύ, διεκδικεί την ηγεσία του αραβικού κόσμου και την εδραίωση του ελέγχου της σε αυτό που αποτελεί τον τελευταίο καιρό ένα γεμάτο ένταση Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council, GCC). Μακροπρόθεσμα, θα διορθώσει εκείνο που θεωρεί ως μια γεωπολιτική ανισορροπία στην Μέση Ανατολή μεταξύ της ίδιας και του Ιράν. Τα τελευταία χρόνια, η ισχύς κλίνει σε μεγάλο βαθμό προς το Ιράν, εν μέρει λόγω της περιστολής των ΗΠΑ.
Το βασίλειο βρίσκεται σε μια αρκετά καλή θέση ώστε να καταφέρει να επιτύχει τους δυο πρώτους στόχους του. Ενώ, αν παίξει σωστά τα χαρτιά του, θα μπορούσε να επιτύχει σημαντική πρόοδο με τον τρίτο και, ως εκ τούτου, να βελτιώσει την θέση του στην περιοχή σε μια εποχή όπου η επιρροή άλλων παραδοσιακών δυνάμεων όπως της Αίγυπτου, του Ιράκ και της Συρίας αιμορραγεί λόγω εγχώριων συγκρούσεων, πολιτικών αναταραχών και οικονομικής κατάρρευσης. Δεν λείπουν, βέβαια, οι κίνδυνοι στο πλαίσιο της στρατηγικής της Σαουδικής Αραβίας, ενώ πολλά είναι εκείνα που θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Η νέα Σαουδική ηγεσία, όμως, αποφάσισε ότι η εναλλακτική –η απραξία- θα επέφερε ένα αφόρητο κόστος.
Η Υεμένη υπήρξε αγκάθι στο πλευρό της Σαουδικής Αραβίας (και άλλων χωρών του Αραβικού Κόλπου, συμπεριλαμβανομένου του Ομάν), από τότε που η τελευταία ιδρύθηκε κατά την δεκαετία του 1930. Οι απειλές του μαρξισμού, του λαϊκισμού και, πρόσφατα, του ισλαμικού εξτρεμισμού με την άνοδο της αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, μετέτρεψαν την Υεμένη σε κίνδυνο εθνικής ασφάλειας για την Σαουδική Αραβία. Σήμερα, η Σαουδική Αραβία θεωρεί επικίνδυνη την κατάληψη μεγάλου μέρους της Υεμένης από Σιίτες Χούτι, ιδιαίτερα των εδαφών κοντά στα σύνορα με την Σαουδική Αραβία. Την περασμένη εβδομάδα, για να απωθήσει τους Χούτι, η Σαουδική Αραβία, σε συντονισμό με άλλες εννέα χώρες (το Μπαχρέιν, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, το Κουβέιτ, το Μαρόκο, το Πακιστάν, το Κατάρ, το Σουδάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), ξεκίνησε μια εντατική αεροπορική εκστρατεία και απέκλεισε τις ακτές της Υεμένης.
Η Σαουδική Αραβία, η οποία προειδοποίησε προσωπικά την Ουάσιγκτον σχετικά με τους περιορισμούς των αεροπορικών δυνάμεων στον αγώνα εναντίον της αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της αλ-Σαμ, γνωρίζει ότι οι αεροπορικές επιθέσεις δεν θα καταφέρουν να διορθώσουν από μόνες τους την κατάσταση στην Υεμένη ή να αποτρέψουν την κατάρρευσή της. Αλλά πιστεύει πως μια περιορισμένη στρατιωτική δράση θα βοηθήσει στην εξουδετέρωση της απειλής στην ασφάλεια που προκαλείται από τους Χούτι, με την καταστροφή των επιθετικών στρατιωτικών δυνατοτήτων της οργάνωσης -συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών πυραύλων, των αποθηκών όπλων, των δεξαμενών και των μαχητικών αεροσκαφών που έχει κατάσχει από τον στρατό της Υεμένης και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά των συμφερόντων της Σαουδικής Αραβίας- και την αποκατάσταση της εκλεγμένης κυβέρνησης του προέδρου, Abed Mansour Hadi, σε τουλάχιστον ένα τμήμα της χώρας, ιδιαίτερα στον νότο γύρω από το λιμάνι του Άντεν και την αεροπορική βάση στο al-Anad.
Η Σαουδική Αραβία ελπίζει, επίσης, ότι η χρήση βίας θα αλλάξει σταδιακά την εσωτερική ισορροπία της εξουσίας στην Υεμένη και θα υποχρεώσει τους Χούτι, οι οποίοι λαμβάνουν τόσο στρατιωτική και υλικοτεχνική υποστήριξη όσο και την στήριξη των μυστικών Υπηρεσιών της Τεχεράνης, να καθίσουν στο τραπέζι των ειρηνευτικών συνομιλιών με την εκλεγμένη κυβέρνηση της Υεμένης και άλλες παρατάξεις, συμπεριλαμβανομένου του αυτονομιστικού νοτίου κινήματος, του Γενικού Λαϊκού Κογκρέσου με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο, Ali Abdullah Saleh, καθώς και την Σύνοδο για τις Μεταρρυθμίσεις της Υεμένης που στηρίζεται από την Σαουδική Αραβία (al-Islah).
Εάν η πολιτικο-στρατιωτική προσέγγιση του Ριάντ αποδειχθεί αποτελεσματική, η αναγκαιότητα μιας επικίνδυνης στρατιωτικής εισβολής θα μειωθεί δραστικά. Κλειδί για την επιτυχίας αυτής της διττής τακτικής, ωστόσο, είναι η μεθοδική διάλυση της συμμαχίας που έχει σχηματιστεί μεταξύ των Χούτι και των δυνάμεων του Σάλεχ. Κάτι τέτοιο απαιτεί, μεταξύ άλλων, μια σειρά πολιτικών και οικονομικών κινήτρων, τα οποία το Ριάντ ήδη προετοιμάζει.
Η επιθυμία κι η δυνατότητα ενός μεγάλου και καλά εφοδιασμένου κινήματος Χούτι να εισέλθει σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο δεν πρέπει να υποτιμηθεί, ειδικά αν το Ιράν αποφασίσει να ρισκάρει περισσότερο στην Υεμένη και να αναγκάσει την Σαουδική Αραβία και άλλες αντιπάλους του να συμμετάσχουν σε έναν πόλεμο αντοχής. Αλλά είναι πιθανό ότι η Τεχεράνη, τα σημαντικότερα συμφέροντα της οποίας εστιάζονται κυρίως στο Ιράκ και την Συρία, θα αποφασίσει να αποκλιμακώσει την κατάσταση και να ωθήσει τους τοπικούς συμμάχους της να επιδιώξουν μια πολιτική λύση που θα τους εξασφαλίσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας (το οποίο μπορεί τελικά να αποτελέσει μια από τις έξι επαρχίες όπως αυτές ορίζονται από το σχέδιο του συντάγματος, χωρίς να έχουν όμως πρόσβαση στην θάλασσα). Είναι επίσης απίθανο οι Χούτι να προχωρούσαν μόνοι τους σε μια τέτοια σύγκρουση, διότι αυτή θα σήμαινε πόλεμο με τις περισσότερες από τις άλλες παρατάξεις της Υεμένης.
Από την πλευρά του, ο Saleh έχει αποδοκιμάσει την υπό σαουδική ηγεσία «επιχείρηση Καταιγίδα Αποφασιστικότητας», αλλά ίσως με την κατάλληλη αποζημίωση και κάποια εγγύηση πολιτικής επιβίωσης, θα μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τους Χούτι. Το Ριάντ, όμως, δεν έχει επιδείξει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για συναλλαγή με τον Σάλεχ και τον γιο του, ο οποίος σύμφωνα με τον σαουδικής ιδιοκτησίας τηλεοπτικό σταθμό al Arabiya, πλησίασε τις Αρχές της Σαουδικής Αραβίας δύο ημέρες πριν από την έναρξη της στρατιωτικής εκστρατείας προσφέροντας τους να στραφεί εναντίον των Χούτι ζητώντας ως αντάλλαγμα ασυλία για τον ίδιο και τον πατέρα του.
Η έκβαση του πολέμου της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη θα έχει επιπτώσεις που υπερβαίνουν τις δύο εμπλεκόμενες χώρες. Εάν το Ριάντ καταφέρει να ειρηνεύσει την Υεμένη, θα εδραιώσει την ηγετική του θέση στον αραβικό κόσμο και θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στους γείτονές του στον Αραβικό Κόλπο ότι παραμένει το απαραίτητο έθνος μέσα στο GCC. Αν η Υεμένης αποτύχει, η δύναμη και το κύρος της Σαουδικής Αραβίας θα δεχτούν σοβαρό πλήγμα. Ως αποτέλεσμα, η ικανότητα του Ριάντ να ηγηθεί του GCC θα μειωνόταν δραματικά.
Αυτό δεν θα αποτελούσε καλό οιωνό για το σχέδιο της Σαουδικής Αραβίας να ελέγχει την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν στην Μέση Ανατολή. Μια σαουδική αποτυχία στην Υεμένη κατά πάσα πιθανότητα θα αποθρασύνει περαιτέρω το Ιράν και θα ενθαρρύνει την συνέχιση της επεκτατικής του πολιτικής στο Ιράκ, την Συρία, τον Λίβανο, την Υεμένη και αλλού. Η Σαουδική Αραβία εξακολουθεί να απολαμβάνει μια ισχυρή συμμαχική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά του Ιράν, αλλά η αίσθηση στο Ριάντ και σε άλλες πρωτεύουσες του Κόλπου είναι ότι η Ουάσιγκτον έχει προσφέρει την Μέση Ανατολή στην Τεχεράνη σε χρυσό πιάτο ως αντάλλαγμα για μια πυρηνική συμφωνία. Κάτι τέτοιο αποτελεί ένα αβάσιμο και γελοίο συμπέρασμα, αλλά αυτή είναι η αντίληψη που επικρατεί στην περιοχή, η οποία εφαρμόζεται πλέον στην επίσημη πολιτική.
Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η Σαουδική Αραβία δεν θα έπρεπε να κλιμακώσει ή να εφαρμόσει έναν υπερβολικό μιλιταρισμό που θα μπορούσε να χειροτερέψει τα πράγματα τόσο για το βασίλειο όσο και για ολόκληρη την περιοχή. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι η στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας για την Υεμένη -η οποία έχει σχεδιαστεί για να γίνει χρήση στρατιωτικής βίας με στόχο τον πολιτικό ανασχεδιασμό- είναι πιο μετριοπαθής απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι επικριτές της, ενώ η επιθυμία του Ιράν να καταλάβει την Υεμένη είναι πιο εκτεταμένη και απειλητική από όσο συχνά πιστεύεται. Μια σταθερή παρουσία του Ιράν στην Υεμένη θα μπορούσε να του επιτρέψει να αρπάξει το Bab El-Mandeb, μια στρατηγική πύλη ναυτιλιακής ενέργειας μεταξύ της Ερυθράς Θάλασσας, του Κόλπου του Άντεν και της Διώρυγας του Σουέζ. Με το Ιράν να ασκεί ήδη κάποιον έλεγχο στο Στενό του Ορμούζ, μέσω του οποίου διέρχεται σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πετρελαίου, μπορεί κανείς να φανταστεί τις καταστροφικές συνέπειες που θα επέφερε κάτι τέτοιο για την ασφάλεια του Περσικού Κόλπου και την παγκόσμια οικονομία. Αντί να επικρίνει το Ριάντ, η Ουάσιγκτον θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική.
Τίποτα από αυτά δεν κάνει την προσέγγιση του Ριάντ λιγότερο επικίνδυνη, αλλά αυτό είναι κάτι που οι Σαουδάραβες, οι οποίοι ιστορικά νιώθουν αποστροφή για τον κίνδυνο, είναι πρόθυμοι να ανεχθούν δεδομένης της ιδιαίτερα δαπανηρής εναλλακτικής λύσης και της πιθανότατα υψηλής ανταμοιβής. Όπως είχε συνοψίσει κατ’ ιδίαν ένας εξέχων πρεσβευτής του Αραβικού Κόλπου, «μπορεί οι Χούτι να μην έχουν πυρηνικά όπλα, αλλά αυτή είναι η «Κρίση των Πυραύλων της Κούβας» για την Σαουδική Αραβία. Θα ανεχτεί η Ουάσιγκτον την τοποθέτηση βαλλιστικών πυραύλων σε κάποιον γειτονικό της αντίπαλο που θα μπορούσε να θέσει στο στόχαστρο αμερικανικές πόλεις;» Βοηθητικό είναι, βέβαια, το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία δεν είναι μόνη της σε αυτήν την σύγκρουση, με άλλα εννέα έθνη να ενώνονται μαζί της σ’ αυτόν τον αγώνα. Μην παραπλανηθείτε, όμως: Αυτός ο πόλεμος ανήκει στην Σαουδική Αραβία και το αποτέλεσμά του θα μπορούσε να σώσει ή να καταστρέψει το βασίλειο.
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/70251/bilal-y-saab/oi-xoyti-kai-i-antepithesi?page=show
Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου