Οι ηγέτες της Ευρώπης, σε αντίθεση με τον αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, δεν είχαν ποτέ έλλειμμα σε επίπεδο οραματισμού. Πάντα ήξεραν πώς ήθελαν να είναι η Ευρώπη. Αλλά το να έχεις όραμα δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να το υλοποιείς. Και όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή των ιδεών οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αποτύχει επανειλημμένα.
Αυτό το χάσμα ανάμεσα στους στόχους των Ευρωπαίων και την ικανότητά
τους να τους εκπληρώσουν έρχεται πάλι στο προσκήνιο με αφορμή την
πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Οι ηγέτες της Ευρώπης έχουν κοινό όραμα
για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μία οικονομική και νομισματική
ένωση που θα βασίζεται σε μια ένωση τραπεζική, δημοσιονομική και
πολιτική. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν η συζήτηση στρέφεται στο πώς - και
ιδίως στο πότε - θα πρέπει να θεσμοθετηθούν οι τρεις τελευταίες πτυχές
αυτής της ένωσης.
Η τραπεζική ένωση, όπως συμφώνησαν οι ηγέτες της Ευρώπης,
συνεπάγεται τη δημιουργία μίας ενιαίας εποπτικής αρχής. Σημαίνει την
καθιέρωση ενός κοινού συστήματος εγγύησης καταθέσεων και ενός μηχανισμού
για το κλείσιμο των αφερέγγυων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Σημαίνει
ότι οι οργανισμοί διάσωσης της ΕΕ θα έχουν τη δυνατότητα να διοχετεύουν
άμεσα κεφάλαια σε τραπεζικά ιδρύματα με χαμηλή κεφαλαιοποίηση.
Ομοίως, δημοσιονομική ένωση σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ή
εναλλακτικά ένα Ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών) θα έχει την εξουσία να
βάζει βέτο στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Σημαίνει, επίσης, ότι μέρος
των εθνικών χρεών των κρατών-μελών θα καταστεί αμοιβαίο χρέος: τα χρέη
των κρατών θα μετατρέπονται σε Ευρωομόλογα, δηλαδή σε κοινή υποχρέωση
όλων των κρατών-μελών της ΕΕ. Η Επιτροπή (ή το Υπουργείο Οικονομικών) θα
αποφασίζει στη συνέχεια πόσα επιπλέον Ευρωομόλογα θα εκδίδονται και για
λογαριασμό ποιου κράτους.
Τέλος, πολιτική ένωση σημαίνει τη μεταφορά της νομοθετικής
εξουσίας από τα εθνικά κοινοβούλια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο
θα αποφασίσει στη συνέχεια πώς θα δομηθεί η δημοσιονομική, η τραπεζική
και η νομισματική ένωση της Ευρώπης. Οι υπεύθυνοι για τις καθημερινές
λειτουργίες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα λογοδοτούν στο Κοινοβούλιο, το οποίο
θα έχει τη δικαιοδοσία να τους απαλλάσσει από τα καθήκοντά τους σε
περίπτωση που δεν εκπληρώνουν όσα τους έχουν ανατεθεί.
Από όραμα, άλλο τίποτα. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως υπάρχουν δύο
εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για την υλοποίηση του. Η μία στρατηγική
θεωρεί ότι η Ευρώπη χρειάζεται απεγνωσμένα πολιτικές που οδηγούν άμεσα
σε αυτή τη βαθύτερη ένωση. Δεν υπάρχουν άλλα χρονικά περιθώρια, η
διοχέτευση κεφαλαίων στις τράπεζες δεν μπορεί να περιμένει. Θα πρέπει
άμεσα να γίνουν τα βήματα για την από κοινού ανάληψη του χρέους. Είναι
αναγκαίο η ΕΚΤ ή ένας διευρυμένος Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας να
αγοράσει τα ομόλογα των απειλούμενων από χρεοκοπία κρατών το συντομότερο
δυνατό.
Σύμφωνα με την παραπάνω προσέγγιση, η Ευρώπη θα είναι εν καιρώ σε
θέση να δημιουργήσει τα κατάλληλα όργανα τα οποία θα εφαρμόσουν τις
παραπάνω πολιτικές. Θα μπορούσε να ιδρύσει μία μοναδική εποπτική αρχή
για τις τράπεζες, να ενισχύσει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
ή να ιδρύσει ένα Ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών. Θα μπορούσε επίσης να
ενισχύσει τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιου. Όμως η
δημιουργία νέων οργάνων απαιτεί χρόνο, χρόνο που δεν υπάρχει, έχοντας ως
δεδομένα τον κίνδυνο που διατρέχουν οι τράπεζες, την κρίση του δημόσιου
χρέους και το κίνδυνο κατάρρευσης του ενιαίου νομίσματος. Για τον λόγο
αυτό πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις νέες πολιτικές.
Η αντίθετη προσέγγιση προτάσσει ότι η εφαρμογή νέων πολιτικών χωρίς
την προηγούμενη θεσμοθέτηση των κατάλληλων θεσμικών μηχανισμών θα ήταν
απερίσκεπτη. Η υιοθέτηση της αμοιβαιότητας του χρέους, προτού αποκτήσουν
τα ευρωπαϊκά όργανα το δικαίωμα αρνησικυρίας πάνω στις εθνικές
δημοσιονομικές πολιτικές, θα ενθάρρυνε ακόμη πιο απερίσκεπτη συμπεριφορά
από πλευράς των εθνικών κυβερνήσεων. Η διοχέτευση κεφαλαίων προς τις
τράπεζες πριν από τη θεσμοθέτηση μιας ενιαίας εποπτικής αρχής, θα
ενθάρρυνε την ανάληψη κινδύνων από τον τραπεζικό κλάδο. Επιπλέον, αν
επιτραπεί στην ΕΚΤ να επιβλέπει τις τράπεζες προτού το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο αποκτήσει την εξουσία να ελέγχει την ΕΚΤ, το αποτέλεσμα θα
ήταν να βαθύνει κι άλλο το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης και να
προκληθούν αρνητικές αντιδράσεις.
Αυτή η πόλωση δεν είναι νέα για την Ευρώπη. Υπήρχε ήδη από τη
δεκαετία του 1990, όταν αποφασίστηκε η καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος.
Τότε, η μία πλευρά υποστήριζε ότι θα ήταν απερίσκεπτη η δημιουργία μιας
ενιαίας νομισματικής ένωσης πριν από τη σύγκλιση των οικονομιών, και
πριν από την ολοκλήρωση των απαραίτητων θεσμικών μεταρρυθμίσεων.
Στον αντίποδα, οι πρεσβευτές της αντίθετης άποψης εξέφραζαν
ανησυχίες για το τότε ισχύον νομισματικό σύστημα, το οποίο θεωρούσαν
άκαμπτο, εύθραυστο και ευάλωτο στις κρίσεις. Η Ευρώπη δεν μπορούσε να
περιμένει την ολοκλήρωση της διαδικασίας θεσμοθέτησης των αρμοδίων
οργάνων. Ήταν προτιμότερο να καθιερωθεί το ευρώ το συντομότερο δυνατό,
και να ακολουθήσουν στη συνέχεια οι σχετικές μεταρρυθμίσεις και τα
αρμόδια όργανα. Χωρίς πρόθεση γενίκευσης, μπορεί κανείς να παρατηρήσει
ότι το πρώτο στρατόπεδο απαρτιζόταν κατά κύριο λόγο από τα κράτη του
Βορρά, ενώ στο δεύτερο κυριαρχούσαν τα κράτη της Νότιας Ευρώπης.
Η ανατροπή της παραπάνω ισορροπίας επήλθε με την κρίση στις αγορές
συναλλάγματος το 1992. Μόλις κατέρρευσε το σύστημα συναλλαγματικών
ισοτιμιών της Ευρώπης, το επιχείρημα των νοτίων πως έπρεπε να
επισπευσθεί η καθιέρωσης του ενιαίου νομίσματος επικράτησε.
Οι συνέπειες ήταν προφανώς δυσάρεστες. Η νομισματική ένωση χωρίς
τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική ένωση έχει αποδειχτεί
καταστροφική.
Εξίσου καταστροφικό θα ήταν, όμως, και αν η Ευρώπη δεν είχε
προχωρήσει στο ευρώ. Η κρίση του 1992 απέδειξε ότι το ισχύον μέχρι τότε
σύστημα ήταν ασταθές. Αν η Ευρώπη δεν προχωρούσε στην καθιέρωση του
ενιαίου νομίσματος, θα επακολουθούσαν ακόμη χειρότερες κρίσεις
αποδιοργάνωσής της. Γι' αυτό τον λόγο οι Ευρωπαίοι ηγέτες προέβησαν στις
γνωστές φιλόδοξες κινήσεις τους.
Αν η Ευρώπη σήμερα δεν προχωρήσει στην ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών και στην αγορά κρατικών ομολόγων, θα οδηγηθεί με παρόμοιο τρόπο
στην καταστροφή. Η Ευρώπη, επομένως, βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με ένα
γνώριμο πρόβλημα. Η μόνη διέξοδος που της απομένει είναι να επιταχύνει
σημαντικά τη διαδικασία θεσμοθέτησης των κατάλληλων οργάνων. Δεν θα
είναι απλό. Αν δεν το πράξει, όμως, η καταστροφή βρίσκεται προ των
πυλών.
* Ο Μπάρι Άϊχενγκριν είναι καθηγητής πολιτικών και οικονομικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=467407
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=467407
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου