Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Κερδισμένοι και μη της παγκοσμιοποίησης


Πολύ σημαντικά ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας αποδεικνύουν με ποιον τρόπο η παγκοσμιοποίηση άλλαξε άρδην τη δυναμική της παγκόσμιας παραγωγής εισοδήματος - εξέλιξη που πιθανότατα να μην αρέσει σε κάποιους.
Στη διαδικασία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή καταγράφεται από τους ειδικούς οικονομολόγους της Παγκόσμιας Τράπεζας για την εικοσαετία 1988-2008, υπάρχουν οι πολύ κερδισμένοι, οι λιγότερο και οι καθόλου. Αυτοί οι τελευταίοι θεωρούνται και χαμένοι, χωρίς όμως να έχουν χάσει κάτι - εξάλλου, δεν είχαν και τίποτε για να χάσουν.

Οπως αναφέρει ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, συνεργάτης της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε γενικές γραμμές δύο είναι τα γκρουπ των μεγάλων κερδισμένων της εικοσαετούς περιόδου παγκοσμιοποίησης: οι πολύ πλούσιοι, που σε εθνικό και διεθνές επίπεδο βρίσκονται στην κορυφή της κατανομής εισοδημάτων, και οι μεσαίες τάξεις των αναδυομένων οικονομιών, ιδιαιτέρως δε στην Κίνα, την Ινδία, την Ινδονησία και τη Βραζιλία. Οπως επισημαίνεται στην ανάλυση της Τράπεζας, αυτές οι μεσαίες τάξεις αντιπροσωπεύουν σήμερα το 35% του παγκόσμιου πληθυσμού και η εισοδηματική τους άνοδος είναι γεγονός τεράστιας σημασίας για την οικονομική ιστορία.
Πιο αναλυτικά, στην εικοσαετία που εξετάζεται, το 1% της κορυφής του παγκόσμιου εισοδήματος είδε το πραγματικό και αποπληθωριστικό εισόδημά του να αυξάνεται κατά 60%, ήτοι με ετήσιο ρυθμό 3% περίπου.
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος: «Η εισοδηματική στασιμότητα στις ανώτερες μεσαίες τάξεις στην αναπτυγμένη πλευρά του πλανήτη θα έχει πιθανότατα εκρηκτικές πολιτικές επιπτώσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να κλονίσουν κάποιους από τους δημοκρατικούς θεσμούς».
Η διάσταση αυτή της παγκόσμιας κατανομής του εισοδήματος είναι γνωστή και χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους αντιπάλους της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι την ίδια περίοδο κάπου 460 εκατομμύρια άτομα είδαν το εισόδημά τους να αυξάνεται κατά 80%, με αποτέλεσμα το 2008, μετά τη φορολογία, να αντιπροσωπεύει ετήσιο εισόδημα 1.800 διεθνή δολάρια. Εκτιμάται δε ότι σήμερα το εισόδημα αυτό ξεπερνά τα 2.300 διεθνή δολάρια και καλύπτει περί τα 600 εκατομμύρια άτομα. Επίσης, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι, λόγω της παγκοσμιοποίησης, η απόλυτη φτώχεια που κάλυπτε το 44% του παγκόσμιου πληθυσμού -το οποίο είχε εισόδημα 1,25 διεθνή δολάρια την ημέρα-, στην περίοδο 1988-2008 πέρασε στο 23% του πληθυσμού, υπολογιζόμενης και της διεθνούς πληθυσμιακής ανόδου.
Ποιοι είναι, όμως, οι μη κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης; Από τη μία πλευρά υπάρχει ένα 5% του πολύ φτωχού παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή περίπου 350 εκατομμύρια άνθρωποι, που δεν κέρδισαν απολύτως τίποτα από την παγκοσμιοποίηση. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι είναι οι χαμένοι της όλης διαδικασίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την αποκαλούμενη διεθνή ανώτερη μεσαία τάξη στις πλούσιες χώρες, όπως και σε αυτές της Λατινικής Αμερικής και του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ. Στις χώρες αυτές, τα μέλη της ανώτερης μεσαίας τάξης γνώρισαν μάλλον εισοδηματική στασιμότητα - φαινόμενο που εξηγεί εν μέρει γιατί στους κόλπους των τάξεων αυτών καταγράφονται και οι ισχυρότεροι αντίπαλοι της παγκοσμιοποίησης. Ενα σοβαρό ερώτημα που τίθεται είναι γιατί αυτές οι τάξεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 20% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού, δεν μπόρεσαν να αυξήσουν τα εισοδήματά τους.
Η Παγκόσμια Τράπεζα δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα αυτό, πλην όμως, στην ποσοτική της ανάλυση, υπαινίσσεται ότι μία από τις αιτίες αυτής της στασιμότητας στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και στις πρώην κομμουνιστικές χώρες οφείλεται στη διαφθορά και στη συνεπαγόμενη αποθάρρυνση της επιχειρηματικότητας. Αναφερόμενος στο ίδιο γεγονός, ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς επισημαίνει ότι η Αφρική και οι πρώην κομμουνιστικές χώρες παρουσιάζουν δυσκολίες προσαρμογής στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα τα οφέλη της τελευταίας να είναι θεαματικά για τις μεσαίες τάξεις των αναδυόμενων χωρών - οι οποίες πλέον μπαίνουν στην παγκόσμια αγορά και με ιδιαίτερες απαιτήσεις.
Σύμφωνα δε με την πρόβλεψη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η τάση αυτή θα συνεχιστεί και την προσεχή εικοσαετία, κατά την οποία θα δούμε τον πλούσιο πληθυσμό του πλανήτη μας να πενταπλασιάζεται και να αντιπροσωπεύει το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού -δηλαδή, εκτιμάται ότι τα 60 εκατομμύρια εύποροι κάτοικοι της γης, το 2030 θα ξεπερνούν τα 300 εκατομμύρια, με τη συντριπτική πλειοψηφία τους να βρίσκεται στις αναδυόμενες χώρες και όχι στην Αμερική, την Ιαπωνία και την Ευρώπη, όπου καταγράφεται σήμερα το 80% αυτών που διαθέτουν εισοδήματα από 200.000 διεθνή δολάρια και άνω. Ωστόσο επισημαίνεται ότι η εισοδηματική στασιμότητα στις ανώτερες μεσαίες τάξεις στην αναπτυγμένη πλευρά του πλανήτη θα έχει πιθανότατα εκρηκτικές πολιτικές επιπτώσεις, οι οποίες είναι επίσης δυνατόν να κλονίσουν και κάποιους από τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Τους κινδύνους αυτούς επισημαίνουν σήμερα και αρκετοί Ευρωπαίοι οικονομολόγοι, οι οποίοι, όμως, είναι διαιρεμένοι ως προς τους τρόπους και τους όρους αντιμετώπισής τους.
Ειδικότερα, ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Ντανιέλ Κοέν υπογραμμίζει ότι, με αφορμή την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, οι αναπτυγμένες χώρες θα περάσουν μία φάση επικίνδυνης οικονομικής στασιμότητας, στη διάρκεια της οποίας θα ενισχυθούν στο εσωτερικό τους υπό την «αντικαπιταλιστική» σημαία όλες οι αντιδραστικές και οπισθοδρομικές δυνάμεις που υπάρχουν σε αυτές. Στον δε λιγότερο αναπτυσσόμενο κόσμο, θα ενδυναμώνεται το αντιδραστικό ισλαμικό στοιχείο, το οποίο ταυτοχρόνως θα υπονομεύει και τις δυτικές δημοκρατίες. «Το μεγάλο πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης είναι ότι μεταβάλλει τις προσδοκίες των ανθρώπων, χωρίς, όμως, να αυξάνει τις ικανότητες δράσης τους.
Ετσι, παρά τα θετικά της αποτελέσματα, η παγκοσμιοποίηση εμφανίζεται ως μη δυνάμενη να τηρήσει τις υποσχέσεις της και αυτό είναι ένα σοβαρότατο πρόβλημα. Είναι το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι εχθροί της και οι οποίοι άλλα έχουν κατά νουν αναφορικά με την πρόοδο των λαών και την εμπέδωση της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση παρουσιάζεται με μία εικονική μορφή, υποβοηθητική της προώθησης μύθων έναντι της πραγματικότητας», λέει ο Ντανιέλ Κοέν.
Είναι σαφές ότι, στο επίπεδο αυτό, η χρηματοοικονομική κρίση του 2007 στις ΗΠΑ πυροδότησε μία γενικευμένη αστάθεια σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία, με τη σειρά της, έπληξε και την Ευρωζώνη. Κύρια δε αιτία αυτής της αστάθειας είναι τα δυσθεώρητα χρέη του αναπτυγμένου κόσμου, τα οποία για μία σχετικά μακρά περίοδο κάλυπταν την εισοδηματική στασιμότητα των μεσαίων στρωμάτων. Σήμερα, η κατάσταση αυτή όχι μόνον δεν μπορεί να συνεχισθεί, αλλά είναι επείγουσα η ανατροπή της. Διότι, παρά τον παραχθέντα πλούτο από την παγκοσμιοποίηση, για πρώτη φορά στη διεθνή οικονομική ιστορία η παγκόσμια αποταμίευση υστερεί απελπιστικά έναντι των χρεών.
Η σχέση αυτή σημαίνει ότι σε κάποια φάση η χρηματοδότηση των δυτικών δημοσίων χρεών δεν θα μπορεί να γίνει παρά μόνον μέσω της επιβαρυντικής για την ανάπτυξη ανόδου των επιτοκίων, με παράλληλη αντιπαραγωγική κινητοποίηση της αποταμίευσης. Πρόκειται για ένα σοβαρότατο πρόβλημα, πάνω στο οποίο οι συζητήσεις στα διάφορα G20 ναι μεν είναι θετικές, πλην όμως ελάχιστα έχουν προσφέρει σε επίπεδο πράξεων.
Και το ερώτημα που πλανάται είναι: κατά πόσον μπορεί να διατηρηθεί ο παραγωγικός για τους ασθενέστερους χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης, όταν στους χορτάτους κινδυνεύει μία επίπλαστη ευημερία τους; Ερώτημα καίριο και ιδιαιτέρως καυτό εν Ελλάδι.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου