Περίπου 62 εκατομμύρια πολίτες θα ψηφίσουν στις 299 εκλογικές περιφέρειες της Γερμανίας, την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου, για να αναδείξουν τα τουλάχιστον 598 μέλη της ομοσπονδιακής Βουλής, με ένα σύστημα που θεωρείται από τα πλέον αντιπροσωπευτικά του δυτικού κόσμου.
Κάθε ψηφοφόρος έχει δύο ψήφους. Με την πρώτη επιλέγει τον υποψήφιο της περιφέρειάς του. Οποιος υποψήφιος συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους σε μια περιφέρεια, εκλέγεται σε μια από τις 299 θέσεις άμεσων αντιπροσώπων, ανεξάρτητα από την επίδοση του κόμματός του σε εθνικό επίπεδο. Ετσι εξασφαλίζεται η αντιπροσώπευση κάθε περιφέρειας στη Βουλή.
Η δεύτερη ψήφος αφορά την επιλογή κόμματος από τον ψηφοφόρο και είναι η πλέον κρίσιμη, εφ' όσον αυτή καθορίζει και την τελική κατανομή εδρών στο κάθε κόμμα, άρα και τη σχετική δύναμή του, στην οποία βασίζεται η εκλογή του καγκελαρίου και ο σχηματισμός κυβέρνησης. Στη φάση αυτή διανέμονται οι υπόλοιπες 299 έδρες. Οι βουλευτές σε αυτή τη φάση εκλέγονται από κομματικές λίστες, μία για καθένα από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια της χώρας.
Εάν ένα κόμμα δεν συγκεντρώσει συνολικά πάνω από 5% των έγκυρων, δεύτερων ψήφων, δεν κατακτά έδρες στη Βουλή, εκτός αν έχει εκλέξει τρεις βουλευτές με άμεσες (πρώτες) ψήφους, οπότε συμμετέχει στην κατανομή εδρών σε υποψηφίους της κάθε λίστας του κάθε κρατιδίου. Για την κατανομή υπολογίζονται οι αναλογούσες έδρες, βάσει των «δεύτερων» ψήφων που έχει κάθε κόμμα, αφαιρούνται οι έδρες που έχει καταλάβει με «πρώτες» ψήφους και στη συνέχεια γίνεται επιλογή από τις κομματικές λίστες κάθε κρατιδίου, ανάλογα με τις ψήφους που έχει εκεί.
Οι επιπλέον έδρες
Σε περίπτωση που το κόμμα «Α» έχει εκλέξει στην πρώτη ψηφοφορία περισσότερους βουλευτές από αυτούς που του αναλογούν σύμφωνα με την κομματική ψήφο, δεν χάνει βουλευτές. Ούτε τα άλλα κόμματα χάνουν την αναλογία τους, επειδή το «Α» έχει περισσότερους από αυτούς που του αναλογούν. Σε αυτή την περίπτωση (που δεν είναι καθόλου σπάνια) αυξάνει ο συνολικός αριθμός των μελών της Βουλής.
Στην απερχόμενη (17η) Βουλή, για παράδειγμα, οι επιπλέον έδρες είναι 22 και έτσι ανεβάζουν το συνολικό αριθμό των βουλευτών σε 620. Μετά τις εκλογές του 2009 οι «επιπλέον» ήταν 24, αλλά δύο βουλευτές παραιτήθηκαν και σε αντίθεση με τις υπόλοιπες έδρες, αυτές δεν αναπληρώνονται.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλες οι επιπλέον έδρες του 2009 ήταν των Χριστιανοδημοκρατών. Αυτό συνέβη επειδή το κόμμα τους, θέλοντας να ενισχύσει τους Φιλελεύθερους (FDP), ώστε να σχηματίσουν κυβερνητικό συνασπισμό, προέτρεπε ανοιχτά τους ψηφοφόρους του να ψηφίσουν Χριστιανοδημοκράτη με την «πρώτη ψήφο», αλλά με τη «δεύτερη», κομματική ψήφο να ενισχύσουν το FDP, το οποίο πέτυχε το εξωπραγματικό για την πραγματική πολιτική ισχύ του ποσοστό 14,6%, ενώ στις εκλογές του 2005 είχε πάρει μόλις 9,8%. Το FDP ήταν το μοναδικό κόμμα που το 2009 δεν κέρδισε ούτε καν μια έδρα από την «πρώτη ψήφο».
Το εκλογικό σύστημα της Γερμανίας είναι «μέχρι κεραίας» αναλογικό, συνεπώς ο σχηματισμός κυβέρνησης απαιτεί τη δημιουργία συνασπισμών που θα εξασφαλίζουν πλειοψηφία στη Βουλή, εφ' όσον κανένα κόμμα δεν παίρνει μόνο του ποσοστό πάνω από 50%. Θεωρητικά θα μπορούσε να μη σχηματιστεί κυβέρνηση πλειοψηφίας, οπότε εναπόκειται στον πρόεδρο της Δημοκρατίας να δώσει εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας, η οποία να διεκδικήσει ψήφο ανοχής.
Αν αποτύχει αυτή η απόπειρα, ο πρόεδρος -πάλι θεωρητικά- προκηρύσσει επαναληπτικές εκλογές. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου