Ο λόγος που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα πέταξε το μπαλάκι στο Κογκρέσο για την έγκριση της στρατιωτικής επίθεσης στην Συρία δεν είναι γιατί η έγκριση του Κογκρέσου αποτελεί συνταγματική επιταγή. Πάντα ήταν, αν και διάφοροι πρόεδροι την έχουν συχνά παρακάμψει. Αντίθετα, ο Ομπάμα πέταξε το μπαλάκι στο Κογκρέσο, διότι ήταν η μόνη διέξοδος από το δίλημμα που επέβαλε στον εαυτό του, όταν κατέστησε την χρήση χημικών όπλων «κόκκινη γραμμή», χωρίς να έχει σκεφτεί κατά πόσο θα έπρεπε και με ποιό τρόπο να πάει σε πόλεμο, εάν κάποιος υπερέβαινε τη γραμμή αυτή.
Ο Martin Dempsey, ο John Kerry και ο Chuck Hagel καταθέτουν ενώπιον του Κογκρέσου. (Joshua Roberts / Courtesy Reuters.)
Όταν ξεπεράστηκε η κόκκινη γραμμή, η καθυστερημένη μελέτη των στρατιωτικών επιλογών από την πλευρά της αμερικανικής κυβέρνησης αντιμετώπισε δύο αντιφατικές καταστάσεις. Η πρώτη ήταν μεταξύ των ισχυρών κινήτρων να προβεί σε αντίποινα κατά της κυβέρνησης του Μπασάρ αλ - Άσαντ και της μεγάλης αντίθεσης τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στον έξω κόσμο για αμερικανική στρατιωτική δράση. Η δεύτερη ήταν μεταξύ τής έκτασης τής βίας που θα εφαρμοζόταν ώστε να υπάρχει η πιθανότητα επωφελών στρατηγικών αποτελεσμάτων, και της έκτασης που ήταν πολιτικά ανεκτή. Ακόμη και μεταξύ εκείνων που απαιτούν δράση, η πίεση για την χρήση αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος ήταν μικρότερη από την πίεση να μην χρησιμοποιηθεί υπερβολικά εκτεταμένη ισχύς, από το φόβο μιας εμπλοκής που θα παραπέμπει σαφώς σε πόλεμο.
Μια υπεύθυνη επιλογή για το Κογκρέσο και τον πρόεδρο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον κάποια που να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα. Εντέλει, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει την υποχώρηση από την απειλή της δράσης, όπως σαφώς εκφράστηκε από τον Ομπάμα πριν από εβδομάδες, έστω κι αν αυτό θα ήταν μια δυσάρεστη υποχώρηση. Με την αποδοχή αυτής της ντροπιαστικής κίνησης, τα μέλη του Κογκρέσου που ψήφισαν ενάντια στην χρήση βίας θα μπορέσουν να επιλύσουν τις δύο αντιφάσεις. Αλλά και τα μέλη που επέλεξαν να στηρίξουν τον πρόεδρο πρέπει επίσης, επί της ουσίας, να προσυπογράψουν την χρήση μικρής έκτασης βίας. Η εν λόγω έγκριση θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να στηρίζεται σε μια νηφάλια σύγκριση με αυτό που όλες οι πιθανές στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν ήδη απορριφθεί, είναι πιθανό να επιτύχουν με βάση ένα αποδεκτό κόστος. Τα αποτελέσματα της κάθε στρατηγικής εξαρτώνται από συνταίριασμα των πολιτικών στόχων και των στρατιωτικών επιχειρήσεων που έχουν σχεδιαστεί για την επίτευξή τους.
Λογικά, υπάρχουν τουλάχιστον έξι πιθανοί στόχοι, μερικοί από τούς οποίους επικαλύπτονται. Αυτοί περιλαμβάνουν μια συμβολική δήλωση εναντίον των εγκλημάτων πολέμου, την τιμωρία τού καθεστώτος Άσαντ για τα εγκλήματά του, τον εξαναγκασμό τού καθεστώτος να αλλάξει την πολιτική του, τον τερματισμό τού πολέμου (τελικά, βοηθώντας στην ήττα του Άσαντ), την επίδειξη αξιοπιστίας στην διεθνή κοινή γνώμη, και την επίδειξη αξιοπιστίας στο εγχώριο ακροατήριο. Και αν θεωρηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καμία πρόθεση να παρελάσουν στη Δαμασκό, το ήμισυ της εξίσωσης της επιχείρησης στηρίζεται ακριβώς στο πόσο περιορισμένες θα είναι οι αεροπορικές επιδρομές. Μια «περιορισμένη» δράση από αέρος μπορεί να κυμαίνεται από μερικά συμβολικά πλήγματα με μικρές υλικές επιπτώσεις, μέχρι μια σοβαρή καταστροφική εκστρατεία εναντίον δεκάδων στόχων, στη διάρκεια αρκετών εβδομάδων.
Ο Ομπάμα έκανε σαφές πριν πετάξει το μπαλάκι στο Κογκρέσο ότι το μόνο που θα ανεχθεί θα είναι κάτι στο μέσο τού φάσματος αυτού. Στην πραγματικότητα, οι αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές οποιασδήποτε κλίμακας, ίσως και να μην εκπληρώσουν ορισμένους από τους στόχους. Αλλά, οι πιο περιορισμένες επιθέσεις είναι πιθανό να είναι λιγότερο αποτελεσματικές για οποιονδήποτε από τους έξι στόχους, εκτός από τον πρώτο και τον τελευταίο – οι οποίοι από άποψη στρατηγικής είναι οι λιγότερο σημαντικοί. Πράγματι, τα ελαφρύτερα πλήγματα θα μπορούσαν να αποδειχθούν όχι μόνο αναποτελεσματικά για την επίτευξη των σημαντικότερων σκοπών, αλλά και αντιπαραγωγικά.
Η συμβολική χρήση βίας μπορεί να επιτευχθεί με πολύ μικρής κλίμακας πλήγματα. Θα καταδείξουν την αμείλικτη αποδοκιμασία των φρικαλεοτήτων τού εχθρού, και μπορεί επίσης να χρησιμεύσουν για τον τελευταίο από τους έξι στόχους, προεξοφλώντας τις επικρίσεις στο εσωτερικό που περιμένουν να στηλιτεύσουν την κυβέρνηση Ομπάμα για την πλήρη ακινησία της. Από στρατηγική άποψη, ωστόσο, δεν θα καταφέρουν τίποτα θετικό σε έναν βάναυσο πόλεμο, όπου οι συμμετέχοντες είναι συνηθισμένοι να πληρώνουν καθημερινά υψηλό κόστος. Τα χειρουργικά πλήγματα, στην ουσία, δείχνουν ότι δεν υπάρχει σοβαρή στόχευση, και αν ένα αδύναμο καθεστώς ανταπεξέλθει σε αυτά θα κερδίσει ένα μετάλλιο τιμής για το ότι αντιμετώπισε μια υπερδύναμη.
Μια ξεκάθαρη και απλή τιμωρία είναι το πιο προφανές και λογικό αντίποινο. Ο Άσαντ πρέπει να υποχρεωθεί να πληρώσει το τίμημα για το ότι ξεπέρασε την κόκκινη γραμμή τού Ομπάμα, ακόμη και αν τα αντίποινα δεν καταφέρουν τίποτα περισσότερο. Έχει σημασία να δηλωθεί ότι, ακόμη και αν οι κυβερνήσεις μπορεί να επιβιώσουν μετά τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου παρά τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ, δεν θα μπορούν να το κάνουν χωρίς αντίτιμο. Αυτό ίσως να αποτρέψει άλλους από μελλοντικές συγκρούσεις. Αλλά για να είναι η τιμωρία εντυπωσιακή σημαίνει ότι οι ζημιές που θα προκληθούν θα είναι σοβαρές. Ακόμη και αν η επιχείρηση είναι ισχυρότερη από ένα χειρουργικό πλήγμα, η καταστροφή από τις αμερικανικές βόμβες θα αποδειχτεί άνευ σημασίας εάν το καθεστώς μπορεί να την απορροφήσει το ίδιο εύκολα όσο και τη ζημία που έχει συσσωρευτεί από μέρα σε μέρα στη διάρκεια του πολέμου. Όσο πιο δραματικό είναι το τίμημα από τα πλήγματα των Ηνωμένων Πολιτειών, τόσο πιο ξεκάθαρο θα είναι το στρατηγικό τους μήνυμα.
Η πίεση – για να αποτραπεί ο Άσαντ από την περαιτέρω χρήση χημικών ουσιών ή για να υποχρεωθεί να κάνει παραχωρήσεις - θα οδηγούσε την τιμωρία στην κατεύθυνση ενός πιο φιλόδοξου και δύσκολου στόχου. Μερικοί θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει ότι η συγκρατημένη χρήση βίας μπορεί να είναι αποτελεσματική στο να καταδείξει σε μια στοχευμένη κυβέρνηση ότι θα χάσει πολύ περισσότερα από την επακόλουθη κλιμάκωση, αν δεν συγκατανεύσει. Αυτή η ιδέα έχει μια λογική, αλλά δεν έχει επιβεβαιωθεί σε πολλές πραγματικές περιπτώσεις πολέμου, αν έχει καν επιβεβαιωθεί ποτέ, όπως έχει δείξει η έρευνα του Robert Pape, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, και άλλων. Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική αυτή εξαρτάται από το πόσο είναι κανείς διατεθειμένος να ρισκάρει περισσότερο διευρύνοντας την έκταση της ισχύος, αν οι περιορισμένες επιθέσεις δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Το πιο κοντινό παράδειγμα επιτυχούς εξαναγκασμού με επιθέσεις από αέρος και μόνο ήταν ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο, αλλά αυτή ήταν μια τεράστια επίθεση 78 ημερών (σίγουρα το απώτατο όριο της έννοιας «περιορισμένη»), και προκάλεσε μια τεράστια καταστροφή στη Σερβία και στον πληθυσμό. Αποδείχθηκε πολύ πιο δαπανηρή για το ΝΑΤΟ από ό, τι είχαν προβλέψει εξαρχής οι διάφοροι ηγέτες– έχοντας προγραμματίσει μόνο μερικές ημέρες βομβαρδισμών. Τέλος, υπάρχει ακόμη μεγάλη αβεβαιότητα για το αν η Σερβία παραδόθηκε λόγω των εναέριων επιθέσεων ή από άλλες αιτίες, όπως η προοπτική μιας χερσαίας εισβολής ή η απόσυρση της ρωσικής διπλωματικής υποστήριξης. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση Ομπάμα έχει καταστήσει σαφές ότι δεν προτίθεται να βομβαρδίσει την Συρία σε κλίμακα ανάλογη του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο.
Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η προσπάθεια να εξαναγκαστεί το καθεστώς Άσαντ να προβεί σε παραχωρήσεις προς τους επαναστάτες, θα είναι ένα μακροχρόνιο στοίχημα, και ότι, για να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας, αυτό θα απαιτούσε βομβαρδισμούς πιο ισχυρούς και παρατεταμένους από ό, τι προβλέπεται. Και τι γίνεται αν ενώ έχει διακηρυχθεί μόνο ο πιο μετριοπαθής σκοπός - να αποτραπεί ο Άσαντ από την περαιτέρω χρήση χημικών όπλων - το καθεστώς ξανακάνει το ίδιο, παρ' όλα αυτά; Αυτό θα παγίδευε τον πρόεδρο σε μια επιλογή μεταξύ μιας ταπεινωτικής αποτυχίας και μιας αόριστης κλιμάκωσης, και θα προκαλούσε μπερδεμένα ερωτήματα σχετικά με το τι εννοούσε η αρχική έγκριση του Κογκρέσου γι’ αυτό το νέο δίλημμα, το οποίο θα έφερνε τον Ομπάμα και το Κογκρέσο σε μια ακόμη πιο προβληματική κατάσταση από ό,τι στην αρχή.
Ο τερματισμός τού πολέμου - με την προσθήκη αρκετής αμερικανικής δύναμης ώστε οι αντάρτες να νικήσουν τελικά τον Άσαντ - είναι ο πιο φιλόδοξος πιθανός στόχος. Θα μπορούσε επίσης να είναι ο πιο νομιμοποιημένος, δεδομένου ότι, παρά τις αμφίβολες και ασαφείς ψυχολογικές επιπτώσεις από μια λελογισμένη επίθεση, θα μπορούσε να προσφέρει ένα σαφές υλικό όφελος που να δικαιολογεί μια αμερικανική δράση η οποία θα επιφέρει το θάνατο ανθρώπων - ας μην απατώμεθα, εκεί οδηγεί η χρήση της στρατιωτικής δύναμης. Αν και μπορεί να είναι ο πιο νομιμοποιημένος στόχος για μια πολεμική δράση, ωστόσο, είναι ο λιγότερο ρεαλιστικός για τη Συρία. Πρώτον, δεν υπάρχει κανένας ψηφοφόρος στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε οποιοδήποτε σημείο τού πολιτικού φάσματος, που να είναι υπέρ μιας επέμβασης η οποία να μοιάζει ξεκάθαρα με πόλεμο, και δεν υπάρχει καμία εμφανής σκέψη στην κυβέρνηση για μια «περιορισμένη» δράση που να είναι έντονη, παρατεταμένη και αποφασιστική. Δεύτερον, ακόμη και μια μαζική επίθεση από αέρος δεν θα αποτελεί εγγύηση νίκης επί του Άσαντ. Τρίτον, που είναι και η πιο προβληματική από όλες τις αμερικανικές επιλογές στη Συρία, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι μια στρατιωτική εκστρατεία που έφθασε σε αίσιο τέλος, θα παράξει ένα καλό αποτέλεσμα - ότι δηλαδή θα αναλάβουν την εξουσία οι καλοί φιλοδυτικοί αντάρτες, και όχι οι κακοί ριζοσπάστες ισλαμιστές που είναι ακόμα χειρότεροι από ό, τι ο Άσαντ. Έτσι, η κυβέρνηση έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι ο στόχος τής αμερικανικής επέμβασης σε αυτή την περίπτωση δεν είναι η αλλαγή καθεστώτος. Αλλά τότε θα μπορούσε κανείς να θέσει το εξής ερώτημα στους υποστηρικτές των αεροπορικών επιδρομών: αν ο στόχος δεν είναι να βοηθήσουν στον τερματισμό του πολέμου είτε μέσω εξαναγκασμού είτε μέσω ολοκληρωτικής νίκης, τότε οι άλλοι στόχοι αξίζουν την χρήση μιας αμφίβολης βίας που σκοτώνει ανθρώπους;
Ο προβληματισμός για την διεθνή αξιοπιστία εκκινεί από την υπόθεση ότι άλλες κυβερνήσεις δεν θα λαμβάνουν πλέον σοβαρά τις αμερικανικές απειλές αν δουν την Ουάσιγκτον να κάνει πίσω. Η ανησυχία αυτή συμπίπτει με το σκεπτικό τής τιμωρίας ως στόχο. Μια έρευνα σε προηγούμενες περιπτώσεις από τον Daryl Press, καθηγητή στο Dartmouth, έχει δείξει όμως ότι οι ανησυχίες περί αξιοπιστίας είναι υπερβολικές. Παρ' όλα αυτά, δεν θα είναι ένα καλό μάθημα για τα απερίσκεπτα καθεστώτα αν ο Ομπάμα αποτύχει να μείνει συνεπής στην αποτρεπτική απειλή του. Δεδομένου ότι το Ιράν και ιδιαίτερα η Βόρεια Κορέα είναι δυνητικά πιο επικίνδυνες χώρες από τη Συρία, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ευκαταφρόνητη ανησυχία. Η επιβεβαίωση της αξιοπιστίας στα μάτια των σκληρών δικτατόρων, ωστόσο, πιθανότατα θα προκύψει από την επιτυχία στην επίτευξη κάποιου σημαντικού στρατηγικού στόχου. Εκδικητικές επιθέσεις που μοιάζουν περιορισμένες, χωρίς αποφασιστικότητα και διαχειρίσιμες, δεν θα πείσουν τους τρίτους ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον Θείο Σαμ με μικρό τίμημα.
Η εγχώρια αξιοπιστία είναι αμφίβολη αιτιολόγηση για μια βομβιστική επίθεση σε άλλη χώρα, αλλά είναι αναπόφευκτα σημαντική για τους πολιτικούς σε μια δημοκρατία. Παρά τις ένθερμες εκκλήσεις ορισμένων, όπως ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν, όμως, η πορεία του Ομπάμα στο Κογκρέσο αντανακλά την βούληση της αντιπολίτευσης ενάντια στις στρατιωτική δράση. Ο Ομπάμα θα υποστεί τις κατάρες είτε το κάνει είτε δεν το κάνει. Όπως συνηθίζεται στην πολιτική, ο συμβιβασμός μεταξύ αντικρουόμενων απαιτήσεων μπορεί να είναι ο δρόμος που θα συναντήσει τις μικρότερες αντιδράσεις. Οι μικρής έκτασης και περιορισμένες χρονικά αεροπορικές επιδρομές είναι ελκυστικές επειδή δείχνουν στους πολεμοχαρείς επικριτές ότι κάτι γίνεται, και προκαλούν λιγότερες αντιδράσεις από τους ειρηνιστές επικριτές σε σχέση με το αν αποφασιζόταν μεγαλύτερη εμπλοκή. Αλλά, ένας πρακτικός πολιτικός συμβιβασμός δεν οδηγεί πάντα σε μια λογική στρατηγική. Όπως έγραψε ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του πολέμου, ο Καρλ φον Κλαούζεβιτς, «Ένα μικρό άλμα είναι σίγουρα πιο εύκολο από ό, τι ένα μεγάλο: αλλά όποιος θα ήθελε να περάσει μια μεγάλη τάφρο, δεν θα ξεκινούσε με ένα μικρό άλμα».
Όπως και με άλλες θηριωδίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η χρήση των χημικών όπλων έχει οδηγήσει σε εκκλήσεις προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να «κάνουν κάτι» για να σταματήσουν τους δράστες. Ωστόσο, τι ακριβώς θα είναι αυτό - που δεν θα κάνει τα πράγματα χειρότερα, δεν θα κοστίσει πάρα πολύ σε αίμα και σε χρήμα, και δεν θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες - είναι εντελώς ασαφές. Οι δύο αντιφατικές προτάσεις κάνουν το πολιτικό αυτό πρόβλημα ένα δίλημμα με την πραγματική έννοια, μια επιλογή ανάμεσα σε μη ικανοποιητικές επιλογές. Το Κογκρέσο πρέπει να μοιραστεί τώρα την ευθύνη για τον καθορισμό της λιγότερο κακής λύσης. Η χρήση στρατιωτικής δύναμης, χωρίς όμως αποφασιστικότητα, αναδύεται ως μια συμβιβαστική λύση ανάμεσα σε φαινομενικά απαράδεκτες εναλλακτικές λύσεις -είτε να μην κάνουμε τίποτα είτε να κάνουμε πάρα πολλά. Είναι το μικρό άλμα στην τάφρο τού Κλαούζεβιτς, η σολομώντεια λύση τού τεμαχισμού τού μωρού. Με άλλα λόγια, είναι πολιτικά λογικό, αλλά στρατηγικά ανόητο, και είναι ταυτόχρονα κατανοητό και τραγικό.
ΤΟΥ Richard Κ. Betts
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου