Από το Λονδίνο, στο Νταβός και στη Νέα Υόρκη, στη διάρκεια του νέου έτους έχουμε δει δει την Κίνα και την Ιαπωνία να εντατικοποιούν τον πόλεμο της ρητορικής τους. Γράφοντας ένα ενυπόγραφο άρθρο στη βρετανική Daily Telegraph, ο Liu Xiaoming, ο Πρέσβης της Κίνας στη Βρετανία, παρομοίασε το μιλιταρισμό της Ιαπωνίας με τον Voldemorte , τον «κακό μάγο» στην σειρά βιβλίων Harry Potter της J.K. Rowling. Σε ένα μεταγενέστερο σχόλιο, ο ομόλογος του Liu, ο Keiichi Hayashi ανταπέδωσε τα πυρά, λέγοντας ότι η Κίνα και όχι η Ιαπωνία, ρίσκαρε να παίξει το ρόλο του Voldemorte , «ξεκινώντας μια κούρσα εξοπλισμών και κλιμακώνοντας την ένταση».
Στο Νταβός, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Shinzo Abe δήλωσε ότι η σχέση της Ιαπωνίας με την Κίνα ήταν «παρόμοια» με εκείνη μεταξύ της Γερμανίας και της Βρετανίας στο κατώφλι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα σχόλια προκάλεσαν έναν άμεσο αντίλογο από έναν Κινέζο ακαδημαϊκό, ο οποίος υποστήριξε ότι ο κ. Abe ήταν ο «ταραχοποιός» και τον συνέκρινε εμμέσως με τον Kim Jong Un της Βόρειας Κορέας. Η λεκτική διαμάχη συνεχίστηκε στα Ηνωμένα Έθνη, με την Κίνα να υποστηρίζει ότι ο κ. Abe είχε «κλείσει την πόρτα του διαλόγου με την Κίνα» με τη Δεκεμβριανή του επίσκεψη στο Ναό Yasukuni.
Η λασπολογία, ωστόσο, δεν είναι απλώς ρητορική. Αντικατοπτρίζει την αρνητική τροπή που έχει πάρει η σχέση τους κατά τους τελευταίους μήνες, μια περαιτέρω επιδείνωση της οποίας θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για την ασιατική ασφάλεια και την παγκόσμια οικονομία. Η κατάσταση είναι προφανής. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία τον Δεκέμβριο του 2012, ο κ. Abe δεν έχει πραγματοποιήσει μια διάσκεψη κορυφής με τους κορυφαίους Κινέζους ηγέτες (ή με τους ηγέτες της Νότιας Κορέας). Κατά το 12μηνο που έληξε τον Μάρτιο του 2013, ο αριθμός των κινέζικων επιδρομών στον εναέριο χώρο της Ιαπωνίας έφτασαν στις 306, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από αυτόν των προηγούμενων 12 μηνών.
Και είναι κοινό μυστικό ότι οι Οδηγίες του Εθνικού Αμυντικού Προγράμματος, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στην Ιαπωνία, με την επικέντρωσή τους στην αμυντική θωράκιση των νησιών που βρίσκονται στα νοτιοδυτικά της χώρας, (τα οποία περιλαμβάνουν τα επίμαχα νησιά Σενκάκου /Ντιάογου), έχουν την Κίνα ως αιτία τους. Σε ένα τόσο ασταθές μείγμα, ακόμα και μόνο μια μικρή σπίθα, ας πούμε, μια επανάληψη του υποτιθέμενου «κλειδώματος» ενός ιαπωνικού αντιτορπιλικού από κινεζικό πολεμικό πλοίο τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, θα μπορούσε να ανάψει τη φωτιά της σύγκρουσης.
Αναμφισβήτητα, υπάρχουν απολύτως λογικές συνταγές για την επίλυση μιας τόσο παρακινδυνευμένης κατάστασης. Μια κινεζική άποψη είναι απλή: εφόσον οι δύο χώρες δεν μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με το τί πρέπει να κάνουν, θα πρέπει τουλάχιστον να συμφωνήσουν για το τί δεν πρέπει να κάνουν. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να εφαρμόσουν ένα καθεστώς πολλών «όχι»: όχι στη στρατιωτική παρουσία κοντά στα νησιά Σενκάκου /Ντιαόγου, όχι στην εκμετάλλευση των πόρων ή στην αδειοδότηση ταξιδιών των ακτιβιστών μεταξύ των δύο χωρών. Μια άλλη προσέγγιση θα ήταν για την Ιαπωνία να κάνει το προφανές, να παραδεχτεί ότι υπάρχει πράγματι μια διαμάχη σχετικά με τα νησιά και να συμφωνήσει με την Κίνα για να κλείσει το θέμα αυτό προς το παρόν (με βάση μια συμφωνία της εποχής του 1970). Μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση θα ήταν ένα σύστημα διαχείρισης κρίσεων. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια επανέναρξη των συνομιλιών για τη θέσπιση μηχανισμών επικοινωνίας, οι οποίοι μηχανισμοί περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου, τις ένοπλες δυνάμεις και τους υπουργούς εξωτερικών (ο δεύτερος γύρος των συνομιλιών αυτοβυθίστηκε μετά την εθνικοποίηση των Senkaku από το Τόκιο, τον Σεπτέμβριο του 2012).
Ωστόσο, το πρόβλημα με τέτοιες λύσεις είναι ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς αλλαγή στις υποκείμενες εντάσεις στη σχέση. Και οι δύο, τόσο οι Κινέζοι, όσο και οι Ιάπωνες αξιωματούχοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι υπάρχουν δικαιολογημένοι φόβοι και ανησυχίες στην αντίθετη πλευρά. Ένας Κινέζος ακαδημαϊκός παρατήρησε πρόσφατα ότι οι κινεζικές ανησυχίες για την Ιαπωνία ήταν κάτι περισσότερο από απλή ιστορία, αλλά ένα προαίσθημα ανασφάλειας που προκαλείται από την πολεμική επιθετικότητα της Ιαπωνίας.
Ιάπωνες παρατηρητές υποστηρίζουν ότι ο φόβος, το ένα σκέλος του τριπτύχου φόβου, τιμής και ενδιαφέροντος του Θουκυδίδη, οδηγεί σε κούρσες εξοπλισμών και, ενδεχομένως, στον πόλεμο. Ως εκ τούτου, οι Κινέζοι ηγέτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Ιαπωνία, η οικονομία της οποίας έχει υποστεί μεγάλη πτώση κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, δυσφορεί όχι μόνο για την συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων της Κίνας, αλλά και για το ενδεχόμενο της εγκατάλειψής της από τον Αμερικανό σύμμαχό της.
Αυτό δεν είναι μόνο ευαίσθητες βλακείες. Ως απτό τρόπο αναγνώρισης των κινεζικών φόβων από την Ιαπωνία, οι Ιάπωνες ηγέτες θα έπρεπε να σταματήσουν τις επισκέψεις στον επίμαχο ναό Yasukini και να ξεκαθαρίσουν την ιστορία τους στην περίοδο του πολέμου. Μιλώντας στο Διάλογο της Shangri-La τον Ιούνιο του περασμένου έτους, ο Ιάπωνας υπουργός Άμυνας Itsunori Onodera παρείχε ένα καλό πρότυπο. Πριν να μιλήσει για τη συμβολή της Ιαπωνίας στην περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια, επικαλέστηκε το πνεύμα της δήλωσης του 1995 από τον τότε πρωθυπουργό Tomiichi Murayama λέγοντας στους συνέδρους ότι η Ιαπωνία είχε «προκαλέσει τεράστια ζημιά και δεινά στους λαούς πολλών χωρών». Τα λόγια μπορεί να είναι ευτελή, αλλά δεδομένου ότι οι αντιλήψεις μετράνε στην πολιτική, μια επαναλαμβανόμενη σειρά απολογιών θα βοηθούσε στην εκτόνωση των εντάσεων.
Σε μια αμοιβαία χειρονομία, οι Κινέζοι μπορούν να αναγνωρίζουν τους Ιαπωνικούς φόβους ξεσκονίζοντας μια έννοια «νέου σκεπτικού» που είχε προταθεί από έναν Κινέζο δημοσιογράφο και ακαδημαϊκό πριν από μια δεκαετία. Το «νέο σκεπτικό» καλούσε την Κίνα να «ξεπεράσει τις τοπικιστικές της απόψεις» για την Ιαπωνία και να υιοθετήσει μια μακρόπνοη και στρατηγική προσέγγιση στη σχέση τους. Στην ουσία, επιδιώκει να αφαιρέσει το συναίσθημα και τη συγκίνηση από τη σχέση, και να θέσει κάποια πειθαρχία στην επινόηση απτών τρόπων για να τεθούν οι σχέσεις σε μια στρατηγική βάση.
Ένας ακόμη πιο φιλόδοξος και ίσως ανέφικτος στόχος για τώρα θα ήταν η συγχώρεση. Αυτό δεν είναι απλά μια προσπάθεια αγαθοεργίας. Πολλές από τις σημερινές συγκρούσεις αποτελούν εκδηλώσεις των ιστορικών αδικιών. Οι Σέρβοι χαρακτηρίστηκαν ως οι κακοποιοί των Βαλκανίων τη δεκαετία του 1990, αλλά οι Σέρβοι, μαζί με τους τσιγγάνους και τους Εβραίους, σκοτώθηκαν στα χέρια των Κροατών και των Γερμανών το 1940. Όπως είπε κάποτε ο Mahatma Gandhi, η αρχή του «οφθαλμός αντί οφθαλμού» αφήνει τον κόσμο τυφλό.
Τα παραπάνω βήματα είναι το λιγότερο φιλόδοξα. Οι υποστηρικτές του «νέου σκεπτικού» επικρίθηκαν από τους συμπατριώτες τους. Ακόμη και να το αναφέρει κάποιος σε συζήτηση στην Κίνα, το μόνο που θα κατάφερνε είναι να προκαλέσει την οργή μιας νεώτερης γενιάς Κινέζων που έχουν ανατραφεί με μια σταθερή «διατροφή» αντι-ιαπωνικής προπαγάνδας. Το ίδιο ισχύει και για την Ιαπωνία, η οποία δεν υποχωρεί, λέγοντας ότι έχει ήδη ζητήσει αρκετές συγγνώμες για τις δραστηριότητές της στη διάρκεια του πολέμου.
Ωστόσο, ακόμη και μια μικρή κίνηση προς την αναγνώριση των αμοιβαίων φόβων θα αποφέρει κέρδη. Στην πορεία προς την εξομάλυνση τους στη δεκαετία του 1970, η Κίνα και η Ιαπωνία παραμέρισαν τα αμφιλεγόμενα ζητήματα της ιστορίας, μια σοφή κίνηση η οποία οδήγησε στην ουσιαστική ωρίμανση των διμερών σχέσεων. Το 1972, ο Mao Zedong είπε όπως είναι ευρέως γνωστό, στον Ιάπωνα πρωθυπουργός, Kakuei Tanaka ότι δεν υπήρχε καμία ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη. Ο Κινέζος ηγέτης είπε, η κομμουνιστική επανάσταση στην Κίνα δεν θα είχε πετύχει ποτέ χωρίς την εισβολή της Ιαπωνίας. Το ίδιο ισχύει και τώρα ως επιτακτική ανάγκη: αντιμετωπίστε την ιστορία και τελειώνετε με το ζήτημα αυτό. Η μόνη διαφορά είναι ότι το διακύβευμα είναι πολύ υψηλότερο.Tου William Choong
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.iiss.org/en/iiss%20voices/blogsections/iiss-voices-2014-b4d9/february-72f2/when-making-up-is-hard-to-do-6c25
ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr
Στο Νταβός, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Shinzo Abe δήλωσε ότι η σχέση της Ιαπωνίας με την Κίνα ήταν «παρόμοια» με εκείνη μεταξύ της Γερμανίας και της Βρετανίας στο κατώφλι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα σχόλια προκάλεσαν έναν άμεσο αντίλογο από έναν Κινέζο ακαδημαϊκό, ο οποίος υποστήριξε ότι ο κ. Abe ήταν ο «ταραχοποιός» και τον συνέκρινε εμμέσως με τον Kim Jong Un της Βόρειας Κορέας. Η λεκτική διαμάχη συνεχίστηκε στα Ηνωμένα Έθνη, με την Κίνα να υποστηρίζει ότι ο κ. Abe είχε «κλείσει την πόρτα του διαλόγου με την Κίνα» με τη Δεκεμβριανή του επίσκεψη στο Ναό Yasukuni.
Η λασπολογία, ωστόσο, δεν είναι απλώς ρητορική. Αντικατοπτρίζει την αρνητική τροπή που έχει πάρει η σχέση τους κατά τους τελευταίους μήνες, μια περαιτέρω επιδείνωση της οποίας θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για την ασιατική ασφάλεια και την παγκόσμια οικονομία. Η κατάσταση είναι προφανής. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία τον Δεκέμβριο του 2012, ο κ. Abe δεν έχει πραγματοποιήσει μια διάσκεψη κορυφής με τους κορυφαίους Κινέζους ηγέτες (ή με τους ηγέτες της Νότιας Κορέας). Κατά το 12μηνο που έληξε τον Μάρτιο του 2013, ο αριθμός των κινέζικων επιδρομών στον εναέριο χώρο της Ιαπωνίας έφτασαν στις 306, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από αυτόν των προηγούμενων 12 μηνών.
Και είναι κοινό μυστικό ότι οι Οδηγίες του Εθνικού Αμυντικού Προγράμματος, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στην Ιαπωνία, με την επικέντρωσή τους στην αμυντική θωράκιση των νησιών που βρίσκονται στα νοτιοδυτικά της χώρας, (τα οποία περιλαμβάνουν τα επίμαχα νησιά Σενκάκου /Ντιάογου), έχουν την Κίνα ως αιτία τους. Σε ένα τόσο ασταθές μείγμα, ακόμα και μόνο μια μικρή σπίθα, ας πούμε, μια επανάληψη του υποτιθέμενου «κλειδώματος» ενός ιαπωνικού αντιτορπιλικού από κινεζικό πολεμικό πλοίο τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, θα μπορούσε να ανάψει τη φωτιά της σύγκρουσης.
Αναμφισβήτητα, υπάρχουν απολύτως λογικές συνταγές για την επίλυση μιας τόσο παρακινδυνευμένης κατάστασης. Μια κινεζική άποψη είναι απλή: εφόσον οι δύο χώρες δεν μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με το τί πρέπει να κάνουν, θα πρέπει τουλάχιστον να συμφωνήσουν για το τί δεν πρέπει να κάνουν. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να εφαρμόσουν ένα καθεστώς πολλών «όχι»: όχι στη στρατιωτική παρουσία κοντά στα νησιά Σενκάκου /Ντιαόγου, όχι στην εκμετάλλευση των πόρων ή στην αδειοδότηση ταξιδιών των ακτιβιστών μεταξύ των δύο χωρών. Μια άλλη προσέγγιση θα ήταν για την Ιαπωνία να κάνει το προφανές, να παραδεχτεί ότι υπάρχει πράγματι μια διαμάχη σχετικά με τα νησιά και να συμφωνήσει με την Κίνα για να κλείσει το θέμα αυτό προς το παρόν (με βάση μια συμφωνία της εποχής του 1970). Μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση θα ήταν ένα σύστημα διαχείρισης κρίσεων. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια επανέναρξη των συνομιλιών για τη θέσπιση μηχανισμών επικοινωνίας, οι οποίοι μηχανισμοί περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου, τις ένοπλες δυνάμεις και τους υπουργούς εξωτερικών (ο δεύτερος γύρος των συνομιλιών αυτοβυθίστηκε μετά την εθνικοποίηση των Senkaku από το Τόκιο, τον Σεπτέμβριο του 2012).
Ωστόσο, το πρόβλημα με τέτοιες λύσεις είναι ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς αλλαγή στις υποκείμενες εντάσεις στη σχέση. Και οι δύο, τόσο οι Κινέζοι, όσο και οι Ιάπωνες αξιωματούχοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι υπάρχουν δικαιολογημένοι φόβοι και ανησυχίες στην αντίθετη πλευρά. Ένας Κινέζος ακαδημαϊκός παρατήρησε πρόσφατα ότι οι κινεζικές ανησυχίες για την Ιαπωνία ήταν κάτι περισσότερο από απλή ιστορία, αλλά ένα προαίσθημα ανασφάλειας που προκαλείται από την πολεμική επιθετικότητα της Ιαπωνίας.
Ιάπωνες παρατηρητές υποστηρίζουν ότι ο φόβος, το ένα σκέλος του τριπτύχου φόβου, τιμής και ενδιαφέροντος του Θουκυδίδη, οδηγεί σε κούρσες εξοπλισμών και, ενδεχομένως, στον πόλεμο. Ως εκ τούτου, οι Κινέζοι ηγέτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Ιαπωνία, η οικονομία της οποίας έχει υποστεί μεγάλη πτώση κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, δυσφορεί όχι μόνο για την συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων της Κίνας, αλλά και για το ενδεχόμενο της εγκατάλειψής της από τον Αμερικανό σύμμαχό της.
Αυτό δεν είναι μόνο ευαίσθητες βλακείες. Ως απτό τρόπο αναγνώρισης των κινεζικών φόβων από την Ιαπωνία, οι Ιάπωνες ηγέτες θα έπρεπε να σταματήσουν τις επισκέψεις στον επίμαχο ναό Yasukini και να ξεκαθαρίσουν την ιστορία τους στην περίοδο του πολέμου. Μιλώντας στο Διάλογο της Shangri-La τον Ιούνιο του περασμένου έτους, ο Ιάπωνας υπουργός Άμυνας Itsunori Onodera παρείχε ένα καλό πρότυπο. Πριν να μιλήσει για τη συμβολή της Ιαπωνίας στην περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια, επικαλέστηκε το πνεύμα της δήλωσης του 1995 από τον τότε πρωθυπουργό Tomiichi Murayama λέγοντας στους συνέδρους ότι η Ιαπωνία είχε «προκαλέσει τεράστια ζημιά και δεινά στους λαούς πολλών χωρών». Τα λόγια μπορεί να είναι ευτελή, αλλά δεδομένου ότι οι αντιλήψεις μετράνε στην πολιτική, μια επαναλαμβανόμενη σειρά απολογιών θα βοηθούσε στην εκτόνωση των εντάσεων.
Σε μια αμοιβαία χειρονομία, οι Κινέζοι μπορούν να αναγνωρίζουν τους Ιαπωνικούς φόβους ξεσκονίζοντας μια έννοια «νέου σκεπτικού» που είχε προταθεί από έναν Κινέζο δημοσιογράφο και ακαδημαϊκό πριν από μια δεκαετία. Το «νέο σκεπτικό» καλούσε την Κίνα να «ξεπεράσει τις τοπικιστικές της απόψεις» για την Ιαπωνία και να υιοθετήσει μια μακρόπνοη και στρατηγική προσέγγιση στη σχέση τους. Στην ουσία, επιδιώκει να αφαιρέσει το συναίσθημα και τη συγκίνηση από τη σχέση, και να θέσει κάποια πειθαρχία στην επινόηση απτών τρόπων για να τεθούν οι σχέσεις σε μια στρατηγική βάση.
Ένας ακόμη πιο φιλόδοξος και ίσως ανέφικτος στόχος για τώρα θα ήταν η συγχώρεση. Αυτό δεν είναι απλά μια προσπάθεια αγαθοεργίας. Πολλές από τις σημερινές συγκρούσεις αποτελούν εκδηλώσεις των ιστορικών αδικιών. Οι Σέρβοι χαρακτηρίστηκαν ως οι κακοποιοί των Βαλκανίων τη δεκαετία του 1990, αλλά οι Σέρβοι, μαζί με τους τσιγγάνους και τους Εβραίους, σκοτώθηκαν στα χέρια των Κροατών και των Γερμανών το 1940. Όπως είπε κάποτε ο Mahatma Gandhi, η αρχή του «οφθαλμός αντί οφθαλμού» αφήνει τον κόσμο τυφλό.
Τα παραπάνω βήματα είναι το λιγότερο φιλόδοξα. Οι υποστηρικτές του «νέου σκεπτικού» επικρίθηκαν από τους συμπατριώτες τους. Ακόμη και να το αναφέρει κάποιος σε συζήτηση στην Κίνα, το μόνο που θα κατάφερνε είναι να προκαλέσει την οργή μιας νεώτερης γενιάς Κινέζων που έχουν ανατραφεί με μια σταθερή «διατροφή» αντι-ιαπωνικής προπαγάνδας. Το ίδιο ισχύει και για την Ιαπωνία, η οποία δεν υποχωρεί, λέγοντας ότι έχει ήδη ζητήσει αρκετές συγγνώμες για τις δραστηριότητές της στη διάρκεια του πολέμου.
Ωστόσο, ακόμη και μια μικρή κίνηση προς την αναγνώριση των αμοιβαίων φόβων θα αποφέρει κέρδη. Στην πορεία προς την εξομάλυνση τους στη δεκαετία του 1970, η Κίνα και η Ιαπωνία παραμέρισαν τα αμφιλεγόμενα ζητήματα της ιστορίας, μια σοφή κίνηση η οποία οδήγησε στην ουσιαστική ωρίμανση των διμερών σχέσεων. Το 1972, ο Mao Zedong είπε όπως είναι ευρέως γνωστό, στον Ιάπωνα πρωθυπουργός, Kakuei Tanaka ότι δεν υπήρχε καμία ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη. Ο Κινέζος ηγέτης είπε, η κομμουνιστική επανάσταση στην Κίνα δεν θα είχε πετύχει ποτέ χωρίς την εισβολή της Ιαπωνίας. Το ίδιο ισχύει και τώρα ως επιτακτική ανάγκη: αντιμετωπίστε την ιστορία και τελειώνετε με το ζήτημα αυτό. Η μόνη διαφορά είναι ότι το διακύβευμα είναι πολύ υψηλότερο.Tου William Choong
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.iiss.org/en/iiss%20voices/blogsections/iiss-voices-2014-b4d9/february-72f2/when-making-up-is-hard-to-do-6c25
ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου