Ένας Αιγύπτιος αστυνομικός σε δίκη στην Αλεξάνδρεια στις 3 Μαρτίου 2014. (Al Youm Al Saabi Newspaper / Courtesy Reuters)
Μετά από μια αστραπιαία δίκη στην πόλη al-Minya, η αγχόνη απειλεί 529 Αιγύπτιους. Οι άνδρες, φερόμενοι ως μέλη τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, είχαν καταδικαστεί για την δολοφονία ενός αστυνομικού τον περασμένο Αύγουστο σε ταραχές που ξέσπασαν αφότου οι αιγυπτιακές δυνάμεις ασφαλείας διέλυσαν βίαια δύο καθιστικές διαμαρτυρίες στο Κάιρο από υποστηρικτές τού ανατραπέντος προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, σκοτώνοντας πάνω από 800 άτομα. Η δίκη και καταδίκη, που πραγματοποιήθηκαν σε σύντομες συνεδρίες, με τους συνηγόρους υπεράσπισης να μην είναι σε θέση να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους, μπορεί να μοιάζουν με μια απλή επιστροφή στο είδος τής καταπίεσης που υπήρχε πριν από την εξέγερση της Αιγύπτου το 2011. Αλλά στην πραγματικότητα σηματοδοτούν μια νέα φάση στον αγώνα δεκαετιών μεταξύ του αιγυπτιακού κράτους και της παλαιότερης και μεγαλύτερης ισλαμικής ομάδας τής χώρας. Στο τέλος, τόσο η κυβέρνηση όσο και η Μουσουλμανική Αδελφότητα - μαζί με τον αιγυπτιακό λαό τον οποίο η κάθε πλευρά θεωρεί ότι εκπροσωπεί - θα είναι οι χαμένοι.
Για πάνω από μισό αιώνα, οι κυβερνήτες τής Αιγύπτου προσπάθησαν πότε να συντρίψουν και πότε να χρησιμοποιήσουν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Εκείνοι που ευνοούσαν την καταστολή μερικές φορές χρησιμοποιούσαν νομικά μέσα: έβγαλαν εκτός νόμου την ομάδα, έθεσαν τα κηρύγματα στο τζαμί υπό κρατικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με το ποιοί θα μπορούσαν να κηρύττουν και τι θα μπορούσαν να λένε, και παρακολούθησαν στενά την φιλανθρωπική δραστηριότητα. Αλλά τις περισσότερες φορές, διαδοχικά αιγυπτιακά καθεστώτα είχαν την τάση να χρησιμοποιούν σκληρά μέτρα, σε μεγάλο βαθμό κατά παράβασιν του νόμου. Ο ιδρυτής τού κινήματος, Χασάν αλ-Μπάνα, δεν συνελήφθη ούτε δικάστηκε. Πυροβολήθηκε κι έπεσε νεκρός το 1949, πιθανόν από την αιγυπτιακή αστυνομία ως εκδίκηση για τις βίαιες δραστηριότητες της Αδελφότητας εκείνη την περίοδο. Η κορύφωση τής καταστολής ήρθε στην δεκαετία τού 1950 και του 1960, υπό την προεδρία τού Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ο οποίος έστησε ψευτο-δικαστήρια για να στείλει κάποιους ηγέτες τής Αδελφότητας στην αγχόνη και χιλιάδες άλλους στις φυλακές.
Οι διάδοχοί του, ο Ανουάρ Σαντάτ και ο Χόσνι Μουμπάρακ, ακολούθησαν μια διαφορετική προσέγγιση, προτιμώντας να περιορίσουν την Αδελφότητα, αντί να προσπαθήσουν να την εξαλείψουν. Για αμφότερους τους ηγέτες, ο στόχος ήταν να κρατήσουν τους ισλαμιστές στην επιφάνεια, όπου θα μπορούσαν να παρακολουθούνται και να αποστραγγίζονται από την στήριξη σκοτεινών ριζοσπαστικών ομάδων που επικροτούν την χρήση βίας, την οποία η Αδελφότητα απέφευγε από την δεκαετία τού 1960. Τα καθεστώτα Σαντάτ και Μουμπάρακ επέτρεψαν στην Αδελφότητα να ανοίξει κεντρικά γραφεία και σε ορισμένους από τους ιθύνοντές της να προβούν σε κοινωνικές, οικονομικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Τους επέτρεψαν ακόμη και βάλουν υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο ως ανεξάρτητοι ή μέσα σε κοσμικά πολιτικά κόμματα, εφόσον συμφωνούσαν να χάσουν τις περισσότερες εκλογικές μάχες. Αλλά, την ίδια στιγμή, και τα δύο καθεστώτα παρενοχλούσαν τους ηγέτες τής Αδελφότητα, ερευνούσαν τις επιχειρηματικές συναλλαγές τους, συγκέντρωναν τους οπαδούς τους και διέλυαν τις συνεδριάσεις τους, αν γίνονταν πολυπληθείς.
Και, ακριβώς όπως και ο προκάτοχός τους, συχνά λειτουργούσαν εκτός των κανονικών νομικών διαύλων και των θεσμών. Ο Σαντάτ, ο οποίος ήταν ένας από τους δικαστές στα ψευτο-δικαστήρια του Νάσερ, ανέπτυξε μια νέα ομάδα ειδικών δικαστηρίων για την ασφάλεια και την προστασία τής κοινωνίας από την «επαίσχυντη συμπεριφορά», όπως την καθόριζε το καθεστώς. Υπό τον Μουμπάρακ, η νασερική καταπάτηση του νόμου έδωσε την θέση της σε ένα πιο τακτοποιημένο σύνολο διαδικασιών και δομών: δικαστήρια κρατικής ασφάλειας, στρατοδικεία και φυλακίσεις που κρατούσαν το γράμμα αλλά όχι το πνεύμα τού νόμου. Για παράδειγμα, αν οι συγγενείς μπορούσαν να ανακαλύψουν το πού κρατείται το μέλος τής οικογένειάς τους, μπορούσαν να προσφύγουν στα δικαστήρια για μια εντολή απελευθέρωσης. Αν κέρδιζαν την υπόθεση, ο κατηγορούμενος αφηνόταν ελεύθερος - και στη συνέχεια αμέσως συλλαμβανόταν εκ νέου από άλλον οργανισμό ασφάλειας.
Οι πιο πρόσφατες κινήσεις τής αιγυπτιακής κυβέρνησης κατά της Αδελφότητας μπορεί λοιπόν να φαίνονται σαν μια επανάληψη των ιστορικών προτύπων, αλλά από την ανάποδη. Η Αδελφότητα για μικρό χρονικό διάστημα απέκτησε νομική υπόσταση μετά την εξέγερση το 2011 – της δόθηκε η δυνατότητα μέχρι και να σχηματίσει ένα πολιτικό κόμμα. Στη συνέχεια, το δικαστήριο της έκλεψε την εν λόγω υπόσταση για άλλη μια φορά. Το υπουργικό συμβούλιο την χαρακτήρισε τρομοκρατική οργάνωση τον περασμένο Δεκέμβριο, παρ’ όλο που η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη αποδείξει την διασύνδεσή της με βίαιες επιθέσεις. Η απλή συμμετοχή στην Αδελφότητα είναι παράνομη, και οι δυνάμεις ασφαλείας αποφασίζουν το ποιος ακριβώς ανήκει στην ομάδα. Στην πρόσφατη ετυμηγορία στην al-Minya, υπήρξαν αναφορές ότι κάποιοι από αυτούς που καταδικάστηκαν σε κρεμάλα είχαν ήδη αποβιώσει όταν διεπράχθη το έγκλημα.
Η Αίγυπτος τώρα βιώνει την βία παρόμοια με εκείνη από τις πιο σκοτεινές περιόδους της. Η καταστολή παραπέμπει στην εποχή τού Νάσερ: από το 1952 ως το 1955, περίπου 20.000 άνθρωποι (φιλελεύθεροι και αριστεριστές όπως και Αδελφοί Μουσουλμάνοι) φυλακίστηκαν. Τώρα, περίπου 19.000 έχουν φυλακιστεί από τον Ιούλιο γιατί είτε συμμετείχαν σε διαδηλώσεις ειίτε υπήρχε η υποψία ότι είναι μέλη τής Αδελφότητας. Περισσότεροι από 2.500 πολίτες έχουν σκοτωθεί και άλλοι 17.000 έχουν τραυματιστεί στις διαδηλώσεις από τότε που ο Μόρσι ανατράπηκε, αριθμοί πρωτοφανείς ακόμα και για την εποχή τού Νάσερ. Όταν πρόκειται για βία κατά των ισλαμιστών, η κλίμακα μοιάζει με την δεκαετία τού 1990 υπό τον Μουμπάρακ, όταν μια εξέγερση κόστισε κατ’ εκτίμηση 1.500 ζωές στην διάρκεια επτά ετών, συμπεριλαμβανομένων των πυροβολισμών κατά τουριστών, μικρών βομβιστικών επιθέσεων και δολοφονιών αξιωματούχων τής αστυνομίας και κυβερνητικών στελεχών. Η βία εναντίον των αστυνομικών και των στρατιωτικών αξιωματούχων έχει δεκαπλασιαστεί από τότε που συνέβη το πραξικόπημα, με περίπου 300 αξιωματικούς και αρκετές δεκάδες αμάχους να έχουν σκοτωθεί σε επιθέσεις που έχουν διεκδικήσει από τζιχαντιστικές ομάδες (όπως η ομάδα ανταρτών Ansar Beit al-Maqdis που εδρεύει στο Σινά), σε βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας ή σε αυτοκίνητα, σε πυροβολισμούς από κινούμενο όχημα ή ως αποτέλεσμα μικρών αυτοσχέδιων εκρηκτικών συσκευών. Η κυβέρνηση κατηγορεί δημοσίως την Αδελφότητα για κάθε επίθεση, αλλά δεν έχει ακόμη παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία για επιχειρησιακούς δεσμούς τής οργάνωσης, η οποία αρνείται εντόνως οποιαδήποτε συμμετοχή, με εκείνους που πραγματικά διεκδικούν την ευθύνη για τις επιθέσεις.
Αλλά, σε σύγκριση με προηγούμενες εποχές, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά στον τρόπο αντιμετώπισης της Αδελφότητας από το κράτος. Υπό τον Νάσερ - καθώς και τον Σαντάτ και τον Μουμπάρακ – η καταστολή ήταν η δουλειά των υπηρεσιών ασφαλείας και των ειδικών δικαστηρίων. Το δικαστικό σύστημα λειτούργησε κατά καιρούς ως τροχοπέδη για τις πιο αυταρχικές παρορμήσεις τής κυβέρνησης. Τώρα, όλα τα όργανα του αιγυπτιακού κράτους φαίνεται να είναι ευθυγραμμισμένα. Εκεί που ο Νάσερ έπρεπε να μπει στον κόπο να δημιουργήσει ψευτο-δικαστήρια, σήμερα δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη. Η κανονική δικαστική εξουσία έχει ηγηθεί στην περισσότερη από την πρόσφατη καταστολή εναντίον τής Αδελφότητας, από τις καταδίκες τής Minya μέχρι τις άλλες δίκες ηγετών τής Αδελφότητας. Εν τω μεταξύ, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, το θρησκευτικό κατεστημένο, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν όλοι συστρατευθεί στην προσπάθεια. Ορισμένα πολιτικά κόμματα και τα περισσότερα από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης έχουν επίσης προσυπογράψει, προφανώς με την δική τους ελεύθερη βούληση.
Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα του αιγυπτιακού κράτους, που συνήθως ενέπνεαν σεβασμό επειδή θεωρούνταν ότι είναι υπεράνω της πολιτικής φθοράς - το δικαστικό σώμα, όπως και ο στρατός - τώρα φαίνονται να είναι πολύ πρόθυμα να συμμετέχουν στην καταστολή. Αυτή η αλλαγή όχι μόνο βλάπτει την διεθνή φήμη τής δικαστικής εξουσίας και του στρατού, αλλά και περιγράφει το πώς φαίνονται στην εγχώρια σκηνή. Οποιαδήποτε μελλοντική εξέγερση, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να στραφεί εναντίον όλων των μερών του κράτους και όχι μόνο εναντίον τού προέδρου και εκείνων που θεωρούνται ως οι μπράβοι του, όπως συνέβη το 2011 στην εξέγερση κατά του Μουμπάρακ.
Προς το παρόν, αυτοί οι θεσμοί αντιπαλεύουν με το ερώτημα του τι πρέπει να κάνουν, όχι μόνο για τις τρομοκρατικές επιθέσεις αλλά και για τις εκπληκτικά επίμονες υπέρ τής Αδελφότητας και αντι-στρατιωτικές διαδηλώσεις που συγκλονίζουν την χώρα, από τότε που ο στρατός απομάκρυνε τον Μόρσι από την θέση του. Από τότε που πραγματοποιήθηκε η βίαιη καταστολή των καθιστικών διαμαρτυριών τής Αδελφότητας στο Κάιρο τον περασμένο Αύγουστο, οι Αρχές έχουν δοκιμάσει μια σειρά από άλλα κατασταλτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ψήφισης δρακόντειας νομοθεσία εναντίον των διαδηλώσεων το Νοέμβριο, τον χαρακτηρισμό τής Αδελφότητας ως τρομοκρατικής οργάνωσης τον Δεκέμβριο και τις πρόσφατες θανατικές καταδίκες. Η σειρά των μέτρων φαίνεται να σημαίνει περισσότερο βραχυπρόθεσμο πανικό και οργή για την Αδελφότητα παρά οποιοδήποτε μακροπρόθεσμη στρατηγική. Αλλά επιλέγοντας αυτόν τον δρόμο, οι στρατηγοί και οι δικαστές τής Αιγύπτου απλώς προσέθεσαν στην λίστα των προβλημάτων τους.
Κατ’ αρχήν, υπάρχει το ερώτημα του τι να κάνουν με τους κατ’ εκτίμηση 19.000 κρατούμενους. Ακόμη και εάν οι Αρχές τελικά απελευθερώσουν πολλούς από αυτούς (δεν υπάρχει ακόμα καμία ένδειξη ότι θα κάνουν κάτι τέτοιο), πιθανότατα θα προσπαθήσουν να βρουν νομικούς λόγους για να κρατήσουν χιλιάδες άλλους στην φυλακή για χρόνια. Μεμονωμένες δίκες θα αποτελέσουν μεγαλύτερο βάρος από όσο θα μπορούσε να αντέξει το δικαστικό σύστημα της Αιγύπτου και η απελευθέρωση των κρατουμένων, πολλοί από τους οποίους έχουν υποστεί βασανιστήρια, διακινδυνεύει να παράσχει πολλές περισσότερες στρατολογήσεις σε τζιχαντιστικές ομάδες. Οι μαζικές δίκες εναντίον μελών τής Αδελφότητας - υπάρχουν διάφορες εν εξελίξει - περιλαμβάνουν εκατοντάδες κατηγορούμενους που παραμένουν ασύλληπτοι και δεκάδες αποδεδειγμένα μη συμμετέχοντες στα συγκεκριμένα περιστατικά που ερευνώνται. Αν και οι ετυμηγορίες θα μπορούσαν να ανατραπούν σε διαδικασία έφεσης ή οι ποινές να μειωθούν, εντούτοις έχουν ανοίξει τον δρόμο για έναν συνεχή κύκλο οργής και εκδίκησης.
Ο δρόμος διαφυγής από έναν τέτοιο τρόμο είναι η πολιτική συμφιλίωση, στην οποία οι Αρχές συμφωνούν να απελευθερώσουν κρατουμένους, απορρίπτουν την «ταμπέλα» τής τρομοκρατίας και επανεντάσσουν στην Αδελφότητα στην πολιτική ζωή με αντάλλαγμα μια υπόσχεση από την οργάνωση για μη-βία και αποδοχή ότι ο Μόρσι δεν θα αποκατασταθεί ως πρόεδρος. Αλλά για την ώρα, πολλοί Αιγύπτιοι θεωρούν την απλή αναφορά τής λέξης «συμφιλίωση» ως προδοσία. Θα πρέπει, όμως, τελικά να συμβεί εάν η Αίγυπτος θέλει να φτάσει σε κάποιο είδος πολιτικής συναίνεσης κατά το παράδειγμα της Τυνησίας, κάτι που αποτελεί την καλύτερη ελπίδα για σταθερότητα. Απλά, υπάρχουν πάρα πολλοί ισλαμιστές και μη-ισλαμιστές (εθνικιστές, φιλελεύθεροι, αριστεροί) σε κάθε μια πλευρά ώστε να κυριαρχήσει. Η άλλη επιλογή είναι η συνεχιζόμενη βία και η αστάθεια. Ο Νάσερ και ο Σαντάτ ταλαντεύτηκαν μεταξύ των εγχώριων και των ξένων πολιτικών κρίσεων κατά την διάρκεια της προεδρίας τους. Ο Σαντάτ δολοφονήθηκε από συμπαθούντες ισλαμιστές στον στρατό. Ο Μουμπάρακ ήταν απλώς σε θέση να ηρεμήσει την χώρα από την ώρα που οι ισλαμιστές είχαν αποξενώσει τους Αιγύπτιους δημιουργώντας τόσα πολλά θύματα μεταξύ αμάχων. Σήμερα, παρά το πολιτικό χάσμα, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο οι περισσότεροι Αιγύπτιοι θα συμφωνήσουν: η συνεχιζόμενη καταπίεση είναι λιγότερο πιθανό να δουλέψει σε μια Αίγυπτο με ολέθρια οικονομικά προβλήματα και έναν πληθυσμό που έχει συνηθίσει να ανατρέπει προέδρους από την καρέκλα τους.
Nathan J. Brown και Michele Dunne
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69754/nathan-j-brown-kai-michele-dunne/oi-aigyptioi-dikastes-eformoyn?page=show
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου