Λίγες μόνο ημέρες πριν από τις διπλές εκλογές τής 18ης Μαΐου, το εκλογικό σκηνικό είναι ασυνήθιστα ομιχλώδες. Αφενός γιατί, όπως έδειξαν και οι προηγούμενες εκλογές σε εθνικό επίπεδο, οι πολίτες είναι οργισμένοι με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ίδιοι και η Ελλάδα. Την μεγαλύτερη ευθύνη την αποδίδουν στο πολιτικό σύστημα, όπως διαχειρίστηκε τις τύχες τής χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Και του γυρνούν την πλάτη.
Στιγμιότυπο από παλαιότερες εκλογές στην Αθήνα. (Kostas Tsironis/Reuters)
Αφετέρου, γιατί στις σημερινές συνθήκες υπάρχει αδυναμία τής αναγνώρισης των τάσεων και των σκέψεων των πολιτών. Οι δημοσκόποι βρίσκονται σε αδιέξοδο καθώς στις δημοσκοπήσεις που διεξάγουν απαντά ελάχιστο ποσοστό πολιτών, περίπου το 10% από εκείνους που προσεγγίζονται. Έτσι, το περιθώριο λάθους γίνεται τεράστιο καθώς το δείγμα δεν είναι αντιπροσωπευτικό και οι στατιστικές τεχνικές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Εκτός από τις πολιτικές αιτίες αυτού του φαινομένου υπάρχει και μια πρακτική: Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων για να μειώσουν το κόστος τους διεξάγουν τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις μέσω ηχογραφημένων ερωτημάτων. Φαίνεται ότι οι πολίτες βρίσκουν την διαδικασία αυτή προσβλητική και αντιδρούν με τον δικό τους τρόπο: Είτε κλείνουν το τηλέφωνο είτε απαντούν άλλα αντί άλλων. Ελάχιστοι ακολουθούν την επιθυμητή διαδικασία.
Ακόμα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης φαίνεται να ασχολούνται με τις εκλογές αυτές με κάπως νυσταγμένη, υπηρεσιακή αντιμετώπιση. Κανένα δεν θέλει να λείπει από μια υποτιθέμενη διαδικασία ενημέρωσης των πολιτών όπως επίσης δεν θέλει να χάσει τα –μικρά μεν αλλά πολύτιμα, ετούτη την περίοδο- έσοδα που θα προκύψουν από την προβολή των κάθε λογής υποψηφίων.
Ωστόσο τα πράγματα είναι σοβαρά. Οι ευρωεκλογές αλλά και οι αυτοδιοικητικές εκλογές υποθηκεύουν σε έναν βαθμό το μέλλον τής χώρας και των πολιτών. Και το κάνουν με έναν τρόπο πρόχειρο και ρηχό, άρα σπάταλο και επικίνδυνο. Ιδού το γιατί.
ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΣΕ ΑΦΑΣΙΑ
Το 2004, όταν κορυφωνόταν στην Ευρώπη η συζήτηση για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ο δήμος του Παρισιού ανέλαβε το τεράστιο έξοδο να τυπώσει το σχετικό κείμενο και να το αποστείλει σε όλους τους δημότες του. Η προσπάθεια ήταν τόσο ολοκληρωμένη που ακόμα και οι clochard, οι άστεγοι δηλαδή, εκλήθησαν σε αμφιθέατρο προκειμένου να ενημερωθούν και προφορικά, καθώς δεν είχαν διεύθυνση για να τους αποσταλεί το σχετικό έντυπο.
Το παράδειγμα αυτό δείχνει το πώς οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν από χρόνια ξεκινήσει μια διαλογική διαδικασία σχετικά με την πορεία που παίρνει ή που θέλουν να πάρει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η θεσμοθετημένη «ημέρα ευρωπαϊκών θεμάτων» στο βρετανικό κοινοβούλιο που αναλώνεται κάθε εβδομάδα στην ανταλλαγή απόψεων και την οικοδόμηση θέσεων περί την Ε.Ε.
Στην Ελλάδα καμία τέτοια συζήτηση δεν έχει γίνει. Τα ελληνικά κόμματα ουδέποτε αφιέρωσαν χρόνο σε μια ουσιαστική επεξεργασία σχετικά με την στάση τους απέναντι στην Ευρώπη. Παρέμειναν θεατές στο ευρωπαϊκό δράμα, απλώς σηκώνοντας την ταμπέλα τού ευρωπαϊστή ή του ευρωσκεπτικιστή, χωρίς επιχειρήματα και χωρίς υπόβαθρο. Κατ’ επέκταση, ουδέποτε έχει τεθεί σε ουσιαστική δημόσια συζήτηση η θέση τής Ελλάδας μέσα στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και για τους περισσότερους πολίτες, Ευρωπαϊκή Ένωση σήμαινε μέχρι πριν από λίγα χρόνια ένα μεγάλο ταμείο από το οποίο η χώρα αντλούσε χρήματα για επιδοτήσεις και κάποια κεφάλαια για έργα, αλλά και ένα απρόσιτο διευθυντήριο που επιβάλλει κανόνες χωρίς την συναίνεση των πολιτών.
Οπότε, δεν είναι παράξενο που οι ευρωεκλογές στην Ελλάδα δεν διεξάγονται με ευρωπαϊκούς όρους αλλά χρησιμοποιούνται για να απαντήσουν σε εσωτερικά ζητήματα, και μετατρέπονται σε μια -κάπως αξιόπιστη (εξαιτίας της λεγόμενης «χαλαρής» ψήφου)- πάνδημη δημοσκόπηση για την απήχηση των κομμάτων στο εκλογικό σώμα.
Το χειρότερο είναι ότι μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι υποψήφιοι των κομμάτων για την ευρωβουλή, δεν επιλέγονται με βάση τις γνώσεις τους ή τις θέσεις τους σχετικά με τα ευρωπαϊκά ζητήματα αλλά με βάση τους εσωκομματικούς σχεδιασμούς: Μέχρι και τις προηγούμενες ευρωεκλογές, όταν οι ευρωβουλευτές αναδεικνύονταν μέσω κομματικής-αρχηγικής τοποθέτησης, οι θέσεις στην λίστα αποτελούσαν στην καλύτερη περίπτωση τον προθάλαμο για φερέλπιδες πολιτικές προσωπικότητες καθώς και ένα τιμητικό και καλοπληρωμένο «παρκάρισμα» πολιτικών φίλων ή εσωκομματικών αντιπάλων. Αυτή η προσέγγιση είχε προφανείς αρνητικές συνέπειες για την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε ένα από τα σημαντικότερα θεσμικά όργανα στα οποία συμμετέχει.
Σε ετούτες τις ευρωεκλογές, όπου η ανάδειξη των ευρωβουλευτών θα γίνει με την σταυροδοσία, μέσα από μια ευρύτερη λίστα την οποία πάλι καθορίζει το γραφείο τού αρχηγού κάθε κόμματος, θεωρητικά υπάρχει μεγαλύτερη εφαρμογή των δημοκρατικών όρων: Στο κάτω-κάτω, ο πολίτης μπορεί να ψηφίσει αυτόν που επιθυμεί.
Όμως, η ανάγκη για συλλογή ψήφων οδήγησε τα κόμματα για άλλη μια φορά να επιλέξουν υποψήφιους με εσωτερική εκλογική στόχευση αφήνοντας την χώρα ανοικτή στην πιθανότητα να εκπροσωπείται στις Βρυξέλλες από ανθρώπους που απέχουν μακράν από τις ικανότητες που απαιτούνται για κάτι τέτοιο. Κορυφαία παραδείγματα οι κάθε λογής ποδοσφαιριστές, ποιητές, ιατροί, τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι, κ.λπ.
Το νέο σύστημα εκλογής με σταυροδοσία ενέχει ένα εν δυνάμει μεγάλο πολιτικό αλλά και διαχειριστικό πρόβλημα. Επειδή οι εκλογές για την ανάδειξη των ευρωβουλευτών γίνονται στο σύνολο της επικράτειας, οι προσωπικότητες που θα αναδειχθούν θα έχουν συγκεντρώσει έναν δυσθεώρητα υψηλό αριθμό συνολικών σταυρών επιλογής, καθιστώντας τους εαυτούς τους προσωπικότητες αποδεκτές από εκλογικές ομάδες μακράν πολυπληθέστερες από εκείνες των βουλευτών στο εθνικό κοινοβούλιο, άρα και των υπουργών, ίσως ακόμη και του πρωθυπουργού. Αυτό δεν είναι πολιτικά καθόλου απλό. Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθούν περιπλοκές στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, οι προσωπικότητες που επιλέγονται για τις ευρωλίστες είναι πολιτικά χαμηλού προφίλ ώστε να παραμείνουν ακίνδυνες για το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Εδώ η αντίφαση είναι εξόφθαλμη: Τα ελληνικά κόμματα στέλνουν στο σημαντικότερο για την χώρα διεθνές φόρουμ, ανθρώπους οι οποίοι αποκλείονται από νομιμοποιημένες θέσεις εξουσίας στην εγχώρια πολιτική σκηνή…
Επίσης, και αυτό είναι ακόμα χειρότερο, τα ίδια τα κόμματα, μην έχοντας σαφή πολιτική στόχευση απέναντι στα ευρωπαϊκά διακυβεύματα, θα στείλουν τους ευρωβουλευτές τους χωρίς να τους παρέχουν την απαραίτητη πολιτική κατεύθυνση, εκτός ίσως από μια σύντομη ενημέρωση από το Υπουργείο Εξωτερικών για την ελληνική στάση στα μεγάλα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Άνθρωποι οι οποίοι θα κληθούν να συμμετάσχουν σε επιτροπές, να γνωμοδοτήσουν για ευρωπαϊκές πολιτικές και να τοποθετηθούν για ζητήματα όπως π.χ. η πορεία προς την ομοσπονδοποίηση ή μη της Ευρώπης, στέλνονται για να αγωνιστούν στις Βρυξέλλες έχοντας ως μόνα εφόδια τις προσωπικές τους γνώσεις και απόψεις.
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ «ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ»
Ανάλογα προβλήματα βιώνει και ο χώρος τής Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η κατεύθυνση που έχει από χρόνια επιλεγεί και ήδη εφαρμόζεται, είναι η εξουσία να αποκεντρώνεται και να δίνονται στους τοπικούς και περιφερειακούς άρχοντες τα αντίστοιχα «εργαλεία» προκειμένου να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πολιτών τούς οποίους εκπροσωπούν, στην Ελλάδα τίποτε δεν έχει γίνει προς αυτή την κατεύθυνση.
Πιο προχωρημένη χώρα σε αυτό το μοντέλο διοίκησης είναι η Ισπανία, όπου η κάθε Περιφέρεια, π.χ. η Καταλωνία, διαχειρίζεται η ίδια το 70% του πλούτου που παράγει και της αναλογεί, και αποδίδει το υπόλοιπο 30% στην κεντρική εξουσία. Στην Ελλάδα, η κεντρική εξουσία αρνείται να παραδώσει έστω κάποια από τα τα προνόμιά της και ένα αρμόζον μερίδιο οικονομικής και κανονιστικής ισχύος στους τοπικούς άρχοντες.
Παρά το γεγονός ότι οι αρχικές προβλέψεις τού σχεδίου Καλλικράτης έτειναν προς το ευρωπαϊκό μοντέλο, τελικώς αυτό ατόνησε και τα πράγματα παρέμειναν όπως τα ξέρουν οι Έλληνες πολίτες.
Συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση ποτέ δεν προσέλκυσε σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες αλλά παρέμεινε εγκλωβισμένη σε μια διαχειριστική και τοπικιστική λογική. Μάλιστα, το φαινόμενο αυτό έφτασε να θεωρείται και πλεονέκτημα, το οποίο χρησιμοποιούν οι νυν άρχοντες προβάλλοντας την «αυτοδιοικητική» εμπειρία τους έναντι των αντιπάλων τους που δεν την διαθέτουν. Τίποτα πιο στρεβλό και λαθεμένο από αυτό.
Η διαχειριστική (σε αντιδιαστολή με την πολιτική) νοοτροπία στους δήμους και τις περιφέρειες, σε πρακτικό επίπεδο είχε σαν αποτέλεσμα την σπατάλη πόρων σε αποσπασματικά έργα, έργα της «γειτονιάς» που, όμως, εξασφαλίζουν εκλογική πελατεία (και σε αρκετές περιπτώσεις αφανές εισόδημα) για τον κάθε αυτοδιοικητικό παράγοντα.
Σε πολιτικό επίπεδο, αυτές οι «δεύτερης τάξεως» πολιτικές προσωπικότητες των ΟΤΑ παραμένουν επίσης στο έλεος -όπως και οι ευρωβουλευτές για τους ίδιους λόγους-, των γραφείων των αρχηγών των κομμάτων –και των τοπικών παραγόντων- προκειμένου να εξασφαλίσουν υποστήριξη από την κεντρική διοίκηση στις όποιες παρεμβάσεις στην περιοχή τους ή -ακόμη πιο δελεαστικό- για μια μεταπήδησή τους στην κεντρική πολιτική σκηνή (η οποία, όπως δείχνει η ιστορία, σπάνια πραγματοποιείται).
Όλα τα παραπάνω αποτρέπουν την είσοδο στον στίβο των ΟΤΑ, ανθρώπων με ευρύτερο πολιτικό κύρος και αναγνωρισμένες ικανότητες, καθώς οι προσωπικότητες αυτές προτιμούν είτε να εμπλακούν απ’ ευθείας στην κεντρική πολιτική σκηνή είτε να αξιοποιήσουν τον χρόνο τους στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, αγνοώντας τα κοινά.
Όμως, σε κάποιο βαθμό, το σκηνικό αλλάζει. Πλέον οι Περιφέρειες της χώρας θα χρηματοδοτούνται αναγκαστικά και κατά κύριο λόγο απ’ ευθείας από τις Βρυξέλλες. Έτσι, ο θεσμός (και η θέση του Περιφερειάρχη) απεγκλωβίζεται από το βάρος τού κομματικού – κυβερνητικού κατεστημένου και αποκτά πολιτικές και πρακτικές δυνατότητες πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα.
Θα ήταν ευχής έργον αν αυτό είχε γίνει περισσότερο γνωστό στους πολίτες. Γιατί θα δημιουργούσε στα κόμματα μια πίεση ώστε να επιλέξουν προσωπικότητες ανάλογες με τις απαιτήσεις τού καινούργιου ρόλου τού Περιφερειάρχη. Αυτό, αναγκαστικά θα «τραβούσε» προς τα επάνω και το επίπεδο των υποψηφίων δημάρχων καθώς, σε αντίθετη περίπτωση η διαφορά θα ήταν τόσο οφθαλμοφανής που θα προκαλούσε αρνητικές συνέπειες στα ίδια τα κόμματα. Δυστυχώς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα), τίποτε από αυτά δεν συνέβη.
Οι πολίτες θα κληθούν να ψηφίσουν ανάμεσα σε υποψηφίους που δεν φέρνουν καμιά ουσιαστική αλλαγή από την σημερινή κατάσταση, γιατί απλώς δεν γνωρίζουν οι ίδιοι κάτι άλλο και, φυσικά, δεν μπορούν να φέρουν σε πέρας κάτι άλλο.
Αυτό και πάλι βόλεψε τα κόμματα. Γιατί οι Περιφερειάρχες, όπως και οι ευρωβουλευτές, απευθύνονται σε ένα ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο από εκείνο των βουλευτών τού εθνικού κοινοβουλίου. Αποκτούν, λοιπόν, μια «αποθήκη» ψήφων που θα μπορούσε να τους αναδείξει σε σημαντικές προσωπικότητες της κεντρικής πολιτικής σκηνής, οψέποτε οι ίδιοι το θελήσουν. Πώς, όμως, θα μπορούσαν να αποφύγουν τον κίνδυνο αυτό οι νυν βουλευτές (και υπουργοί); Μα, πιέζοντας για την ανάδειξη υποψηφιοτήτων που εάν είναι αξιόλογες δεν θα συγκεντρώνουν πολλές πιθανότητες να κερδίσουν και εάν πρόκειται να κερδίσουν δεν θα έχουν την δυνατότητα ή την επιθυμία να πρωταγωνιστήσουν στο κέντρο.
ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Στην «δηλητηριώδη» αυτή ελληνική πολιτική σκηνή, ο πολίτης έχει στα χέρια του το πιο δραστικό αντίδοτο: την ψήφο του. Μπορεί να την πετάξει στα σκουπίδια τού κομματικού φανατισμού και να παραμείνει «δηλητηριασμένος» και ο ίδιος ή να επιλέξει τις φωτεινές εξαιρέσεις που ευτυχώς υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις κομματικές λίστες.
Η επιλογή, για όποιον θέλει να κάνει μια τέτοια, δεν γίνεται δύσκολα. Οι σύγχρονες πηγές πληροφόρησης για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα ενός εκάστου υποψηφίου είναι και πολυπληθείς και εύκολα προσβάσιμες. Αρκεί κάποιος να διαθέσει τον χρόνο να ψάξει.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι να προσπαθήσει να αποφύγει τα γνωστά αλλά πάντα αποτελεσματικά «δολώματα» της παραδοσιακής ψηφοθηρίας: Η προσωπική πρόσβαση σε συγκεκριμένους υποψηφίους, οι εξυπηρετήσεις και τα ρουσφέτια που ικανοποιήθηκαν στο παρελθόν, η προσκόλληση στους κομματικούς υποψηφίους, η υποταγή στον συνθηματικό λόγο και στους «αγαπημένους» των μέσων μαζικής ενημέρωσης, σχεδόν πάντα μεταφράζονται στην ανάδειξη ανθρώπων που είτε δεν έχουν τις απαιτούμενες ικανότητες είτε έχουν (ή εξυπηρετούν) ατζέντες που δεν αφορούν τους πολίτες.
Σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, τόσο για την ευρωβουλή όσο και για τους ΟΤΑ, η επιλογή με αποκλειστικό κριτήριο την πειθαρχία στις αρχηγικές επιλογές είναι λανθασμένη και θα οδηγήσει σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Το διακύβευμα είναι εθνικό, ξεκάθαρα στην περίπτωση των ευρωεκλογών, λιγότερο ξεκάθαρα αλλά απολύτως ουσιαστικά και στην περίπτωση των Περιφερειαρχών. Αν θέλει, λοιπόν, η χώρα να ανεβεί ένα σκαλοπάτι, οι πολίτες της ας ψηφίσουν τους καλύτερους που υπάρχουν.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
sourche: http://foreignaffairs.gr/articles/69808/loykas-g-katsonis/pos-na-psifiso?page=show
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου