Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Προστασία αμάχων σε περίπτωση παρέμβασης

Η προτεινόμενη από τη Βραζιλία ιδέα της «ευθύνης με παράλληλη προστασία» (RWP) έχει συμπαγή άποψη για το πώς η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να απαντά όταν γίνονται στόχος άμαχοι πληθυσμοί. Οι υποστηρικτές της RWP ισχυρίζονται ότι αυτό θα καταστήσει τις παρεμβάσεις για την ασφάλεια αμάχου πληθυσμού, ιδιαίτερα στρατιωτικές παρεμβάσεις, πιο υπεύθυνες και πιο αναλογικές και πιο συγκρατημένες σχετικά με την κακή χρήση της διεθνώς αποδεκτής «ευθύνης για την προστασία» (R2P). Μερικοί από τους αντιπάλους του RWP το εκλαμβάνουν ως ένα σκόπιμο τέχνασμα από κράτη που είναι φίλα προσκείμενα με την Κίνα και τη Ρωσία, για να εμποδίζουν την παρέμβαση. Στην πραγματικότητα, αυτή η συζήτηση αποσπά την προσοχή από τις λιγότερο ευχάριστες αλήθειες για το R2P.

Η αντιπροσωπεία της Βραζιλία στις Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασε μια έρευνα προτείνοντας το RWP στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το Νοέμβριο του 2011, λίγες ημέρες αφότου τελείωσε η επιχείρηση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη με τη δολοφονία του πρώην προέδρου, Muhamar Gaddafi. Οι Βραζιλιάνοι υποστηρίζουν ότι η αποστολή στη Λιβύη απέδειξε την ανάγκη για διευκρινίσεις σχετικά με το R2P. Για τους Βραζιλιάνους, η αποστολή προχώρησε πιο πέρα από τις αρμοδιότητες του R2p με βάση την εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας και στην πραγματικότητα αφορούσε περισσότερο την εκδίωξη του καθεστώτος Gaddafi παρά την προστασία των πολιτών. Μια άποψη που εξέφρασαν επίσης διάφορες άλλες αναπτυσσόμενες δυνάμεις, και κυρίως η Ινδία και η Νότια Αφρική. Αντιθέτως, το ΝΑΤΟ, είδε την αποστολή στη Λιβύη ως μια επιτυχία: μια γρήγορη, αποφασιστική παρέμβαση που απέβαλε μια σημαντική απειλή για τους πολίτες, εντός των παραμέτρων του R2P.


Το R2P, που εγκρίθηκε από τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 2005, επαναπροσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής της εθνικής και διεθνούς ευθύνης απέναντι στους πολίτες, μοιράζοντας την ευθύνη για την προστασία των αμάχων από γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εθνοκαθάρσεις σε «τρεις πυλώνες». Ο πρώτος είναι η κύρια ευθύνη του κράτους για την προστασία του πληθυσμού του έναντι παρόμοιων εγκλημάτων. Ο δεύτερος είναι η ευθύνη της διεθνούς κοινότητας να βοηθήσει το κράτος να το κάνει. Ο τρίτος είναι η ευθύνη της διεθνούς κοινότητας να χρησιμοποιήσουν «κατάλληλα διπλωματικά, ανθρωπιστικά και άλλα ειρηνικά μέσα» για να βοηθήσουν στην προστασία των πληθυσμών εάν το κράτος αποτύχει να το κάνει, με συλλογική χρήση της δύναμης του ΟΗΕ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού, ως τελευταία λύση. Στην καρδιά του R2P είναι η αίσθηση ότι η κυριαρχία ενός κράτος εξαρτάται από τη συμπεριφορά του έναντι των πολιτών του.

Από το R2P στο RWP
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα στην αρχική έννοια του RWP είναι η ιδέα ότι οι τρεις πυλώνες της R2P πρέπει να ακολουθούν μια αυστηρή γραμμή «πολιτικής υποταγής και χρονικής αλληλουχίας». Πριν από την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, θα πρέπει να προωθηθούν όλες οι πιθανές διπλωματικές λύσεις και να εξαντληθούν και να πραγματοποιηθεί μια «ολοκληρωμένη και ορθολογική ανάλυση των πιθανών συνεπειών». Εκεί όπου το R2P επιτρέπει ευελιξία, αυτές οι απαιτήσεις του RWP αναπόφευκτα θα καθυστερούσαν τη λήψη μέτρων ασυμβίβαστων με την ιδέα να σταματήσει μια επικείμενη ή σε εξέλιξη θηριωδία της μάζας.

Ενώ η R2P δίνει έμφαση στα όρια της κρατικής κυριαρχίας, η RWP επιβάλει εκ νέου τα όρια της ικανότητας της διεθνούς κοινότητας να παρακάμψουν την κυριαρχία προκειμένου να προστατέψουν τους πληθυσμούς. Η RWP υπαναχωρεί ακόμη και από τη θεμελιώδη αρχή μιας συλλογικής ευθύνης για την προστασία των πληθυσμών με κάθε αναγκαίο μέσο, το οποίο ορίζει ότι οι καταστάσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται ως απειλή  για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια πριν να μπορούν να χρησιμοποιηθούν οποιαδήποτε καταναγκαστικά μέτρα.

Η έννοια της RWP περιορίζει περαιτέρω τις προϋποθέσεις και την πιθανότητα στρατιωτικής δράσης, δηλώνοντας ότι «η επιβολή δύναμης πρέπει να παράγει όσο το δυνατό λιγότερη βία και αστάθεια, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργεί περισσότερο κακό από αυτό που υποτίθεται ότι θα απέτρεπε». Αν και αυτό είναι αξιέπαινο κατ αρχήν, θα ήταν σχεδόν απίθανο να εγγυηθεί κάτι τέτοιο σε μια κατάσταση όπως αυτή της εξέγερσης στη Συρία που ξεκίνησε το 2011, στην οποία τόσο το κράτος όσο και η κατακερματισμένη αντιπολίτευση κατηγορούνται για μαζικές θηριωδίες. Η συριακή διαμάχη επηρεάζει επίσης πολλαπλώς, εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες όπως το Ιράν, το Ισραήλ, το Λίβανο και την Τουρκία, προσθέτοντας περιφερειακή κλιμάκωση στους εγγενείς κινδύνους της παρέμβασης. Δεδομένης της έμφασης στην υποχρέωση για λογοδοσία, κάτι που διέπει την RWP, οι παρεμβαίνοντες θα μπορούσαν να είναι υπόλογοι για τα αρνητικά αποτελέσματα.

Γενικότερα, η Συρία έχει αναδείξει την παράλυση που μπορεί να χαρακτηρίσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η έμφαση της RWP στο ρόλο του Συμβουλίου Ασφαλείας σχετικά με τη συζήτηση και την εξουσιοδότηση κάθε βήματος μιας παρέμβασης, μπορεί να αποτελέσει ένα μεγάλο εμπόδιο για τη λήψη συλλογικής δράσης. Επιπλέον, η RWP κάνει λόγο για την ανάγκη συνεχούς συντονισμού με το Συμβούλιο Ασφαλείας στη διάρκεια των εν εξελίξει επιχειρήσεων. Το να διακινδυνεύσει κανείς τις ζωές μιας ξένης αποστολής είναι πολιτικά αρκετά ευαίσθητο χωρίς την πιθανότητα το Συμβούλιο Ασφαλείας να μπορεί να παρακάμψει τους στρατιωτικούς διοικητές των δυνάμεων παρέμβασης στην περιοχή.

Η συζήτηση για την RWP: έχει χαθεί το νόημα;
Η Συρία είναι ένα χρήσιμο τεστ για την RWP σε μια ακόμη πιο σημαντική έννοια. Οι διαφωνίες σχετικά με το εάν η RWP θα βοηθούσε ή θα εμπόδιζε τη δράση της R2P στη Συρία –κάποιοι σχολιαστές αφήνουν μάλιστα να εννοηθεί ότι η RWP βοηθάει ώστε να δικαιολογηθεί η έλλειψη παρέμβασης σε αυτή τη χώρα- είναι εκτός θέματος. Πίσω από τη ρητορική που κατηγορεί την Κίνα και τη Ρωσία ότι εμποδίζουν την ανάληψη δράσης στη Συρία, το κύριο εμπόδιο στην παρέμβαση στη Συρία είναι ότι κανένας δεν το θέλει. Τα σκληρά μαθήματα που πήραν από το Αφγανιστάν, σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυσκολίες, έχουν καταστήσει τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες πιο προσεκτικές σε ό,τι αφορά τις δαπανηρές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, ιδιαίτερα εκείνες που δεν εξασφαλίζουν αρκετά και σημαντικά οφέλη.

Η αδράνεια στη διαμάχη της Συρίας είναι ενδεικτική ενός αυξανόμενου χάσματος μεταξύ της κανονιστικής διεθνούς συζήτησης για την R2P –η οποία υποθέτει ότι θα παρεμβαίνουμε πάντα όταν χρειάζεται για την προστασία πολιτών- και την πραγματικότητα ότι η επέμβαση παραμένει θέμα επιλογής. Αν και δεν είναι πολιτικά ορθό να ειπωθεί, η παρέμβαση συχνά καθοδηγείται από το οικονομικό, πολιτικό και το ανθρώπινο κόστος αυτών που παρεμβαίνουν. Ούτε η R2P ούτε η RWP αντιμετωπίζουν ρεαλιστικά αυτά τα κόστη της παρέμβασης και πώς επηρεάζουν την απόφασή τους για παρέμβαση. Εφόσον η διεθνής κοινότητα διαχωρίζει τις κανονιστικές συζητήσεις για την παρέμβαση από αυτούς τους υπολογισμούς του κόστους, η προστασία των αμάχων από τα ωμά εγκλήματα θα συνεχίσει να αποτελεί μείζονα πρόκληση.

Σημάδι των καιρών
Ενώ η RWP κάνει ελάχιστα για να επιλύσει τα διλήμματα της παρέμβασης της R2P, μας λέει κάτι για τις θέσεις των αναδυόμενων παραγόντων αναφορικά με τη μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη. Πρώτον, η συζήτηση μεταξύ RWP και R2P αποδεικνύει ότι η έννοια της κυριαρχίας υπό όρους έχει υιοθετηθεί από τις αναδυόμενες δυνάμεις. Ωστόσο, επισημαίνει επίσης την όλο και μεγαλύτερη δυσκολία του καθορισμού ξεκάθαρων διεθνών παραμέτρων παρέμβασης εν τω μέσω των ανταγωνιστικών συμφερόντων σε έναν όλο και πιο πολύπλοκο κόσμο. Εννοιολογικά, η RWP βρίσκεται στη μέση μεταξύ των σύγχρονων ανθρωπιστικών αρχών και της αυστηρής κρατικής κυριαρχίας. Οι αναδυόμενες δυνάμεις που κυριαρχούν στην RWP, γνωρίζουν ότι οι ρόλοι τους και οι σχέσεις στις διεθνείς υποθέσεις, είναι ακόμη υπό διαμόρφωση. Όσο η μελλοντική διεθνής τάξη παραμένει σε στάδιο μετάβασης, αυτοί οι παράγοντες αναμένεται να προτάξουν την επιφυλακτικότητα, καθώς ζυγίζουν τα κόστη και τα οφέλη της παρέμβασης.


Της Xenia Avezov

*Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο εδώ;http://www.sipri.org/media/newsletter/essay/Avezov_Jan13



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου