Αυτή την εβδομάδα κλείνουν σαράντα χρόνια από τότε που έξι παραγωγοί πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο ψήφισαν την αύξηση της τιμής τού πετρελαίου κατά 70%. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο μηνών, τα αραβικά μέλη τού Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ ) μείωσαν την παραγωγή και σταμάτησαν τις αποστολές πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες που υποστήριζαν το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Μέχρι την στιγμή τής άρσης τού εμπάργκο, τον Μάρτιο του 1974, οι τιμές τού πετρελαίου είχαν σταθεροποιηθεί γύρω στα 12 δολάρια το βαρέλι - σχεδόν τέσσερις φορές πάνω από τις προ κρίσης τιμές. Το 1973, η πετρελαϊκή κρίση έμοιαζε με θρίαμβο για τον ΟΠΕΚ και καταστροφή για τον υπόλοιπο κόσμο. Ο ΟΠΕΚ απολάμβανε το «λαχείο» που είχε κερδίσει και τη νέα του γεωπολιτική επιρροή, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι εισαγωγείς πετρελαίου είχαν πληγεί από το πρωτοφανές κόστος των καυσίμων και την επώδυνη ύφεση.
Βενζινάδικο στο Πόρτλαντ, στο Όρεγκον, το Νοέμβριο του 1973. (David Falconer / EPA / U.S. National Archives)
Όμως, κατά την διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, η κατάσταση έχει αντιστραφεί: οι υψηλότερες τιμές τού πετρελαίου από τα κράτη του ΟΠΕΚ έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση της διαφθοράς, στασιμότητα και πολιτική καταπίεση. Στον υπόλοιπο κόσμο, το ακριβό πετρέλαιο προκάλεσε αύξηση των επενδύσεων σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας και δραστικές βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση. Η πετρελαϊκή κρίση τού 1973 αποτελεί μια, ακόμη μεγαλύτερη, ειρωνεία. Ο πανικός που προκάλεσε, οδήγησε σε σαρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια ενεργειακή πολιτική, στην δεκαετία τού 1970 και του 1980, στο πλαίσιο τής προετοιμασίας για την επικείμενη εξάντληση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν απατηλή. Η προσπάθεια να αποφευχθεί η υποτιθέμενη κρίση βοήθησε τις εκτός ΟΠΕΚ χώρες να αντιμετωπίσουν μια πραγματική κρίση, οδηγώντας σε εξοικονόμηση ενέργειας και σε επενδυτικές πολιτικές οι οποίες επέφεραν συμπτωματικά τεράστιες μειώσεις των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τα μέλη τού ΟΠΕΚ που δημιούργησαν την κρίση τού πετρελαίου έδωσαν κατά λάθος στον υπόλοιπο κόσμο μια σωτήρια αρχική ώθηση στον αγώνα για να αποφύγει ή τουλάχιστον να μετριάσει την απειλή τής καταστροφικής κλιματικής αλλαγής.
Η ΠΑΥΣΗ ΣΤΗΝ ΡΟΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Η πετρελαϊκή κρίση τού 1973 συγκλόνισε τους περισσότερους Αμερικανούς, γιατί ήταν μια αμφισβήτηση της αυξανόμενης ευημερίας τής μεταπολεμικής εποχής, η οποία χτίστηκε σε έναν ωκεανό φθηνής ενέργειας. Από το τέλος τού Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η πραγματική τιμή τού πετρελαίου μειωνόταν σταθερά. Ένα βαρέλι αργού κόστιζε λιγότερο το 1970 από ό,τι σε οποιαδήποτε στιγμή μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Μέχρι το 1971, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανησυχούσε περισσότερο για τους κινδύνους από την υπερβολική ροή ξένου πετρελαίου, αντί για τους κινδύνους από πολύ λίγη ροή. Για την προστασία των εγχώριων πετρελαϊκών συμφερόντων, οι εισαγωγές πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες περιορίστηκαν μέσω ενός συστήματος ποσοστώσεων που θεσπίστηκε το 1959 υπό τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Ξένοι ηγέτες από συμμαχικούς εξαγωγείς πετρελαίου όπως ο Καναδάς, το Ιράν και η Βενεζουέλα πίεσαν τον Λευκό Οίκο για να πάρουν την άδεια να πουλήσουν περισσότερο πετρέλαιο σε Αμερικανούς καταναλωτές.
Εκ των υστέρων, είναι εύκολο να δει κανείς τα σημάδια που φανέρωναν ότι οι παγκόσμιες αγορές ενέργειας ήταν στα πρόθυρα μιας επανάστασης. Για έναν αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο και ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου. Μέχρι το 1947, παρήγαγε περισσότερο από ό,τι κατανάλωνε, και ήταν καθαρός εξαγωγέας πετρελαίου στον υπόλοιπο κόσμο. Μετά το 1947, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν καθαρός εισαγωγέας καθώς η αυξανόμενη κατανάλωση ξεπέρασε την επιβραδυνόμενη παραγωγή. Παρά την εξάρτησή της από τις εισαγωγές, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν ο βασικός παίκτης στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου, χάρη στην πολιτική τού περιορισμού τής παραγωγής στα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου τού ανατολικού Τέξας. Η στρατηγική αυτή επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να λειτουργήσουν ως «εναλλασσόμενος παραγωγός» που είναι σε θέση να ενισχύει ή να περικόπτει την παραγωγή ώστε να σταθεροποιούνται τα παγκόσμια αποθέματα και οι τιμές (όπως κάνει σήμερα η Σαουδική Αραβία).
Όταν διακόπηκε η προμήθεια πετρελαίου από άλλες χώρες - λόγω του δυτικού εμπάργκο κατά του Ιράν το 1953, της κρίση τού Σουέζ το 1956, και του αραβικού εμπάργκο που ακολούθησε τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967 - οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν την δική τους παραγωγή, αντισταθμίζοντας οποιοδήποτε έλλειμμα και διατηρώντας τις παγκόσμιες τιμές σταθερές. Όμως, τον Οκτώβριο του 1970, η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου έφθασε στο όριό της. Δεν είχε μείνει άλλη παραγωγική δυνατότητα στο ανατολικό Τέξας. Ξαφνικά, οι μόνες χώρες με αποθέματα, και συνεπώς με την δύναμη να καθορίσουν τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου, ήταν τα μέλη τού ΟΠΕΚ. Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, αυτές οι κυβερνήσεις τού ΟΠΕΚ δεν ήταν σε θέση να επωφεληθούν από τη νέα τους δύναμη επί των αγορών. Από την δεκαετία τού 1930, ένα τραστ αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών, οι λεγόμενες Επτά Αδελφές, ήλεγχαν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών, των εισαγωγών και της μεταφοράς πετρελαίου στον μη κομμουνιστικό κόσμο.
Οι Επτά Αδελφές επέφεραν την σταθερότητα στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας, αλλά μόνο μέσα από ένα βαθιά άδικο σύστημα. Τόσο το Ιράκ όσο και η Λιβύη, για παράδειγμα, είχαν τεράστια αναξιοποίητα κοιτάσματα πετρελαίου τα οποία οι κυβερνήσεις τους ήταν πρόθυμες να αναπτύξουν. Όταν οι Επτά Αδελφές αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την παραγωγή σε αυτές τις νέες περιοχές, οι κυβερνήσεις τού Ιράκ και της Λιβύης δεν είχαν διέξοδο και αναγκάστηκαν να αφήσουν τα κοιτάσματα αδρανή. Αλλά, ο ασφυκτικός έλεγχος των Επτά Αδελφών στις αγορές πετρελαίου χαλάρωσε στα τέλη τού 1960 και στις αρχές τής δεκαετίας τού 1970, όταν τα κράτη-εξαγωγείς πετρελαίου τής Μέσης Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας απέκτησαν μεγαλύτερο έλεγχο στα δικά τους αποθέματα. Αυτό το πέτυχαν χάρη σε τρεις εξελίξεις: την εμφάνιση ανεξάρτητων εταιρειών πετρελαίου που ήταν έτοιμες να προσφέρουν καλύτερους όρους στις κυβερνήσεις χωρών που εξήγαγαν πετρέλαιο, τoν περιορισμό των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και την ανερχόμενη δύναμη του ΟΠΕΚ.
Μεταξύ 1971 και 1973, τα μέλη τού ΟΠΕΚ συναντήθηκαν επανειλημμένα με τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες απαιτώντας υψηλότερες τιμές εξαγωγών, αύξηση των φορολογικών συντελεστών και μεγαλύτερη ισότητα για τις τοπικές θυγατρικές τους. Οι εταιρείες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να συμφωνήσουν. Όπως έγραψε στο Foreign Affairs, το 1971, ο οικονομολόγος, ειδικός σε ζητήματα πετρελαίου, Ουόλτερ Λέβυ, «Οι οικονομικοί όροι στο εμπόριο πετρελαίου παγκοσμίως έχουν αλλάξει δραματικά». Στα τέλη τού 1970, ο Λευκός Οίκος άρχισε να παρατηρεί ότι η αυξημένη εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από το πετρέλαιο του ΟΠΕΚ σε συνδυασμό με την αυξημένη ισχύ των κυβερνήσεων του ΟΠΕΚ, καθιστούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες ευάλωτες σε ένα εμπάργκο πετρελαίου. Το Νοέμβριο του 1970, μια Εκτίμηση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, που αποχαρακτηρίστηκε το 2011, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η μερική διακοπή τής ροής πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες τού ΝΑΤΟ «πιθανότατα θα συμβεί κατά την διάρκεια των επόμενων πέντε ετών» και ότι «στην περίπτωση μιας μεγάλης αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης, μια διακοπή των μεταφορών πετρελαίου μοιάζει σχεδόν βέβαιη».
Τον Απρίλιο του 1973, ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ανακοίνωσε ένα πακέτο νέων ενεργειακών πολιτικών που αποσκοπούσαν στην ανακούφιση των ελλείψεων καυσίμων που είχαν πλήξει όλη την χώρα, και τη μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ από το εισαγόμενο πετρέλαιο. Θα περιελάμβανε το τέλος τού συστήματος των ποσοστώσεων εισαγωγής, την απορρύθμιση των τιμών τού φυσικού αερίου, καθώς και κίνητρα για την επέκταση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας. Οι πολιτικές αυτές εστιάζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση της παραγωγής. Περιείχαν μόνο συμβολικά, εθελούσιας υφής μέτρα για την προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας.
ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ ΤΟΥ ΟΠΕΚ
Σε διάστημα έξι ετών, τα συνολικά κυβερνητικά έσοδα υπερτριπλασιάστηκαν στο Ιράν, τη Νιγηρία και την Σαουδική Αραβία, και υπερδιπλασιάστηκαν στην Βενεζουέλα και την Ινδονησία. Ο θρίαμβος του ΟΠΕΚ ενέπνευσε τους ηγέτες σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες να απευθύνουν έκκληση για μια νέα διεθνή οικονομική τάξη που θα ανέτρεπε την κυριαρχία τής Δύσης. Αλλά, το σοκ τού 1973 δεν ανέβασε μόνο τις τιμές, κάνοντας πλούσια τα κράτη τού ΟΠΕΚ. Τα έκανε και ασταθή, με πλούτο που ήταν δύσκολο να διατηρηθεί.
Οι σταθερές τιμές του πετρελαίου ήταν μια ιστορική ανωμαλία. Από την δεκαετία τού 1860 μέχρι το τέλος τού Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, οι αγορές πετρελαίου ήταν επιρρεπείς στις άγριες διακυμάνσεις τιμών. Η σταθερότητα των τιμών τού πετρελαίου στην δεκαετία τού 1950 και του 1960 κατέστη δυνατή χάρη σε τρεις παράγοντες: την δεσπόζουσα θέση στην αγορά των Επτά Αδερφών, την πλεονασματική παραγωγική ικανότητα των πετρελαιοπηγών τού ανατολικού Τέξας, και το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών τού Bretton Woods.
Στις αρχές τού 1970, κάθε ένας από αυτούς τους παράγοντες κατέρρευσε. Οι Επτά Αδελφές έχασαν την δύναμή τους στην αγορά, τα αποθέματα στις πετρελαιοπηγές τού ανατολικού Τέξας άρχισαν να μειώνονται και ο Νίξον απέσυρε το δολάριο από τον «κανόνα τού χρυσού». Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η πετρελαϊκή κρίση τού 1973. Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν ένας νέος κόσμος αγορών άμεσης παράδοσης, η κερδοσκοπία και οι ασταθείς τιμές. Η ιρανική επανάσταση, το 1978 και το 1979, οδήγησε στον διπλασιασμό των τιμών τού πετρελαίου, για ακόμη μια φορά. Μέχρι τις αρχές τής δεκαετίας τού 1980, η κατανάλωση στις δυτικές χώρες είχε επιβραδυνθεί, ενώ οι εκτός ΟΠΕΚ παραγωγοί - όπως η Νορβηγία, η Σοβιετική Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο – αύξαναν ραγδαία τις εξαγωγές τους. Μεταξύ 1980 και 1986, οι τιμές τού πετρελαίου υποχώρησαν περισσότερο από 70%.
Όλοι οι μεγάλοι εξαγωγείς πετρελαίου βίωσαν την κατάρρευση των οικονομιών τους. Το Μεξικό δήλωσε αδυναμία πληρωμής τού εξωτερικού του χρέους. Η Σοβιετική Ένωση, η οποία στηριζόταν στο πετρέλαιο για το 80% των κερδών της σε σκληρό νόμισμα, εισήλθε σε μια ακραία οικονομική κρίση. Στα κράτη τού ΟΠΕΚ, τα περισσότερα από τα κέρδη τής δεκαετίας τού 1970 εξανεμίστηκαν. Ακόμα και σήμερα, οι μισοί από αυτούς παραμένουν φτωχότεροι από τότε που ήταν στην ακμή τους, το 1970. Οι πολιτικές συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης ήταν ακόμη χειρότερες από τις οικονομικές. Ο πλούτος από το πετρέλαιο τείνει να συγκεντρώνει την εξουσία στα χέρια τού κράτους, ειδικά όταν η βιομηχανία έχει εθνικοποιηθεί.
Οι μονάρχες και οι δικτάτορες οι οποίοι ήταν επικεφαλής στα περισσότερα από τα κράτη τού ΟΠΕΚ χρησιμοποίησαν τα κέρδη για να μοιράσουν χρήμα γενναιόδωρα στους οπαδούς τους, να φιμώσουν τους επικριτές τους, και να πλουτίσουν τις οικογένειές τους. Οι τεράστιες εθνικές εταιρείες πετρελαίου έγιναν οχήματα πατρωνίας και διαφθοράς, και κατέστησαν εύκολο για τους κυβερνώντες να καλύπτουν τα έσοδά τους με μυστικότητα. Δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια ρίχτηκαν στις ένοπλες δυνάμεις. Η εκρηκτική αύξηση δαπανών η οποία προκλήθηκε από τα πλεονάσματα των τρεχουσών συναλλαγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές) όπως αυτά προέκυψαν από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση τού 1973, εξανεμίστηκαν ως το 1978. Τα πλεονάσματα που παρήχθησαν από την δεύτερη πετρελαϊκή κρίση τού 1980, εξαφανίστηκαν μέσα σε μόλις δύο χρόνια.
Σε ορισμένες χώρες, η πετρελαϊκή κρίση και οι διαψευσμένες προσδοκίες που αυτή συνεπαγόταν, υποκίνησε διαμαρτυρίες, απόπειρες πραξικοπήματος, και στο Ιράν μια επανάσταση. Σε άλλες περιπτώσεις, οδήγησε στην εδραίωση μοναρχών που στηρίζονταν στα πετρέλαια του Κόλπου ή σε βάναυσους δικτάτορες, όπως ο Μουαμάρ αλ-Καντάφι της Λιβύης και ο Σαντάμ Χουσεΐν του Ιράκ. Τα περισσότερα από αυτά τα καθεστώτα έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτικά. Ενώ ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος σαρώθηκε από ένα δημοκρατικό κύμα στην δεκαετία τού 1980 και του 1990, σχεδόν όλα τα πλούσια σε πετρέλαιο καθεστώτα παρέμειναν άθικτα. Ακόμη και η Αραβική Άνοιξη δεν άγγιξε τα περισσότερα από αυτά. Μόνο ο Καντάφι της Λιβύης έπεσε, χάρη στην επέμβαση του ΝΑΤΟ.
Η ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Στις πετρελαιοεισαγωγικές χώρες, την πετρελαϊκή κρίση τού 1973 ακολούθησαν πολλά χρόνια πληθωρισμού και οικονομικής στασιμότητας. Η κρίση θα ενίσχυε επίσης μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι το πετρέλαιο τελείωνε. Σε διάστημα λίγων χρόνων, οι Αμερικανοί, από εκεί που ήταν πεπεισμένοι ότι το πετρέλαιο θα παρέμενε φθηνό για πάντα, έφθασαν να πιστεύουν ότι σύντομα θα εξαντλείτο. Η απάντηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν διακομματική και μακροπρόθεσμη. Ο Νίξον προώθησε μέσω του Κογκρέσου έκτακτα μέτρα μετριασμού τής κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένου ενός που όριζε το όριο ταχύτητας στα 120 χλμ. σε εθνικό επίπεδο. Ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ υπέγραψε μια νομοθεσία που εγκαθίδρυε υποχρεωτικά πρότυπα οικονομίας καυσίμου.
Λίγο μετά από τότε που ο πρόεδρος Τζίμυ Κάρτερ ανέλαβε τα καθήκοντά του, έκανε ένα τηλεοπτικό διάγγελμα εθνικής εμβέλειας για την ενεργειακή κρίση, την οποία περιέγραψε ως «ένα πρόβλημα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία μας». «Με εξαίρεση την πρόληψη του πολέμου», συνέχισε, «αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η χώρα μας στη διάρκεια της ζωής μας». Βασιζόμενος στις εκτιμήσεις τής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ο Κάρτερ προειδοποίησε ότι οι πετρελαιοπηγές «στέρευαν σε όλο τον κόσμο». Ο υπουργός του επί της Ενέργειας, ο James Schlesinger, προέβλεψε «μια σημαντική οικονομική και πολιτική κρίση στην δεκαετία τού 1980 καθώς οι πετρελαιοπηγές τού κόσμου αρχίζουν να στερεύουν». Για να περιορίσει τις εισαγωγές πετρελαίου, ο Κάρτερ πίεσε τόσο για την εξοικονόμηση καυσίμων και την απορρύθμιση των τιμών τους όσο και για την μεγαλύτερη εξάρτηση από την ηλιακή ενέργεια, τον άνθρακα και τα «συνθετικά» καύσιμα που παράγονται από τον άνθρακα και τον σχιστόλιθο. Ακόμη και μια προσανατολισμένη προς την αγορά πολιτική τού προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν έκανε διαφορά: η άρση των ρυθμίσεων για τις τιμές και την διανομή καυσίμων το 1981 προώθησε την εξοικονόμηση και την εναλλαγή των καυσίμων, αν και η παγκόσμια κατάρρευση των τιμών τού πετρελαίου ακύρωσε αργότερα αυτά τα αποτελέσματα.
Η διακομματική υποστήριξη για την έρευνα στον τομέα τής ενέργειας και της εξοικονόμησής της ήταν εξίσου σημαντική. Από το 1973 έως το 1979, τα ομοσπονδιακά κονδύλια για έρευνα αυξήθηκαν επτά φορές. Ορισμένες επενδύσεις απέδωσαν λίγο, συμπεριλαμβανομένων των δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχαν δαπανηθεί για τα συνθετικά καύσιμα και την πυρηνική σχάση. Αλλά, άλλες επενδύσεις απέδωσαν. Η αξιοσημείωτη ανάπτυξη της παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού αερίου στην δεκαετία τού 2000 μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στα ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενα προγράμματα και τις επιδοτήσεις στην δεκαετία τού 1970, του 1980 και του 1990, τα οποία οδήγησαν σε σημαντικές ανακαλύψεις για τις γεωτρήσεις, την σχιστολιθική διάρρηξη, την χαρτογράφηση και την ανάκτηση του σχιστολιθικού φυσικού αερίου. Φυσικά, καμία από αυτές τις πολιτικές ή τα προγράμματα δεν σχεδιάστηκε για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Λίγοι πολιτικοί πήραν στα σοβαρά την κλιματική αλλαγή πριν από το καλοκαίρι τού 1988, όταν ο κλιματολόγος τής NASA, Τζέιμς Χάνσεν, κατέθεσε σαφείς, πειστικές προειδοποιήσεις για την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή στην Γερουσία, στην διάρκεια ενός πρωτοφανούς κύματος καύσωνα, προκαλώντας αίσθηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μερικές από τις πολιτικές μετά το 1973, όπως η προώθηση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, μπορεί να ενίσχυσαν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Ωστόσο, εξισορροπητικά, οι πολιτικές εξοικονόμησης και έρευνας που προκλήθηκαν από το πετρελαϊκό σοκ έχουν κάνει ίσως περισσότερα για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από ό, τι οποιαδήποτε πολιτική μετά το εμπάργκο.
Από το 1973, η ενεργειακή ένταση της οικονομίας των ΗΠΑ, δηλαδή το ποσό τής κατανάλωσης ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ, έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 50%. Η χρήση πετρελαίου ανά κάτοικο έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 33%. Η πιο σημαντική αλλαγή ήταν η επιβράδυνση των συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κάτι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τον περιορισμό τής αλλαγής τού κλίματος. Στην δεκαετία πριν από το 1973, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αυξάνονταν κατά σχεδόν 4,5% ετησίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1973 και μετά, οι τιμές αυτές αυξάνονται κατά λιγότερο από 0,4% ετησίως. Στην Δυτική Ευρώπη, οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έχουν στην πραγματικότητα μειωθεί από το 1973, παρά την αύξηση του πληθυσμού και των εισοδημάτων. Έξω από τις βιομηχανικές χώρες, οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα συνέχισαν να αυξάνονται, αλλά με πολύ μειωμένο ρυθμό, χάρη στην διάχυση των δυτικών προτύπων και των αποδοτικών τεχνολογιών σχετικά με την κατανάλωση καυσίμων. Μετά το 1973, η αύξηση των εκπομπών μειώθηκε κατά 30% στην Ασία και κατά 60% στην Λατινική Αμερική και την Αφρική.
Η παγκόσμια αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μειώθηκε από σχεδόν 5% ετησίως κατά την δεκαετία πριν από το 1973 σε λιγότερο από 2% σε ετήσια βάση μέσα στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Παρά το γεγονός ότι το 2012 ο κόσμος εξέπεμψε 35,6 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα - ένα ρεκόρ-, εάν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είχαν συνεχίσει να αυξάνονται με τον προ τού 1973 ρυθμό τους, πέρσι θα είχαν ανέλθει σε 112 δισεκατομμύρια τόνους - πάνω από τρεις φορές το τρέχον επίπεδο. Φυσικά, οι σημερινές εκπομπές εξακολουθούν να βρίσκονται αφόρητα ψηλά. Ο κόσμος χρειάζεται μια απότομη μείωση για να αποφευχθούν οι πιο σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Αλλά, τουλάχιστον, η επίτευξη αυτών των μειώσεων είναι πιθανή. Χωρίς τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά το πετρελαϊκό σοκ, το να φθάσουν οι εκπομπές σε ασφαλή επίπεδα θα ήταν σχεδόν αδύνατο.
Ίσως να ήταν απλώς καλή τύχη το ότι οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν μετά το 1973 έχουν βοηθήσει στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος που κανείς δεν είχε προβλέψει. Αλλά, ακόμα και αν οι οικολόγοι έκαναν λάθος στην δεκαετία τού 1970 για την επικείμενη εξάντληση του πετρελαίου, είχαν δίκιο ότι η ανεξέλεγκτη αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τον πλανήτη. Κοιτάζοντας πίσω στο 1973, είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση ότι οι τεχνικές λύσεις για τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα – για παράδειγμα, τα αυστηρά πρότυπα για τα αυτοκίνητα και τα κτίρια που καταναλώνουν λιγότερα καύσιμα - μπορούν να λειτουργήσουν. Επίσης, ότι η κυβερνητική υποστήριξη στην έρευνα μπορεί να αποφέρει θεαματικά αποτελέσματα. Και ότι οι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να αναλάβουν αποφασιστική, υπερκομματική δράση για τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα, ιδιαίτερα όταν αυτά επηρεάζουν τα πορτοφόλια των ανθρώπων.
Σήμερα, τα κράτη τού ΟΠΕΚ θεωρούνται ευρέως ως περιβαλλοντικοί κακοποιοί, που γίνονται πλούσιοι από τα ορυκτά καύσιμα και μάχονται τις διεθνείς συμφωνίες για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αλλά, οι οικολόγοι οφείλουν στα αραβικά κράτη - μέλη τού ΟΠΕΚ ευγνωμοσύνη. Χωρίς την πετρελαϊκή κρίση τού 1973 στην πυροδότηση της οποίας βοήθησαν, ο κόσμος θα ήταν σήμερα πολύ χειρότερα.
ΤΟΥ Michael L. Ross
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου