Το μέλλον μιας ακμάζουσας Ινδίας ποτέ δεν φαινόταν πιο μακριά από ό,τι σήμερα. Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση τής χώρας έχει θολώσει την ατμόσφαιρα - και το έχει πράξει με τρόπο τραγικά οικείο στους περισσότερους Ινδούς. Υπάρχει μια αίσθηση déjà vu στον κόσμο, μια υφέρπουσα αίσθηση ότι η χώρα παραπαίει και διολισθαίνει πίσω στις οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές δυσλειτουργίες τού πολύ πρόσφατου παρελθόντος της. Οι Ινδοί έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν αν η χώρα τους έχει και τόσο λαμπρό μέλλον, τελικά. Και όσο αυτό εξακολουθεί να ισχύει, οι τεράστιες δυνατότητες της Ινδίας θα παραμείνουν μόνο στα χαρτιά.
Ο πρωθυπουργός τής Ινδίας Μανμόχαν Σινγκχ αποχωρώντας από συνέντευξη Τύπου (Courtesy Reuters)
Δεν έχει περάσει και τόσο πολύς καιρός από τότε που οι Ινδοί ήταν επιβαρυμένοι με ένα οικονομικό σύστημα που τους επέβαλλε επαχθείς ρυθμίσεις κι ένα αδιαφανές σύστημα τιμολόγησης, καθώς και ένα πολιτικό σύστημα που αποτύγχανε να εγγυηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα και περιόριζε την ελευθερία τής έκφρασης. Στο μεγαλύτερο μέρος τής ιστορίας τής Ινδίας, το κράτος και ο λαός έτρεφαν αμοιβαίες υποψίες έναντι αλλήλων - μια δυναμική που επιδεινώνονταν κατά περιόδους, στη διάρκεια οικονομικών κρίσεων. Οι Ινδοί αμφέβαλαν συχνά για την ικανότητα των κυβερνήσεών τους να ελέγξουν την όποια κρίση διερχόταν η χώρα κάθε φορά, κι ενεργούσαν αντιστοίχως.
Παράδειγμα ο νόμος για τον Έλεγχο του Χρυσού, ένα νόμο του 1962 που απαγόρευε τις συναλλαγές σε χρυσό και απαιτούσε από τους Ινδούς να ενημερώσουν την κυβέρνηση για τον χρυσό που είχαν στην κατοχή τους. Ο χρυσός έχει παίξει επί μακρόν έναν υπερμεγέθη ρόλο στην ινδική οικονομία – οι Ινδοί είχαν αποκτήσει πάνω από 14% του συνόλου τού χρυσού που παραγόταν σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ 1493 και 1930. Ενώπιον του τρομερού εξωτερικού χρέους, στις αρχές τού 1960, ο νόμος περί Ελέγχου τού Χρυσού είχε στόχο να αποτρέψει την φυγή κεφαλαίων.
Αλλά η πολιτική αυτή το μόνο που κατάφερε ήταν να δώσει κίνητρα στους Ινδούς να ριχτούν στο εμπόριο χρυσού με ακόμη πιο ξέφρενο τρόπο στη μαύρη αγορά, μέσα στην Ινδία και στο εξωτερικό. Οι New York Times ανέφεραν τότε ότι «μια χούφτα λαθρεμπόρων» κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Η εφημερίδα υπολόγιζε ότι μόνο ένα στα οκτώ «πλοία τού χρυσού» - με παράνομα φορτία που έφευγαν από το Ντουμπάι για την δυτική ακτή τής Ινδίας - αναχαιτίζονταν από τις ινδικές Αρχές. Στα επόμενα χρόνια, όταν η ινδική κυβέρνηση επέβαλε υψηλούς δασμούς εισαγωγής για την προστασία των τοπικών βιομηχανιών, οι Ινδοί βρήκαν και πάλι τρόπους να ξεφύγουν από την πολιτική. Οι Ινδοί που ζούσαν στο εξωτερικό, στη Μέση Ανατολή και αλλού, ανταποκρίθηκαν στην ζήτηση για βασικά αγαθά αξιοπρεπούς ποιότητας – για τα πάντα, από νυχοκόπτες και ψαλίδια μέχρι μαντήλια – στέλνοντας στην χώρα προϊόντα σε βαλίτσες με το αεροπλάνο. Οι κάτοικοι της χώρας πλήρωναν πολλές ρουπίες για τα εμπορεύματά τους.
Καθώς η ινδική οικονομία αναπτυσσόταν τα τελευταία 20 χρόνια, το κράτος φιλελευθεροποίησε την προσέγγισή του όσον αφορά την οικονομία, και η δυσπιστία μεταξύ αυτού και του κόσμου άρχισε να υποχωρεί. Αλλά, ο παλιός κυνισμός επιστρέφει και πάλι, ενώπιον της οικονομικής επιβράδυνσης που προκλήθηκε από την απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ να περιορίσει την ποσοτική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της, η οποία έχει οδηγήσει σε έκρηξη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών τής χώρας. Η ινδική κυβέρνηση απάντησε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ξαναγυρίζοντας σε πολιτικές που θυμίζουν εκείνες πριν από 50 χρόνια, συμπεριλαμβανομένης αυτής που στόχευε στον εκβιαστικό έλεγχο των αποθεμάτων χρυσού στη χώρα. Ο σημερινός υπουργός Οικονομικών, ο Παλανιαπάν Τσινταμπαράμ υποστήριξε πρόσφατα ότι το εθνικό έλλειμμα θα μπορούσε να τιθασευτεί αν οι εισαγωγές χρυσού σταματούσαν για ένα χρόνο. Έχει ήδη αυξήσει τους δασμούς στον χρυσό στο 10%, και απαίτησε από τους εισαγωγείς να αφήσουν εκτός εμπορίου το ένα πέμπτο τού συνόλου τού χρυσού προς εξαγωγή. Ο Τσινταμπαράμ είπε επίσης ότι εξετάζει την επιβολή περιορισμών στην αγορά των «μη χρειωδών» προϊόντων, όπως ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης, από το εξωτερικό. Για άλλη μια φορά, οι Ινδοί έχουν αντιδράσει στρεφόμενοι σε λαθρεμπόρους και παράλληλες αγορές. Ήδη υπήρξαν πρωτοσέλιδα για κατάσχεση χρυσού στα σύνορα της Ινδίας, και είναι αδύνατον να εκτιμηθεί ο όγκος τού παράνομου χρυσού που κυκλοφορεί στην χώρα.
Αυτή η δυσλειτουργία προκαλείται εν μέρει από την ατυχία τής σύγκλισης διαφόρων οικονομικών τάσεων και εν μέρει από την καταρρέουσα πολιτική ηγεσία τής Ινδίας. Η Ηνωμένη Προοδευτική Συμμαχία, μια εύθραυστη συμμαχία με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Μανμόχαν Σίνγκχ από το 2004, έχει εμπλακεί σε έναν απίστευτα μακρύ κατάλογο σκανδάλων που αφορούν την άμυνα, τις πωλήσεις γης και τoν πλειστηριασμό των αποθεμάτων άνθρακα. Τα επίσημα στοιχεία που σχετίζονται με αυτούς τους πλειστηριασμούς – μια υπόθεση υπό έρευνα - χάθηκαν προσφάτως. Αυτό δεν είναι τυχαίο, δεδομένου ότι ο Σινγκχ ήταν επικεφαλής τού υπουργείου Άνθρακα στη διάρκεια του πλειστηριασμού. Ακόμη πιο πρόσφατα, η συμμαχία προώθησε ένα διάταγμα για την προστασία των βουλευτών από ποινικές διώξεις - μια εξαίρεση που ισχύει για το ένα τρίτο των βουλευτών στην Κάτω Βουλή τής Ινδίας.
Ωστόσο, ο Σινγκχ και ο πιθανός επόμενος ηγέτης τού κόμματός του, ο Ραούλ Γκάντι, συνήθως συζητούν τα περί της διακυβέρνησης, ωσάν να ήταν κάποιος άλλος ο υπεύθυνος. Αντί να προβαίνουν σε δημόσιες καταγγελίες για την διαφθορά, προτιμούν να αλλάζουν θέμα. Τον περασμένο Οκτώβριο, ο Σινγκχ είπε σε μια συγκέντρωση δικαστικών αξιωματούχων ότι «η ανόητη ατμόσφαιρα του αρνητισμού και της απαισιοδοξίας που επιδιώκεται να δημιουργηθεί πάνω στο θέμα τής διαφθοράς δεν μπορεί να μας κάνει καλό. Μπορεί μόνο να βλάψει την εικόνα τού έθνους μας και να πλήξει το ηθικό τής εκτελεστικής εξουσίας». Αδιαφορώντας για τις ανησυχίες σχετικά με την δημοσιονομική ασωτία, η συμμαχία κατέθεσε την διάταξη περί Εθνικής Ασφάλισης Τροφίμων, ένα πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας που επιδοτεί τις τιμές τού ψωμιού για τους φτωχούς. Η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να πει πόσο θα κοστίσει το νέο πρόγραμμα. Εκτιμήσεις το τοποθετούν στα 20 δισ. δολάρια ετησίως, χωρίς ρήτρα λήξης τής ισχύος του. Αν ο κόσμος έχει εισπράξει κάποιο μήνυμα απ’ όλο αυτό το χάος είναι ότι η κυβέρνηση είναι είτε ανίκανη είτε αναξιόπιστη.
Οι ανησυχίες δεν είναι μόνο οικονομικές. Οι κυβερνητικές αποφάσεις, στον απόηχο διαφόρων σκανδάλων, έχουν σταματήσει απότομα. Πριν από έξι χρόνια, το κοινοβούλιο ψήφισε 32 νομοσχέδια. Φέτος, υπό την πίεση της θορυβώδους αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο, έχει περάσει μόνο δύο. Εν τω μεταξύ, εφαρμόζει το νόμο επιλεκτικά, επιτρέποντας στους διαπλεκόμενους να αποφεύγουν τις ποινές, ενώ σημαντικοί νόμοι συνήθως περνούν σχεδόν χωρίς συζήτηση. Έχουν επίσης τεθεί περιορισμοί στα πολιτικά δικαιώματα. Οι νόμοι για την συκοφαντική δυσφήμιση έχουν γίνει εκνευριστικά ευρείς. Πράγματι, οι πανεθνικές εφημερίδες και τα περιοδικά, μακράν τού ρόλου τους ως ισχυρή τέταρτη εξουσία, θεωρούνται συνήθως πλέον ως υποχείρια της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση φαίνεται να εξετάζει ακόμη και να ασκεί πιο επίσημο έλεγχο σε όποιο ΜΜΕ βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη κεφαλαίων: ο υπουργός Πληροφόρησης και Ραδιοτηλεοπτικών Μέσων διατύπωσε πρόσφατα την ιδέα ότι οι δημοσιογράφοι, όπως οι νομικοί και οι γιατροί, θα πρέπει να υφίστανται εξετάσεις για την αξιολόγηση των ικανοτήτων τους. Αυτό θα αποτελούσε ιδιαίτερα κακό προηγούμενο: από το 1974 και μετά που η Ίντιρα Γκάντι επικαλέστηκε τους νόμους έκτακτης ανάγκης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν υπάρξει γενικά ελεύθερα να κάνουν κριτική στην κυβέρνηση.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι θεωρίες συνωμοσίας οργιάζουν. Σύμφωνα με μια δημοφιλή ατεκμηρίωτη άποψη που κυκλοφορεί τώρα, το κυβερνών Κόμμα του Κογκρέσου προχώρησε στην υποτίμηση της αξίας τού νομίσματος πριν τις εθνικές εκλογές τού επόμενου έτους, έτσι ώστε να μπορεί να κερδίσει περισσότερα από τα παράνομα αποθεματικά κεφάλαια σε δολάρια που θεωρείται ότι έχει στο εξωτερικό. Και κανείς δεν πλήττεται περισσότερο από την Σόνια Γκάντι - την μοναχική αλλά με επιρροή πρόεδρο του κόμματος του Κογκρέσου - που θεωρείται ύποπτη, από την δεξιά, ως πράκτορας του Βατικανού (η Γκάντι είναι Ιταλίδα καθολική).
Για να κατευνάσουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεταξύ των πολιτών, οι Ινδοί πολιτικοί έχουν δώσει εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις στο εξωτερικό και στο εσωτερικό ότι όλα πάνε καλά, ή ότι όλα θα πάνε σύντομα καλά. Ίσως αυτό να είναι αλήθεια: είναι πιθανώς μόνο θέμα χρόνου να επέλθει η βελτίωση της οικονομίας. Αλλά οι Ινδοί δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν τις διαβεβαιώσεις τής κυβέρνησης - και αυτό είναι ακριβώς εκείνο που θα αποτρέψει μια πιο εύρωστη ανάκαμψη. Αν η σχέση τους με τους δικούς τους εκλεγμένους εκπροσώπους δεν υποστεί κάποια θεμελιώδη αλλαγή, θα συνεχίσουν να είναι επιφυλακτικοί ως προς τις προθέσεις τής κυβέρνησης, και η δέσμευσή τους σε οποιεσδήποτε μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα παραμείνει αμφίσημη. Δεν είναι ότι οι Ινδοί έχουν σταματήσει εντελώς να ονειρεύονται ένα λαμπρό μέλλον. Αλλά αισθάνονται όντως παγιδευμένοι, τουλάχιστον για την ώρα, από το πολύ πιο ταπεινό παρελθόν τους.
ΤΟΥ Rahul Bhatia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου