Η κυβέρνηση Ομπάμα ελπίζει ότι η πρόσφατη συμφωνία της με το Ιράν θα κάνει τη Μέση Ανατολή πιο σταθερή. Αλλά είναι τουλάχιστον εξίσου πιθανό και το αντίθετο αποτέλεσμα. Για το Ισραήλ, ιδίως, η συμφωνία είναι κακός οιωνός - όχι λόγω των όσων σημαίνει για την προοπτική τού Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αλλά εξαιτίας αυτών που πολλοί φοβούνται ότι σημαίνει για την δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην ασφάλεια του Ισραήλ. Εκτός από την πεποίθηση ότι η συμφωνία δεν είναι καλή, οι Ισραηλινοί υποπτεύονται ότι η επιδίωξή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες σηματοδοτεί το τέλος τής βαθιάς εμπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή, στην οποία το Ισραήλ από καιρό βασιζόταν για να βγαίνει από την απομόνωσή του. Χωρίς το αμερικανικό δίχτυ ασφαλείας, το Ισραήλ θα μπορούσε τώρα να αψηφήσει τις προσδοκίες των ΗΠΑ και να προσπαθήσει να ασχοληθεί με τις αναδυόμενες απειλές προληπτικά, δυσανάλογα, και εντελώς μονομερώς.
Ισραηλινοί κοιτάζουν τα μαχητικά τής πολεμικής τους αεροπορίας να πετούν σε σχηματισμό στην διάρκεια εορτασμών για την Ημέρα τής Ανεξαρτησίας, στις 26 Απριλίου 2012. (Nir Elias / Reuters)
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το Ισραήλ δεν ήταν ποτέ πιο ασφαλές. Η συνθήκη ειρήνης με την Αίγυπτο, ο ακρογωνιαίος λίθος τής ασφάλειας του Ισραήλ στα τελευταία 30 χρόνια, επέζησε μέσα από μια περίοδο αβεβαιότητας κατά την ισλαμιστική διακυβέρνηση στην Αίγυπτο και τώρα διαφυλάσσεται για μια ακόμη φορά από μια αιγυπτιακή στρατιωτική κυβέρνηση που μοιάζει αποφασισμένη να παραμείνει στην εξουσία. Η ειρήνη με την Ιορδανία φαίνεται τόσο ανθεκτική όσο ποτέ, και ανατολικότερα, το Ιράκ βρίσκεται δεκαετίες μακριά από το να ξαναχτίσει έναν αρκετά ισχυρό στρατό ώστε να απειλήσει το Ισραήλ. Τα γεγονότα στην Συρία είναι ακόμη πιο επωφελή. Ο πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσαντ, απογυμνωμένος από χημικά όπλα – την φτωχική απάντηση στο εντυπωσιακό πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ - φαίνεται πιθανό να επιβιώσει από τον εμφύλιο πόλεμο στην χώρα του. Τα Υψώματα του Γκολάν, υπό τον έλεγχό του, πιθανώς θα παραμείνουν ήσυχα, και θα περάσει πολύς καιρός πριν ο συριακός στρατός μπορέσει να απειλήσει το Ισραήλ.
Παρά αυτές τις αντικειμενικά καλές συνθήκες, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου έφτασε στο σημείο να επικρίνει στις προεκλογικές συζητήσεις την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ ενδιάμεση συμφωνία ως φρικτά λανθασμένη πολιτική που θα οδηγήσει σε ενδεχόμενη ανάδειξη του Ιράν ως πυρηνική δύναμη. Η αντίδραση του Ισραήλ δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός η έντονη αντίθεση της χώρας [1] στην προοπτική οποιασδήποτε άλλης πυρηνικής δύναμης στην περιοχή της. Η Ισραηλινή επιδρομή στο Ιράκ το 1981 και τη Συρία, το 2007, αμφότερες με στόχο να καταστρέψουν μια εκκολαπτόμενη πυρηνική υποδομή, έχουν αποδείξει του λόγου το αληθές. Το γεγονός ότι το Ισραήλ δεν έχει ακόμη ξεκινήσει μια παρόμοια επιδρομή κατά του Ιράν είναι πιθανό μια αντανάκλαση τεχνολογικών και πολιτικών προβλημάτων - τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς - που θα συνεπαγόταν μια επίθεση στο Ιράν.
Για να καταλάβουμε το γιατί, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν. Ο πρώτος πρωθυπουργός τού Ισραήλ, Ντέιβιντ Μπεν Γκουριόν, πίστευε ότι (δεδομένης της θέσης τού Ισραήλ ως ένα μικρό και περιφερειακό μη καλοδεχούμενο εβραϊκό κράτος σε μια κατά τα άλλα μουσουλμανική περιοχή) η ασφάλεια της χώρας του απαιτεί την προστασία μιας υπερδύναμης. Παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ θα πρέπει πάντα να πολεμά τους δικούς του πολέμους, πίστευε ότι ένας προστάτης θα μπορούσε να παρέχει τα όπλα για την διεξαγωγή τους και τους διπλωματικούς πόρους για την προστασία των ωφελημάτων που απορρέουν από αυτούς. Ιστορικά, η πολιτική ασφάλειας του Ισραήλ ήταν πιο συγκρατημένη, όταν η σχέση του με την προστάτιδα υπερδύναμη ήταν ισχυρή. Για παράδειγμα, η αποδοχή από το Ισραήλ ενός πρόωρου τερματισμού των εχθροπραξιών στην περιοχή τού Σινά τον Οκτώβριο του 1973 ήρθε κατ’ εντολήν των Ηνωμένων Πολιτειών, με τις οποίες οι δεσμοί δεν υπήρξαν ποτέ ισχυρότεροι. Το ίδιο έκανε και όταν συγκρατήθηκε απέναντι στις ρίψεις ιρακινών πυραύλων Scud το 1991. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η συμπεριφορά τού Ισραήλ εξελίχθηκε ενάντια στις πολιτικές που προτιμά συνήθως. Στην πρώτη περίπτωση, η λήξη των εχθροπραξιών πριν το Ισραήλ περικυκλώσει τελείως και εκδιώξει τις αιγυπτιακές δυνάμεις από την ανατολική όχθη του Σινά έδωσε στον Αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ αλ Σαντάτ την πολιτική νίκη που επιζητούσε. Στη δεύτερη, το ότι το Ισραήλ δεν προχώρησε σε αντίποινα έναντι των ιρακινών Scuds αναμφισβήτητα ενθάρρυνε οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχ, η Χαμάς και η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ να πιστεύουν ότι η δέσμευση του Ισραήλ για αιματηρές τιμωρίες, που είχε εδραιωθεί στην δεκαετία του 1950, είχε αρχίσει να φθίνει.
Αντιπαραθέστε την συμπεριφορά τού Ισραήλ στις δύο αυτές περιπτώσεις με την πολιτική του τον Μάιο του 1967, όταν το Ισραήλ αισθάνθηκε εγκαταλελειμμένο από την προστάτιδα υπερδύναμη. Μετά το κλείσιμο των Στενών τού Tiran από τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Αλ-Νάσερ, το Ισραήλ ζήτησε την διαβεβαίωση του παραδοσιακού εταίρου του, της Γαλλίας, είτε ότι θα πιέσει την Αίγυπτο να ανοίξει τα στενά είτε ότι θα σταθεί στο πλευρό τού Ισραήλ, εάν αυτό προσπαθήσει μόνο του να ανοίξει εκ νέου τα στενά. Ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ, προσπαθώντας να αναστηλώσει την φήμη τής Γαλλίας στη Μέση Ανατολή μετά τον -ακραίας βίας- αλγερινό εμφύλιο πόλεμο, απέρριψε το αίτημα. Καθώς ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες προσέφεραν στο Ισραήλ μια θέση κάτω από την αμυντική τους ομπρέλα, το Ισραήλ βρέθηκε, σύμφωνα με την Γκόλντα Μέιρ, η οποία αργότερα έγινε πρωθυπουργός του, απελπιστικά μόνο. Η αντίδραση του Ισραήλ στην αίσθηση της βαθιάς απομόνωσης ήταν ένας παροξυσμός βίας που, στη διάρκεια έξι ημερών, άλλαξε τη Μέση Ανατολή και δημιούργησε προβλήματα για το Ισραήλ και για τον υπόλοιπο κόσμο που παραμένουν άλυτα μέχρι και σήμερα.
Η επανεξισορρόπηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά τους δαπανηρούς πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, απέναντι σε μια όλο και πιο ισχυρή Κίνα και μια αποδυναμωμένη αμερικανική οικονομία, απειλεί να βυθίσει το Ισραήλ πίσω σε εκείνες τις τρομακτικές ημέρες. Η Ουάσιγκτον πρέπει να το αναγνωρίσει αυτό αν θέλει να κατανοήσει την αντίδραση του Ισραήλ για την συμφωνία των ΗΠΑ με το Ιράν. Η κυβέρνηση Ομπάμα υποστηρίζει ότι πρόκειται απλώς για μια προσωρινή συμφωνία και ότι, σε περίπτωση που αποτύχει, οι στρατιωτικές επιλογές παραμένουν στο τραπέζι, αλλά αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αρκετά ύποπτοι. Από την εισβολή στο Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αφήσει να εννοηθεί η βαθιά απροθυμία τους να χρησιμοποιούν βία σε οποιαδήποτε περίπτωση είναι πιθανόν να προκαλέσει αμερικανικές απώλειες ή να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο άλλα συμφέροντα. Η χλιαρή συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Λιβύη ήταν ένα τέτοιο σήμα. Η απόφασή τους να επιτρέψουν στην Συρία να παραβιάσει την «κόκκινη γραμμή» για τα χημικά όπλα ήταν ένα ακόμα.
Οι αμερικανικοί υπολογισμοί προκαλούν ανησυχία στο Ισραήλ. Για το Ισραήλ, η μακροπρόθεσμη προοπτική τής ασφάλειάς του παραμένει ανησυχητική για τρεις λόγους. Πρώτον, η Αραβική Άνοιξη αποκάλυψε μια ισχυρή λαϊκή τάση προς τις ισλαμιστικές πολιτικές στην περιοχή, κάτι που δίνει στους Άραβες πολιτικούς που προσπαθούν να ηγηθούν της λαϊκής βούλησης σημαντικά λιγότερα κίνητρα να τα βρουν με το Ισραήλ σε σχέση με τους αυταρχικούς πολιτικούς που προηγήθηκαν. Αυτές οι μεταβαλλόμενες προτεραιότητες δείχνουν ότι μπορεί να είναι εύθραυστη ακόμα και η ειρήνη που απολαμβάνει το Ισραήλ με την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Το Ισραήλ πρέπει να προετοιμαστεί για το χειρότερο – κατάργηση των ειρηνευτικών συνθηκών και ειλικρινή λαϊκή υποστήριξη για ενεργό αντίθεση στο Ισραήλ από τον αραβικό κόσμο. Δεύτερον, η δυνατότητα του Ισραήλ να αποτρέπει την επιθετικότητα διαβρώνεται. Αν η αποτρεπτική του αξιοπιστία απεικονιζόταν σε ένα γράφημα, το υψηλό σημείο θα ήταν στο τέλος τού πολέμου τού 1967. Ξεκινώντας με την μη νίκη τού Ισραήλ το 1973, μετά με την απόφαση να μην προβεί σε αντίποινα εναντίον τού Ιράκ το 1991, και φτάνοντας στις επιτυχίες τής Χεζμπολάχ και τής Χαμάς να κερδίσουν εδαφικές παραχωρήσεις μέσω εξεγέρσεων, το κόστος τού να αντιτίθεται κανείς στο Ισραήλ φαίνεται να έχει μειωθεί. Τρίτον, η έλλειψη αποφασιστικότητας των ΗΠΑ σχετικά με την Συρία και το Ιράν αφήνει την εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να αποδεσμευτούν από τη Μέση Ανατολή, καθώς το βλέμμα τους στρέφεται αλλού. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες, για οποιονδήποτε λόγο, επιδιώξουν να υποβαθμίσουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, δεν είναι σαφές το πού θα στραφεί το Ισραήλ για όπλα και διπλωματική κάλυψη. Η εγχώρια παραγωγή όπλων αιχμής είναι πιθανώς πέραν των οικονομικών (αν και όχι των τεχνολογικών) δυνατοτήτων τού Ισραήλ, όπως κατέδειξε η αποτυχημένη προσπάθεια να παράγουν ένα ισραηλινής κατασκευής μαχητικό αεροσκάφος στη δεκαετία τού 1980. Προσθέστε σε αυτό την ψυχρή υποδοχή που δέχεται το Ισραήλ από τους περισσότερους φορείς τού διεθνούς συστήματος (εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες) και γίνεται ξεκάθαρο το γιατί ανησυχεί το Ισραήλ.
Κάποιοι θα πουν ότι οι ανησυχίες τού Ισραήλ είναι υπερβολικές και ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ είναι ακλόνητη. Πράγματι, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι το δηλώνουν αυτό επί βδομάδες. Το Ισραήλ μπορεί να δικαιολογηθεί επειδή αισθάνεται απλώς μια ψυχρή ανακούφιση από τις διαβεβαιώσεις αυτές. Στο κάτω-κάτω, όπως αναφέρει η ρήση τού Λόρδου Πάλμερστον, τα κράτη δεν έχουν μόνιμους φίλους, μόνο συμφέροντα. Για να καταδειχθεί το μέτρο τού πόσο είναι πιθανό να αντιδράσει από εδώ και πέρα το Ισραήλ , πιθανότατα αυτό που φωτίζει καλύτερα την εικόνα είναι ένα σημείο από τις παρατηρήσεις τού Θουκυδίδη σχετικά με το γιατί η Σπάρτη ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον τής Αθήνας. Μια δύναμη με το φόβο ότι θα επισκιαστεί έχει κάθε κίνητρο να χτυπήσει πρώτη ελπίζοντας ότι έτσι θα καθυστερήσει την δυνητική της πτώση.
Δεδομένου ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου απειλεί με δράση κατά του Ιράν για πολλά χρόνια, πολλοί τον θεωρούν πλέον σαν τον βοσκό που φωνάζει για τον λύκο. Πιστεύουν ότι το Ισραήλ δεν θα τολμούσε να επιτεθεί στο Ιράν ενόσω εξελίσσεται το αμερικανικό διπλωματικό παιχνίδι. Αλλά, οι αναλυτές αυτοί θα κάνουν καλά να θυμούνται τον Σαντάτ, ο οποίος ανακήρυξε και το 1971 και το 1972 ώς έτη αποφάσεων κατά τού Ισραήλ, απλώς για να γελοιοποιηθεί στο τέλος των ετών αυτών, αφού ποτέ οι στρατιώτες του δεν εγκατέλειψαν τους στρατώνες τους. Το Ισραήλ έκανε το λάθος να αγνοήσει τον Σαντάτ και εισέπραξε την τιμωρία του όταν τελικά ο Σαντάτ επιτέθηκε το 1973. Παρομοίως, κανείς δεν θα πρέπει να υποθέτει ότι η απειλή τού πολέμου έχει περάσει. Η διπλωματική εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ιράν μπορεί, κατά ειρωνεία τής τύχης, να κάνει μια επίθεση από το Ισραήλ πιο πιθανό να συμβεί τώρα, γιατί αργότερα θα μπορούσε να είναι πολύ αργά.
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69669/ariel-ilan-roth/giati-to-israil-fobatai-toso-poly?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου