«Πονοκέφαλο» για την Κομισιόν συνιστά η μεγάλη εξάρτηση της Ευρώπης από εισαγωγές φυσικού αερίου, αλλά και η διατήρηση υψηλών τιμών, που υποσκάπτει τον ανταγωνισμό της οικονομίας της. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι εισαγωγές φυσικού αερίου το 2035 θα εκτοξευθούν στο 80% από 60% που είναι σήμερα. Ωστόσο, οι πολιτικές που σχεδιάζονται για μια εσωτερική αγορά φυσικού αερίου φαίνεται να «σκοντάφτουν» στις εθνικές πολιτικές, οι οποίες δεν είναι πάντα συμβατές με αυτές της Κομισιόν, καθώς υπηρετούν πρώτιστα τις εγχώριες ανάγκες για το κατά περίπτωση βέλτιστο ενεργειακό μίγμα.
Ο Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας της Κομισιόν Klaus- DieterBorchardt ήταν σαφής. «Ένας αριθμός κρατικών εταιριών φυσικού αερίου σε κράτη-μέλη είναι εξαρτημένος από τις κρατικές πολιτικές, που κάνουν δύσκολη τη ζωή για την Κομισιόν και έχουν σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν αναντιστοιχίες ανάμεσα στο ενδιαφέρον για την εσωτερική αγορά και τις εγχώριες πολιτικές». Μιλώντας στο ετήσιο συνέδριο για το φυσικό αέριο, στη Βιέννη, ο κ. Borchardtτόνισε ότι «παρατηρείται μια δυστοκία στα κράτη-μέλη να λάβουν αποφάσεις για τον ενεργειακό τομέα, όχι μόνον γιατί έχουν να αποφασίσουν για το ενεργειακό μίγμα τους, αλλά γιατί παράλληλα πρέπει να ανταποκριθούν και στις ρυθμίσεις της ενιαίας εσωτερικής αγοράς».
Άμεση προτεραιότητα για την Κομισιόν παραμένει η διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας, καθώς σήμερα προμηθεύεται φυσικό αέριο μόνον από τη Νορβηγία, τη Ρωσία και την Αλγερία. Ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση θεωρείται το άνοιγμα του Νοτίου Διαδρόμου, με την εισαγωγή αερίου από την Κασπία Θάλασσα, διαμέσου του TANAP και του TAP. Όμως, αναγνωρίζεται ότι το φυσικό αέριο παραμένει γεωπολιτικό ζήτημα κι αυτό φαίνεται και από τα προβλήματα με την Ουκρανία.
Σε αυτή τη φάση είναι υπό κατασκευή τερματικό LNG στη Λιθουανία, ενώ αναζητούνται παρόμοιες λύσεις, μέσω του μηχανισμού των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος, στην Εσθονία ή τη Φινλανδία, με ένα διασυνδετήριο αγωγό σε όλη τη Βαλτική.
Οι πιο ευάλωτες αγορές θεωρούνται η Κεντρική και η Ανατολική Ευρώπη, τόσο ως προς το ζήτημα της κάλυψης τους, όσο και για τις υψηλές τιμές που παρουσιάζουν. Η όλη εικόνα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο εξαιτίας του αμερικάνικου shale gas.
Ο κ. Borchardt επισήμανε ότι μπορεί το φυσικό αέριο να θεωρείται το καύσιμο του μέλλοντος, ωστόσο, φαίνεται να περιθωριοποιείται η χρήση του, εξαιτίας των τιμών του ETS, αλλά και των χαμηλών τιμών του άνθρακα. «Βλέπουμε να υποφέρει η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο», υπογράμμισε με έμφαση.
Η ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. βασίζεται, όπως είπε ο ίδιος, σε τρεις άξονες: εσωτερική αγορά και ανταγωνισμός, ασφάλεια τροφοδοσίας και σταθερότητα. Κάθε ένα από αυτά, τόνισε, αποτελεί από μόνο του μία πρόκληση, ωστόσο, μια αποδοτικά λειτουργούσα εσωτερική αγορά είναι το κλειδί για την επίτευξη των υπόλοιπων στόχων. Βέβαια, ο κ. Borchardt αναγνώρισε ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς δεν είναι εύκολη υπόθεση και απαιτεί ειδική μελέτη για τις αγορές φυσικού αερίου. «Εξακολουθούμε να έχουμε μονοπώλια στα δίκτυα και περιορισμένο αριθμό πηγών τροφοδοσίας. Είναι ακριβώς το αντίθετο με ό,τι συμβαίνει στις ΗΠΑ με το shale gas. Επίσης, δεν υφίσταται παγκόσμια αγορά, όπως ισχύει με το πετρέλαιο και τον άνθρακα».
Παρόλα αυτά, η Ευρώπη έχει το προνόμιο να είναι μια μεγάλη αγορά, και η μεγαλύτερη εισαγωγέας φυσικού αερίου. «Συνεπώς, μπορεί να γίνει ένας αξιόπιστος εταίρος, προσφέροντας ένα διαφανές ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο είναι υπό διαμόρφωση, άρα μπορεί να εξασφαλίσει δυνατότητα πρόβλεψης για τις ανάγκες της και σταθερότητα», είπε ο κ. Borchardt.
Ο ίδιος διαβεβαίωσε ότι «θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για μια λύση που θα βασίζεται σε όρους αγοράς και για το φυσικό αέριο. Αυτό θα έχει θετικές επιπτώσεις και στη μείωση των τιμών». Όπου λειτούργησαν αγορές φυσικού αερίου το 2012, ειδικά μέσω των Hubs στη Βορειοδυτική Ευρώπη, υπήρξε, είπε, καθοδική πορεία στις τιμές, σε αντίθεση με τις συμβολαιοποιημένες ποσότητες, που διέθεταν πολύ πιο υψηλές τιμές και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Πώς μπορεί όμως να δημιουργηθεί μια εσωτερική ανταγωνιστική αγορά φυσικού αερίου; Ως προϋποθέσεις ο κ. Borchardt έθεσε, τις μεγάλης έκτασης επενδύσεις, τους καλύτερους όρους για τη συνοριακή διαμετακόμιση και τη μεταφορά, την ύπαρξη ανταγωνισμού για τους προμηθευτές της Ευρώπης, καθώς και τους μηχανισμούς για τη διαμόρφωση τιμών, που θα διαχέεται σε όλη την Ευρώπη. Ειδικά το τελευταίο θεωρείται κλειδί και για την προσέλκυση επενδύσεων στον τομέα αυτό, αλλά και για να υπάρξουν σωστές τιμές στις αγορές.
«Το όραμα μας», κατέληξε ο κ. Borchardt, «δεν είναι να δημιουργήσουμε μία ενιαία, απλώς, εσωτερική αγορά για τα 28 κράτη-μέλη. Αλλά να διασυνδέσουμε τους Κόμβους Φυσικού Αερίου, που διαθέτουν οικονομική ρευστότητα. Ήδη, οι διάφορες Ζώνες έχουν συνδεθεί διαμέσου εναρμονισμένων πρακτικών λειτουργίας και κανόνων αγοράς. Συνεπώς, οι χονδρέμποροι και οι λιανοπωλητές θα μπορούν να ανταγωνιστούν κατά μήκος των διαφορετικών Ζωνών και στο τέλος της ημέρας αναμένουμε ότι οι καταναλωτές θα αποκομίσουν οφέλη από τη δυναμική του ανταγωνισμού».
της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου
ΠΗΓΗ: http://energia.gr/article.asp?art_id=79176
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου