Η ραγδαία αύξηση στην παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού αερίου στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει προκαλέσει συζητήσεις για μια βιομηχανική αναγέννηση των ΗΠΑ ενεργοδοτούμενη με φθηνό φυσικό αέριο. Η Εθνική Ένωση Κατασκευαστών σημειώνει στην ιστοσελίδα της ότι «τα άφθονα εγχώρια αποθέματα φυσικού αερίου μπορούν να τροφοδοτήσουν μια αναγέννηση της βιομηχανίας των ΗΠΑ». Ομοίως, μια έκθεση του 2011 από την PricewaterhouseCoopers διαπίστωσε ότι το «σχιστολιθικό φυσικό αέριο έχει την δυνατότητα να προκαλέσει μια βιομηχανική αναγέννηση των ΗΠΑ κατά τα προσεχή χρόνια, ενισχύοντας τα έσοδα και οδηγώντας στην δημιουργία θέσεων εργασίας».
Υποδοχές αντλιών στο κοίτασμα πετρελαίου Midway Sunset στην Καλιφόρνια, 29 Απριλίου 2013. (Lucy Nicholson / Reuters)
Εν τω μεταξύ, στην Ευρώπη και την Ασία, όπου οι τιμές τής ενέργειας εξακολουθούν να είναι υψηλές, οι ηγέτες ανησυχούν για ένα επερχόμενο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που θα απειλήσει τις ήδη εύθραυστες οικονομίες τους. Ο Daniel Yergin, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας τού βιβλίου με τίτλο «Το βραβείο», ανέφερε ότι στο Νταβός φέτος η ανταγωνιστικότητα «είχε βαθμονομηθεί κατά μήκος ενός μόνο άξονα: εκείνου της ενέργειας». Η φθηνότερη ενέργεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγραψε, «προσδίδει στην ευρωπαϊκή βιομηχανική παραγωγή ένα βαρύ μειονέκτημα κόστους έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Το αποτέλεσμα είναι μια μετανάστευση βιομηχανικών επενδύσεων από την Ευρώπη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες». Ωστόσο, η συζήτηση για βιομηχανικές αναγεννήσεις ή σκοτεινές εποχές είναι υπερβολικές. Το φυσικό αέριο έχει πολύ λιγότερη σημασία από όση ισχυρίζονται είτε οι αισιόδοξοι είτε οι απαισιόδοξοι.
Η ενεργειακή ανταγωνιστικότητα, η ιδέα ότι η φθηνή ενέργεια μπορεί να είναι μια πηγή βιομηχανικής ισχύος και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, είναι ταυτόχρονα ενστικτωδώς ελκυστική και ενστικτωδώς ύποπτη. Είναι ελκυστική, επειδή είμαστε εξαρτημένοι στο να πιστεύουμε ότι η ενέργεια είναι τρομερά σημαντική, οπότε οι μεγάλες αλλαγές στην παγκόσμια ενέργεια πρέπει να προκαλέσουν μεγάλες αλλαγές στην οικονομία. Θα πρέπει να είναι ένα τεράστιο ζήτημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες - με βαθιές συνέπειες στην γεωπολιτική και την οικονομία - αν οι τιμές τού φυσικού αερίου εκεί βρεθούν στο ένα τρίτο ή στο ένα πέμπτο ή στο ένα δέκατο από εκείνες που ισχύουν στην Ευρώπη και την Ασία.
Ταυτόχρονα, η ιδέα τής ενεργειακής ανταγωνιστικότητας είναι ύποπτη. Σπανίως συνδέεται η πρόσβαση στην φθηνή ενέργεια με την βιομηχανική ισχύ (σκεφτείτε την Σαουδική Αραβία, την Ρωσία και την Βενεζουέλα). Από ένα ατύχημα της γεωγραφίας, οι χώρες με προηγμένους βιομηχανικούς τομείς - η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Κορέα, η Ταϊβάν - τυχαίνει να εξαρτώνται από εισαγόμενη και συνήθως ακριβή ενέργεια. Αν αυτές οι χώρες κατάφεραν να θρέψουν παγκόσμιας κλάσης βιομηχανικούς τομείς χωρίς να διαθέτουν εγχώριες πηγές φθηνής ενέργειας, θα πρέπει κάτι να υπάρχει περισσότερο στην βιομηχανία παρά στην ενέργεια.
Ταυτόχρονα, η ιδέα τής ενεργειακής ανταγωνιστικότητας είναι ύποπτη. Σπανίως συνδέεται η πρόσβαση στην φθηνή ενέργεια με την βιομηχανική ισχύ (σκεφτείτε την Σαουδική Αραβία, την Ρωσία και την Βενεζουέλα). Από ένα ατύχημα της γεωγραφίας, οι χώρες με προηγμένους βιομηχανικούς τομείς - η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Κορέα, η Ταϊβάν - τυχαίνει να εξαρτώνται από εισαγόμενη και συνήθως ακριβή ενέργεια. Αν αυτές οι χώρες κατάφεραν να θρέψουν παγκόσμιας κλάσης βιομηχανικούς τομείς χωρίς να διαθέτουν εγχώριες πηγές φθηνής ενέργειας, θα πρέπει κάτι να υπάρχει περισσότερο στην βιομηχανία παρά στην ενέργεια.
Η πραγματικότητα είναι ότι η ενέργεια, αν και πολύ σημαντική για ορισμένες βιομηχανίες, αποτελεί ένα οριακό κίνητρο για την βιομηχανική δραστηριότητα συνολικά. Το 2012, η Dow Chemical ανέφερε ότι «οι δαπάνες για πρώτες ύλες υδρογονανθράκων και ενέργεια αντιπροσώπευαν το 37% του κόστους παραγωγής τής εταιρείας και των λειτουργικών δαπανών». Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το ότι η Dow είναι το όνομα που πιο συχνά συνδέεται με τις εκκλήσεις για περιορισμό των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις Ηνωμένες Πολιτείες – η ενέργεια αποτελεί ένα μεγάλο κόστος για την εταιρεία.
Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο στην οικονομία των ΗΠΑ από τις χημικές ουσίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν το 2,3% του ΑΕΠ και το 0,6% του ισοδύναμου πλήρους απασχόλησης το 2012. Το Γραφείο Οικονομικών Αναλύσεων (Bureau of Economic Analysis, BEA) εκτιμά ότι, συνολικά, οι αμερικανικές επιχειρήσεις δαπάνησαν 790 δισεκατομμύρια δολάρια για την ενέργεια το 2012. Η ενέργεια αντιπροσώπευε περίπου το 3,7% του συνολικού κόστους τους, παραπλήσιο με το 3,6% που οι εταιρείες έχουν δαπανήσει για τον σκοπό αυτό κατά μέσο όρο από το 1997. (Το χαμηλότερο ποσοστό ήταν 2,6% το 1998 και το υψηλότερο ήταν 4,6% το 2008).
Παρά τις χαμηλές τιμές τού φυσικού αερίου, με άλλα λόγια, οι δαπάνες για ενέργεια είναι σχεδόν έξω από το ιστορικό κανόνα. Εν μέρει, ο λόγος είναι ότι το φυσικό αέριο αποτελούσε μόνο το περίπου 15% των ενεργειακών δαπανών τής βιομηχανίας το 2011, ενώ το υπόλοιπο αφορά στον άνθρακα, το πετρέλαιο και την ηλεκτρική ενέργεια, τμήμα της οποίας παράγεται από φυσικό αέριο. Το φθηνό φυσικό αέριο παρείχε μόνο περιορισμένη τόνωση, της τάξης των 32.5 δισεκατομμυρίων δολαρίων που εξοικονόμησε η αμερικανική βιομηχανία - ένα ασήμαντο ποσό σε σύγκριση με τα 6 τρισ. δολάρια που είναι το σύνολο των δαπανών τής βιομηχανίας για ενδιάμεσες εισροές και μισθούς.
Τι γίνεται, όμως, με εκείνες τις βιομηχανίες όπου η ενέργεια αποτελεί ένα σημαντικό κόστος; Μεταξύ των 69 επιμέρους τομέων για τους οποίους το BEA αναφέρει δεδομένα, μόνο οκτώ ξόδεψαν για ενέργεια πάνω από το 10% του συνολικού κόστους (ενέργεια, υλικά και υπηρεσίες, καθώς και αποζημιώσεις εργαζομένων). Οι βιομηχανίες αυτές, κυρίως στους τομείς των μεταφορών και των logistics, αποτελούσαν λιγότερο από το 5% του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2012. Προσθέτοντας βιομηχανίες που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα για πρώτη ύλη, αυτό το σύνολο θα ανέλθει στο 10% του ΑΕΠ, από το οποίο ένα σημαντικό μέρος αφορά μεταφορές και logistics.
Γι’ αυτό είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι οι επενδύσεις με κίνητρο το φθηνό φυσικό αέριο θα οδηγήσουν σε μια βιομηχανική αναγέννηση. Σε ένα έγγραφο που η Charles River Associates προετοίμασε για την Dow Chemical για την βιομηχανία των ΗΠΑ και τις εξαγωγές LNG τον Φεβρουάριο του 2013, εντοπίζονταν πάνω από 95 έργα στον βιομηχανικό τομέα έντασης φυσικού αερίου, τα οποία είχαν ανακοινωθεί από διάφορες εταιρείες από το 2010. Συνολικά, έφθαναν τα περίπου 90 δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις. Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες δαπανούν περίπου 2 τρισ. δολάρια το χρόνο σε άλλες, μη οικιστικές επενδύσεις. Δεδομένου ότι δεν θα υλοποιηθούν όλα αυτά τα (υψηλής έντασης φυσικού αερίου) έργα και ότι όσες επενδύσεις πραγματοποιηθούν θα διασπαρούν σε πολλά χρόνια, η όλη υπόθεση δεν θα είναι καθόλου μετασχηματιστική.
Φυσικά, το σχιστολιθικό φυσικό αέριο φέρνει άλλα οφέλη. Η Boston Consulting Group, για παράδειγμα, εκτιμά ότι «το μέσο νοικοκυριό των ΗΠΑ έχει ήδη εξοικονόμηση από 425 έως 725 δολάρια το χρόνο, λόγω του χαμηλότερου κόστους ενέργειας, κάτι που μπορεί να αποδοθεί στο εγχώριο σχιστολιθικό φυσικό αέριο». Μαζί με το σχιστολιθικό πετρέλαιο, το σχιστολιθικό φυσικό αέριο δημιουργεί θέσεις εργασίας και αποφέρει φορολογικά έσοδα, και βοηθά να συρρικνωθεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ - όλοι αξιόλογοι στόχοι. Αλλά το σχιστολιθικό φυσικό αέριο δεν θα πυροδοτήσει μια ευρεία βιομηχανική αναγέννηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε θα υπονομεύσει τις οικονομίες στην Ευρώπη και την Ασία, παρέχοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα πλεονέκτημα ενεργειακού κόστους. Η επίδρασή του θα είναι μικρή και περιορίζεται σε λίγες βιομηχανίες. Είναι καιρός να εγκαταλειφθεί η ιδέα ότι η «ενεργειακή ανταγωνιστικότητα» είναι κάτι υπαρκτό.
sourche: http://foreignaffairs.gr/articles/69744/nikos-tsafos/to-xameno-sxistolithiko-thayma?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου