Μπορεί ο Ματέο Ρέντσι να γίνει ο Γκέρχαρντ Σρέντερ της Ιταλίας; Μπορεί να είναι ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός που θα προωθήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζεται η χώρα του για να ανακτήσει τον οικονομικό της δυναμισμό;
Η πρόκληση για τον 39χρονο Ιταλό ηγέτη είναι τεράστια. Η ιταλική οικονομία είναι εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία ουραγός σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τις αναπτυξιακές της επιδόσεις. Την περίοδο 2001-10, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ιταλίας ήταν 0,25%. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ιταλών το 2010 ήταν χαμηλότερο σε σύγκριση με εκείνο του 2001, με τη χώρα να κατατάσσεται 167η μεταξύ 179 στη σχετική κατηγορία από το ΔΝΤ. Η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη: η Ιταλία βυθίστηκε ξανά σε ύφεση το 2011, το ΑΕΠ της συρρικνώθηκε κατά 2,5% το 2012 και σχεδόν 2% το 2013, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις. Η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί κατά 1/5 την τελευταία πενταετία. Η ανεργία στη χώρα αναρριχήθηκε τον Ιανουάριο στο 12,9%. Η ανεργία των νέων υπερβαίνει το 40%.
Η πρόκληση για τον 39χρονο Ιταλό ηγέτη είναι τεράστια. Η ιταλική οικονομία είναι εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία ουραγός σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τις αναπτυξιακές της επιδόσεις. Την περίοδο 2001-10, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ιταλίας ήταν 0,25%. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ιταλών το 2010 ήταν χαμηλότερο σε σύγκριση με εκείνο του 2001, με τη χώρα να κατατάσσεται 167η μεταξύ 179 στη σχετική κατηγορία από το ΔΝΤ. Η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη: η Ιταλία βυθίστηκε ξανά σε ύφεση το 2011, το ΑΕΠ της συρρικνώθηκε κατά 2,5% το 2012 και σχεδόν 2% το 2013, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις. Η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί κατά 1/5 την τελευταία πενταετία. Η ανεργία στη χώρα αναρριχήθηκε τον Ιανουάριο στο 12,9%. Η ανεργία των νέων υπερβαίνει το 40%.
Η αναπτυξιακή δυστοκία της Ιταλίας έχει συμβάλει στη διαιώνιση του προβλήματος υπερχρέωσης της χώρας. Το δημόσιο χρέος της, που ήταν 120,9% του ΑΕΠ το 1995, μειωνόταν σταδιακά ώς το 2007 (103,3%). Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση το ώθησε σε επίπεδα υψηλότερα του 1995 – 127% του ΑΕΠ το 2012 και πέραν του 130% το 2013. Στο δεύτερο μισό του 2011, η υφεσιακή υποτροπή και η διόγκωση του δημοσίου χρέους έθεσαν την Ιταλία στο επίκεντρο της συστημικής ευρωπαϊκής κρίσης, με τα spreads των ιταλικών ομολόγων να ξεπερνούν τις 500 μονάδες βάσης.
Εκτοτε –από τον Νοέμβριο του 2011, όταν, με την τρόικα προ των πυλών, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι υποχρεώθηκε να κάνει στην άκρη– έχουν κυβερνήσει την Ιταλία ο Μάριο Μόντι, ο Ενρίκο Λέτα και, εδώ και λίγες εβδομάδες, ο Ρέντσι. Παρότι πολύ διαφορετικοί, οι τρεις άνδρες μοιράζονται ένα ζωτικό χαρακτηριστικό: κανείς τους δεν εξελέγη πρωθυπουργός· όλοι ανέλαβαν την εξουσία ύστερα από παρασκηνιακές διεργασίες. Με αυτό ως δεδομένο, δικαιολογείται η αισιοδοξία για τις προοπτικές του μέχρι πρότινος δημάρχου της Φλωρεντίας να εφαρμόσει επιτυχώς το διαρθρωτικό του πρόγραμμα – ενός πολιτικού χωρίς κοινοβουλευτική ή υπουργική εμπειρία και που, επιπροσθέτως, παγίως διεκήρυττε ότι δεν πρόκειται να κυβερνήσει αν δεν έχει εκλεγεί;
O Γιάκομπ Κίρκεγκααρντ, senior fellow του Peterson Institute of International Economics, απαντάει καταφατικά. Μέρος των υψηλών του προσδοκιών συνδέεται με την προσωπικότητα του Ρέντσι. «Προέρχεται από μια νέα γενιά», σημειώνει ο Δανός οικονομολόγος, η οποία δεν φέρει ευθύνες για την οικονομική διολίσθηση της χώρας. Στην ίδια γενιά ανήκε και ο προκάτοχός του, αλλά «σε αντίθεση με τον Ρέντσι, ο Λέτα δεν είχε δική του βάση υποστήριξης». Για την αναντιστοιχία λόγων και πρακτικής του Ρέντσι, ο Κίρκεγκααρντ σημειώνει ότι «εν μέρει πλήττει την αξιοπιστία του, αλλά παράλληλα δείχνει ότι διαθέτει το “ένστικτο του δολοφόνου”, που είναι απαραίτητο για να πετύχει στον νέο του ρόλο».
Οι μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες του Ρέντσι καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα, από τον εκλογικό νόμο έως τη φορολογικό σύστημα, τις εργασιακές σχέσεις και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας. Την περασμένη Τετάρτη, ο νέος πρωθυπουργός παρουσίασε και τα πρώτα συγκεκριμένα μέτρα, μεταξύ των οποίων φοροελαφρύνσεις 1.000 ευρώ σε ετήσια βάση για μισθωτούς με αποδοχές κάτω των 1.500 ευρώ, συνολικού κόστους 10 δισ. τον χρόνο, μείωση 10% του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις και νομοθετική ρύθμιση για την αποπληρωμή των οφειλών του κράτους στον ιδιωτικό τομέα, που φτάνουν τα 68 δισ. ευρώ. Παρότι δεν διασαφήνισε τις αντισταθμιστικές περικοπές δαπανών που ισχυρίστηκε ότι θα επιβάλει, ο Ρέντσι είπε ότι η Ιταλία θα παραμείνει εντός του ορίου του 3% για το έλλειμμα.
Ο Κίρκεγκααρντ θεωρεί ότι η απόφαση του Ρέντσι να καταπιαστεί πρώτα με τα διαρθρωτικά ζητήματα είναι σοφή: «Αν πετύχει το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, θα έχει καταφέρει το ακατόρθωτο. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορώ να φανταστώ ότι οι Βρυξέλλες δεν θα του δώσουν περιθώριο ελιγμών στα δημοσιονομικά».
Δαιδαλώδες και αργό το δικαστικό σύστημα
Ενας τομέας που συμβάλλει ποικιλοτρόπως στα οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας, τον οποίο ο νέος πρωθυπουργός δεν έχει περιθώρια να αγνοήσει, είναι η Δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, απαιτούνται κατά μέσον όρο 1.185 ημέρες για την εκτέλεση ενός συμβολαίου στην Ιταλία – διάρκεια υπερδιπλάσια από το μέσο όρο των πλούσιων χωρών-μελών του Οργανισμού. Ο μέσος χρόνος που απαιτείται σε χώρες του ΟΟΣΑ για να τελεσιδικήσει μία αστική υπόθεση είναι 788 μέρες· στην Ιταλία είναι σχεδόν 8 χρόνια. Είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό παραβάσεων του δικαιώματος διεκπεραίωσης μιας δίκης σε εύλογο χρόνο, βάσει του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (2013) την κατέταξε 145η στον κόσμο όσον αφορά την αποδοτικότητα του νομικού της πλαισίου στη διευθέτηση διαφορών.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ («Μεταρρύθμιση του Δικαστικού Συστήματος στην Ιταλία – Κλειδί για την Ανάπτυξη», Φεβρουάριος 2014), το δαιδαλώδες νομικό πλαίσιο δρα αποτρεπτικά για τις ξένες άμεσες επενδύσεις. Μεταξύ του 2005-2011, η εισροή των ξένων άμεσων επενδύσεων προς την Ιταλία ήταν το 1/3 του μέσου όρου στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση συμβολαίων συνεπάγονται υψηλότερο κόστος δανεισμού και δάνεια μικρότερης διάρκειας, με τη συνεπακόλουθη αρνητική επίδραση στις επενδύσεις και στην αγορά κατοικίας. Τρίτον, η νομική αβεβαιότητα, οι περίπλοκες διαδικασίες και το υψηλό κόστος απολύσεων συμβάλλουν στο μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων στην Ιταλία και στην επιβράδυνση του ρυθμού ίδρυσης και πτώχευσης επιχειρήσεων. Τέταρτον, οι δυσχέρειες στην επίλυση εργασιακών διαφορών δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Τέλος, η προβληματική εκτέλεση των συμβολαίων συμβάλλει στη χρόνια καθυστέρηση των πληρωμών και υπονομεύει –σύμφωνα με τους ειδικούς του Ταμείου– την επιχειρηματική καινοτομία.
Οι λόγοι για τους οποίους η ιταλική Δικαιοσύνη, εκτός από τυφλή, είναι και χωλή είναι γνώριμοι στη χώρα μας. Τα δικαστικά παράβολα στην Ιταλία είναι εξαιρετικά χαμηλά, με αποτέλεσμα να προσφεύγουν πολύ εύκολα οι πολίτες στα δικαστήρια και να ασκούν με την ίδια ξενοιασιά έφεση αν δεν δικαιωθούν πρωτοδίκως. Η ευκολία της πρόσβασης περιλαμβάνει και το ανώτατο δικαστήριο –τον ιταλικό Αρειο Πάγο– του οποίου o ετήσιος φόρτος εργασίας έχει δεκαπλασιαστεί σε σχέση με τη δεκαετία του 1960. Η δικομανία που χαρακτηρίζει τους Ιταλούς εντείνεται και εκφράζεται από τις στρατιές δικηγόρων που δραστηριοποιούνται στα αμέτρητα δικαστήρια της χώρας – 350 ανά 100.000 πληθυσμού (οι μόνες χώρες στην Ε.Ε. με περισσότερους δικηγόρους ανά κάτοικο είναι η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο).
Οι ιταλικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν επιχειρήσει να λύσουν τον «γόρδιο δεσμό» του δικαστικού συστήματος, με περιορισμένη επιτυχία. Οπως σημειώνεται στη μελέτη του ΔΝΤ, ο νόμος 83/2012 του Μ. Μόντι επιχείρησε να εξορθολογίσει τη διαδικασία των εφέσεων, αλλά οι διατάξεις του δεν ήταν αποδοτικές, καθώς η διαδικασία που απαιτείται για να αποφασιστεί αν μία υπόθεση δεν έχει ουσιώδεις ελπίδες να κριθεί διαφορετικά σε δεύτερο βαθμό είναι σχεδόν εξίσου χρονοβόρος όσο θα ήταν η δευτεροβάθμια εκδίκασή της. Επιπλέον, διατηρείται η δυνατότητα έφεσης –στον Αρειο Πάγο– έναντι του αποκλεισμού μιας υπόθεσης από τη δυνατότητα έφεσης!
Πιο γνωστός στην Ιταλία είναι ο νόμος Πίντο του 2001, που είχε στόχο να επιταχύνει τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης παρέχοντας χρηματική αποζημίωση σε διαδίκους των οποίων οι υποθέσεις καθυστερούσαν υπερβολικά. Οπως παρατηρούν οι ειδικοί του ΔΝΤ, ωστόσο, η εφαρμογή του νόμου δεν δημιούργησε κίνητρα για αλλαγή συμπεριφοράς των δικαστών: οι πόροι για την αποζημίωση των διαδίκων (200 εκατ. ευρώ ώς το 2011) προήλθαν από νέο, ειδικό κονδύλι, χωρίς να μειωθούν οι επιχορηγήσεις των δικαστηρίων και χωρίς να κληθούν στην πράξη οι ίδιοι οι δικαστές να συμβάλουν στις αποζημιώσεις – παρότι αυτή η δυνατότητα προβλεπόταν από τον νόμο.
Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει κινήσεις στη σωστή κατεύθυνση, όπως αυξήσεις παραβόλων και η θέσπιση της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης (σε νέα μορφή πέρυσι, αφού η προηγούμενη εκδοχή κρίθηκε αντισυνταγματική του 2012). Το πακέτο μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων υπό τον τίτλο «Προορισμός Ιταλία» της κυβέρνησης Λέτα (παρουσιάστηκε πρώτη φορά τον περασμένο Σεπτέμβριο) περιελάμβανε επιπλέον μέτρα, όπως την ψηφιοποίηση των διαδικασιών, νέους περιορισμούς στο δικαίωμα της έφεσης και τη δυνατότητα διαμεσολάβησης χωρίς την παρουσία δικηγόρων.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, απαιτούνται κατά μέσον όρο 1.185 ημέρες για την εκτέλεση ενός συμβολαίου στην Ιταλία – διάρκεια υπερδιπλάσια από το μέσο όρο των πλούσιων χωρών-μελών του Οργανισμού. Ο μέσος χρόνος που απαιτείται σε χώρες του ΟΟΣΑ για να τελεσιδικήσει μία αστική υπόθεση είναι 788 μέρες· στην Ιταλία είναι σχεδόν 8 χρόνια. Είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό παραβάσεων του δικαιώματος διεκπεραίωσης μιας δίκης σε εύλογο χρόνο, βάσει του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (2013) την κατέταξε 145η στον κόσμο όσον αφορά την αποδοτικότητα του νομικού της πλαισίου στη διευθέτηση διαφορών.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ («Μεταρρύθμιση του Δικαστικού Συστήματος στην Ιταλία – Κλειδί για την Ανάπτυξη», Φεβρουάριος 2014), το δαιδαλώδες νομικό πλαίσιο δρα αποτρεπτικά για τις ξένες άμεσες επενδύσεις. Μεταξύ του 2005-2011, η εισροή των ξένων άμεσων επενδύσεων προς την Ιταλία ήταν το 1/3 του μέσου όρου στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση συμβολαίων συνεπάγονται υψηλότερο κόστος δανεισμού και δάνεια μικρότερης διάρκειας, με τη συνεπακόλουθη αρνητική επίδραση στις επενδύσεις και στην αγορά κατοικίας. Τρίτον, η νομική αβεβαιότητα, οι περίπλοκες διαδικασίες και το υψηλό κόστος απολύσεων συμβάλλουν στο μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων στην Ιταλία και στην επιβράδυνση του ρυθμού ίδρυσης και πτώχευσης επιχειρήσεων. Τέταρτον, οι δυσχέρειες στην επίλυση εργασιακών διαφορών δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Τέλος, η προβληματική εκτέλεση των συμβολαίων συμβάλλει στη χρόνια καθυστέρηση των πληρωμών και υπονομεύει –σύμφωνα με τους ειδικούς του Ταμείου– την επιχειρηματική καινοτομία.
Οι λόγοι για τους οποίους η ιταλική Δικαιοσύνη, εκτός από τυφλή, είναι και χωλή είναι γνώριμοι στη χώρα μας. Τα δικαστικά παράβολα στην Ιταλία είναι εξαιρετικά χαμηλά, με αποτέλεσμα να προσφεύγουν πολύ εύκολα οι πολίτες στα δικαστήρια και να ασκούν με την ίδια ξενοιασιά έφεση αν δεν δικαιωθούν πρωτοδίκως. Η ευκολία της πρόσβασης περιλαμβάνει και το ανώτατο δικαστήριο –τον ιταλικό Αρειο Πάγο– του οποίου o ετήσιος φόρτος εργασίας έχει δεκαπλασιαστεί σε σχέση με τη δεκαετία του 1960. Η δικομανία που χαρακτηρίζει τους Ιταλούς εντείνεται και εκφράζεται από τις στρατιές δικηγόρων που δραστηριοποιούνται στα αμέτρητα δικαστήρια της χώρας – 350 ανά 100.000 πληθυσμού (οι μόνες χώρες στην Ε.Ε. με περισσότερους δικηγόρους ανά κάτοικο είναι η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο).
Οι ιταλικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν επιχειρήσει να λύσουν τον «γόρδιο δεσμό» του δικαστικού συστήματος, με περιορισμένη επιτυχία. Οπως σημειώνεται στη μελέτη του ΔΝΤ, ο νόμος 83/2012 του Μ. Μόντι επιχείρησε να εξορθολογίσει τη διαδικασία των εφέσεων, αλλά οι διατάξεις του δεν ήταν αποδοτικές, καθώς η διαδικασία που απαιτείται για να αποφασιστεί αν μία υπόθεση δεν έχει ουσιώδεις ελπίδες να κριθεί διαφορετικά σε δεύτερο βαθμό είναι σχεδόν εξίσου χρονοβόρος όσο θα ήταν η δευτεροβάθμια εκδίκασή της. Επιπλέον, διατηρείται η δυνατότητα έφεσης –στον Αρειο Πάγο– έναντι του αποκλεισμού μιας υπόθεσης από τη δυνατότητα έφεσης!
Πιο γνωστός στην Ιταλία είναι ο νόμος Πίντο του 2001, που είχε στόχο να επιταχύνει τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης παρέχοντας χρηματική αποζημίωση σε διαδίκους των οποίων οι υποθέσεις καθυστερούσαν υπερβολικά. Οπως παρατηρούν οι ειδικοί του ΔΝΤ, ωστόσο, η εφαρμογή του νόμου δεν δημιούργησε κίνητρα για αλλαγή συμπεριφοράς των δικαστών: οι πόροι για την αποζημίωση των διαδίκων (200 εκατ. ευρώ ώς το 2011) προήλθαν από νέο, ειδικό κονδύλι, χωρίς να μειωθούν οι επιχορηγήσεις των δικαστηρίων και χωρίς να κληθούν στην πράξη οι ίδιοι οι δικαστές να συμβάλουν στις αποζημιώσεις – παρότι αυτή η δυνατότητα προβλεπόταν από τον νόμο.
Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει κινήσεις στη σωστή κατεύθυνση, όπως αυξήσεις παραβόλων και η θέσπιση της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης (σε νέα μορφή πέρυσι, αφού η προηγούμενη εκδοχή κρίθηκε αντισυνταγματική του 2012). Το πακέτο μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων υπό τον τίτλο «Προορισμός Ιταλία» της κυβέρνησης Λέτα (παρουσιάστηκε πρώτη φορά τον περασμένο Σεπτέμβριο) περιελάμβανε επιπλέον μέτρα, όπως την ψηφιοποίηση των διαδικασιών, νέους περιορισμούς στο δικαίωμα της έφεσης και τη δυνατότητα διαμεσολάβησης χωρίς την παρουσία δικηγόρων.
Στα 150 δισ. ευρώ τα «κόκκινα δάνεια»
Στη σύγκρουσή του με το παλαιό καθεστώς (αν την επιδιώξει), ο Ρέντσι ενδεχομένως να έχει με το μέρος του την οικονομική συγκυρία. Την ίδια εβδομάδα που εξώθησε σε παραίτηση τον Λέτα, ανακοινώθηκε ότι η Ιταλία επανήλθε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης (οριακά το δ΄ τρίμηνο του 2013, έπειτα από εννέα συνεχή τρίμηνα ύφεσης), ενώ ο οίκος Moody’s αναβάθμισε την πιστοληπτική της προοπτική από «αρνητική» σε «σταθερή».
Η κρίσιμη άγνωστη μεταβλητή για την ιταλική οικονομία είναι οι τράπεζες. Τα διαγνωστικά τεστ της ΕΚΤ, τα αποτελέσματα των οποίων θα δημοσιευθούν τον ερχόμενο Οκτώβριο, ενδέχεται να επιφυλάσσουν δυσάρεστες εκπλήξεις για τη χώρα, η οποία δεν έχει προχωρήσει στα χρόνια της κρίσης σε εξυγίανση του κλάδου, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Κύπρος, που αναγκάστηκαν να το κάνουν. Τον Νοέμβριο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια –κυρίως επιχειρηματικά– στην Ιταλία έφτασαν τα 150 δισ. ευρώ.
Σαφείς ενδείξεις των αναταραχών που επίκεινται ήταν οι ανακοινώσεις απομειώσεων και αυξημένων προβλέψεων για επισφαλή δάνεια, την περασμένη εβδομάδα, από τη Unicredit και τη Monti dei Paschi di Siena. Ως αποτέλεσμα, η Unicredit, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, ανακοίνωσε ζημίες 15 δισ. ευρώ για το δ΄ τρίμηνο του 2013. Η υπό κρατική διάσωση Μonti dei Paschi di Siena, η αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου, κατέγραψε ζημίες –921 εκατ. ευρώ– για το έβδομο συνεχόμενο τρίμηνο.
Η κρίσιμη άγνωστη μεταβλητή για την ιταλική οικονομία είναι οι τράπεζες. Τα διαγνωστικά τεστ της ΕΚΤ, τα αποτελέσματα των οποίων θα δημοσιευθούν τον ερχόμενο Οκτώβριο, ενδέχεται να επιφυλάσσουν δυσάρεστες εκπλήξεις για τη χώρα, η οποία δεν έχει προχωρήσει στα χρόνια της κρίσης σε εξυγίανση του κλάδου, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Κύπρος, που αναγκάστηκαν να το κάνουν. Τον Νοέμβριο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια –κυρίως επιχειρηματικά– στην Ιταλία έφτασαν τα 150 δισ. ευρώ.
Σαφείς ενδείξεις των αναταραχών που επίκεινται ήταν οι ανακοινώσεις απομειώσεων και αυξημένων προβλέψεων για επισφαλή δάνεια, την περασμένη εβδομάδα, από τη Unicredit και τη Monti dei Paschi di Siena. Ως αποτέλεσμα, η Unicredit, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, ανακοίνωσε ζημίες 15 δισ. ευρώ για το δ΄ τρίμηνο του 2013. Η υπό κρατική διάσωση Μonti dei Paschi di Siena, η αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου, κατέγραψε ζημίες –921 εκατ. ευρώ– για το έβδομο συνεχόμενο τρίμηνο.
ΠΗΓΗ: http://www.kathimerini.gr/758366/article/oikonomia/die8nhs-oikonomia/to-megalo-stoixhma-ths-italikhs-anagennhshs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου