Μια πινακίδα στα ελβετο-γαλλικά σύνορα με την πόλη Ferney Voltaire στην Le Grand-Saconnex, κοντά στην Γενεύη, στις 10 Φεβρουαρίου του 2014. (Denis Balibouse / Reuters)
Δεν συμβαίνει συχνά η μικρή και ειρηνική Ελβετία να μπαίνει στα πρωτοσέλιδα σε όλη την Ευρώπη. Αλλά το έκανε νωρίτερα φέτος, όταν οι Ελβετοί ψήφισαν με μικρή διαφορά (50,3%) να τροποποιηθεί το σύνταγμά τους, έτσι ώστε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να μπορέσει να ρυθμίσει τη μετανάστευση από τις γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με την τροπολογία, η ελβετική κυβέρνηση έχει περιθώριο τρία χρόνια για να συντάξει και να θεσπίσει τέτοιους κανονισμούς. Αν η κυβέρνηση ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, οι μέρες των χωρίς περιορισμούς μετακινήσεων του εργατικού δυναμικού - μια προϋπόθεση για την συνέχιση των διμερών σχέσεων της Ελβετίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση - θα τελειώσουν. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι σε όλη την Ευρώπη, εθνικοί ηγέτες και παρατηρητές επικρίνουν την Ελβετία που ξαναβλέπει τις συμφωνίες της με την Ευρωπαϊκή Ένωση και καταδίκασε τις προσπάθειές της για κατασκευή νέων τειχών σε όλη την ήπειρο.
Κατά την περίοδο μέχρι την ψηφοφορία, οι μεγάλες οικονομικές Ενώσεις τής Ελβετίας συσπειρώθηκαν κατά τής τροπολογίας, προειδοποιώντας για οικονομικές συνέπειες. Κατ’ αρχήν, η επαναφορά των ποσοστώσεων για τη μετανάστευση θα μπορούσε να υπονομεύσει την ευρωπαϊκή υπόσχεση για ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, εργασίας, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Στην πραγματικότητα, η κίνηση αυτή θα ακυρώσει μια από τις θεμελιώδεις συμφωνίες τής Ελβετίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση - η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και, μαζί με αυτήν, πολλές άλλες συμφωνίες από την Διμερή Συνθήκη I, η συνθήκη που διέπει τις εναέριες και τις οδικές μεταφορές, την γεωργία, το εμπόριο, τις δημόσιες συμβάσεις και τις επιστήμες, μεταξύ άλλων - χάρη στην λεγόμενη ρήτρα-λαιμητόμο τής εν λόγω συμφωνίας, η οποία υποστηρίζει ότι η ακύρωση μιας διμερούς συνθήκης εκμηδενίζει όλες τις άλλες. Αν συμβεί αυτό, θα βλάψει σε μακροπρόθεσμη βάση την εξαγωγικού προσανατολισμού οικονομία της Ελβετίας. Αλλά υπάρχουν και βραχυπρόθεσμες συνέπειες, επίσης. Αμέσως μετά το δημοψήφισμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ακύρωσε διαπραγματεύσεις με την Ελβετία για την ένταξη της χώρας στην ατζέντα τής ΕΕ για την έρευνα.
Οπότε, γιατί οι Ελβετοί ψήφισαν υπέρ μιας τέτοιας τροπολογίας; Από τότε που η Ελβετία άνοιξε τα σύνορά της με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2002, το ποσοστό τού πληθυσμού τής Ελβετίας που είναι ξένοι έχει διευρυνθεί από το 21,2% στο 23,3%. Η μερίδα τού λέοντος προέρχεται από δυτικοευρωπαϊκές χώρες τής ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε αύξηση της μετανάστευσης από ανατολικοευρωπαϊκές χώρες τής ΕΕ, ο συνολικός αριθμός παραμένει κάτω από το 1% του πληθυσμού τής Ελβετίας. Μετά το Λουξεμβούργο και το Λιχτενστάιν, στην Ελβετία είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, και αποτελεί για κάποιους Ελβετούς την αιτία για τον υπερπληθυσμό, την αύξηση των ενοικίων και τη μείωση των μισθών. Για πολλούς Ελβετούς, αποτελεί επίσης έναν κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή και τις κοινές αξίες, έναν παράγοντα που υπερκαλύπτει οποιαδήποτε πραγματική συμβολή μπορεί να έχουν οι μετανάστες στην οικονομία.
Τα αισθήματα αυτά δεν περιορίζονται στην Ελβετία, και η νέα συνταγματική τροποποίηση έχει εμπνεύσει συμπαθούντα κόμματα αλλού. Στην Αυστρία, για παράδειγμα, το δεξιό Κόμμα τής Ελευθερίας, γνωστό ως FPÖ, ζήτησε ένα παρόμοιο δημοψήφισμα. Στην Γερμανία, η «Εναλλακτική για την Γερμανία», ένα νέο κόμμα υπέρ τής εξόδου τής χώρας από το ευρώ, ζήτησε η Γερμανία να περιορίσει επίσης τη μετανάστευση από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Nigel Farage, ο ηγέτης τού «Κόμματος Ανεξαρτησίας» τού Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο καλεί για έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έσπευσε να συμμετάσχει στον χορό, επίσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο προετοιμάζεται για την διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με την συμμετοχή στην ΕΕ, οπότε η ελβετική απόφαση έχει προσθέσει απήχηση εκεί. Εάν η Ελβετία, η οποία δεν είναι μέλος τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να θέσει όρους για τη μετανάστευση της ΕΕ, τότε το Ηνωμένο Βασίλειο, που δεν είναι μέλος τής ευρωζώνης, θα μπορούσε να αισθανθεί ενισχυμένο να θεσπίσει επίσης ειδικές πολιτικές για τον εαυτό του.
Ξαφνικά, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανησυχητική προοπτική τών αποσπασματικών συμφωνιών μεταξύ κρατών σε αντικατάσταση εκείνων που έχουν διευθετήσει τα της ηπείρου την τελευταία δεκαετία. Αυτοί οι φόβοι μπορεί να ακούγονται παραφουσκωμένοι, αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται για τις ευρωβουλευτικές εκλογές τού Μαΐου 2014. Αντιευρωπαϊκά κόμματα, ειδικά εκείνα της άκρας δεξιάς, έχουν συσπειρωθεί στην συμμαχία Le Pen-Wilders, από τα ονόματα της Γαλλίδας δεξιάς πολιτικού Marine Le Pen και του Ολλανδού δεξιού πολιτικού Geert Wilders. Αυτοί αναμένεται να διπλασιάσουν τον αριθμό των βουλευτών τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου θα πολεμήσουν το «τέρας τής γραφειοκρατίας των Βρυξελλών», κατά την δημοφιλή διατύπωση, και να ξαναφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες αρμοδιότητες στα μεμονωμένα ευρωπαϊκά έθνη. Αυτό θα λειτουργήσει ανασταλτικά σε κάθε περαιτέρω ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα καταδικάσει την συμμαχία να «παγώσει» μέσα στη μεταβατική της περίοδο, ίσως για πάντα.
Η πιθανότητα ότι η Ευρώπη μπορεί να κολλήσει εκεί, υπήρξε ένας κίνδυνος από τις πρώτες ημέρες τής ένωσης. Η ίδια η δομή της, επιτρέπει σε εθνικούς πολιτικούς να κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση όταν τα πράγματα πάνε στραβά - ή όταν πρέπει να ακολουθηθούν αντιλαϊκές πολιτικές - και να διεκδικούν την ευθύνη για τις δημοφιλείς πολιτικές. Η Ελβετία είναι μια ιδιαίτερα δραστική περίπτωση: Το παιχνίδι τής επίρριψης ευθυνών προχωρεί χωρίς καμιά αμφισβήτηση εκεί, γιατί η Ελβετία δεν είναι μέλος τής ΕΕ και είναι παραδοσιακά στην πλευρά των ευρωσκεπτικιστών. Δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά μέσα μαζικής ενημέρωσης εξακολουθούν να είναι οργανωμένα κατά μήκος εθνικών συνόρων, τέτοιου είδους πολιτικές τακτικές δεν διορθώνονται και κανείς δεν ακούει την ευρωπαϊκή προοπτική. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός πληθυσμός έχει μια αρνητική στάση απέναντι σχεδόν στα πάντα «που προέρχονται από τις Βρυξέλλες».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανεξαρτήτως του πόσο αντιδημοφιλής ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν φαινόταν να υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, όπως έχει γίνει γνωστό ότι είπε η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Αλλά η ελβετική απόφαση στέλνει το μήνυμα στους Ευρωπαίους πολίτες ότι στο κάτω-κάτω υπάρχει μια εναλλακτική λύση, κάποιο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της συνολικής ολοκλήρωσης και του πλήρους διαχωρισμού, και ότι η ισορροπία αυτή πρέπει να αποφασιστεί μέσω της δημόσιας συζήτησης. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε κάποτε μια εποχή που η απλή αναφορά στο ιστορικό σχέδιο της Ευρώπης ήταν αρκετή για να πείσει τους ανθρώπους για την αξία του, οι ημέρες αυτές έχουν παρέλθει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μετατραπεί τελικά σε ένα πολιτικό ζήτημα, και τα επιχειρήματα υπέρ και κατά τού σχεδίου ισχύουν.
Σε αυτή τη νέα Ευρώπη, μια συνεχιζόμενη διαδικασία ολοκλήρωσης δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, ούτε μπορεί να παρουσιάζεται χωρίς εναλλακτικές λύσεις. Η επιβίωσή της θα εξαρτηθεί από το πόσο τα εθνικά μέσα ενημέρωσης θα αρχίσουν να κοιτάζουν και πέρα από τα σύνορα. Η Ευρώπη δεν χρειάζεται έναν ενιαίο πληθυσμό, αλλά όντως χρειάζεται μέσα μαζικής ενημέρωσης με ευρωπαϊκή προοπτική. Χρειάζεται επίσης μια πολιτική τάξη που να είναι πρόθυμη να συζητήσει ανοικτά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της Ευρώπης. Η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δεν αποτελούν νόμους τής φύσης. Οι υποστηρικτές τής ανοιχτής Ευρώπης πρέπει να είναι πιο πρόθυμοι να υπερασπιστούν την υπόθεσή τους και να αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματα των ευρωσκεπτικιστών. Αυτό δεν πάει να πει ότι η ελβετική απόφαση δεν ήταν επικίνδυνη: οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις θα είναι δύσκολες, και ο τερματισμός τής ελεύθερης οικονομικής και επιστημονικής διακίνησης θα βλάψει την Ελβετία μακροπρόθεσμα. Το δημοψήφισμα ήταν επίσης ένα ανησυχητικό σημάδι τής ανόδου τής ξενοφοβίας στην Ελβετία, και πέρα από αυτήν.
Η απόφαση των Ελβετών αποτελεί μια έγκαιρη προειδοποίηση για την Ευρώπη. Η Ένωση θα ευδοκιμήσει μόνο αν οι πολίτες έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν το πώς λειτουργεί και το πώς δημιουργούνται οι διάφορες πολιτικές. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, και αν οι πολιτικοί αρνηθούν να συζητήσουν δημόσια για το μέλλον τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, η λαϊκή δυσαρέσκεια με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απλώς θα αυξηθεί. Δεν υπάρχει κανένας καλύτερος χρόνος αντί του τωρινού για να αλλάξει ο τρόπος που λαμβάνονται οι αποφάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με δεδομένη την σημερινή στάση των Ευρωπαίων προς την Ένωση, καλύτερα οι πολιτικοί να μην χάσουν αυτή την ευκαιρία.
sourche: http://foreignaffairs.gr/articles/69748/lukas-kaelin/oriakes-symperifores-gia-tin-ee?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου