Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Πέρα από το ΑΕΠ: Τι παραβλέπει η μέτρηση των οικονομικών επιδόσεων σχετικά με τις… οικονομικές επιδόσεις

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κοινότητες των οικονομολόγων χρησιμοποιούν τακτικά το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), μια καταγραφή όλων των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα κατά την διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ως το μέτρο τής οικονομικής απόδοσης. Αλλά το ΑΕΠ είναι ένας σχετικά καινούργιος τρόπος αξιολόγησης των οικονομιών. Στην πραγματικότητα, η ιδέα δεν είχε συλληφθεί μέχρι τις αρχές τού εικοστού αιώνα, όταν η Μεγάλη Ύφεση και μετά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ώθησαν την Ουάσιγκτον να αρχίσει να μετρά τις κρατικές δαπάνες για τις υπηρεσίες και τον πόλεμο (παλιότερα θεωρούμενο ως ένα αναγκαίο κακό που μείωνε το εθνικό εισόδημα) ως κάτι καθαρά θετικό για την οικονομία.
Η Reuters Plaza στο Λονδίνο. (Jim Jones / Courtesy Reuters)

Η δόμηση των στατιστικών τού ΑΕΠ δεν ήταν απλή, ακόμα και σε εκείνες τις πρώτες ημέρες, όταν η οικονομία ήταν λιγότερο πολύπλοκη από όσο είναι σήμερα. Χρειάστηκαν δεκαετίες σε κάμποσες χώρες ώστε να δημιουργήσουν εθνικούς λογαριασμούς και στους οικονομολόγους και στατιστικολόγους ώστε να δημιουργήσουν μεθόδους για την σύγκριση του ΑΕΠ στην πάροδο του χρόνου και μεταξύ εθνών. Και η δουλειά συνεχίζεται ως σήμερα. Ένα παράδειγμα είναι η ρύθμιση των συνολικών μεγεθών με τον πληθωρισμό ώστε να προκύψει το «πραγματικό» ΑΕΠ. Αλλά οι συνεχείς βελτιώσεις τής ποιότητας των προϊόντων, καθώς και η εισαγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών με την πάροδο του χρόνου, έχουν καταστήσει πιο δύσκολο από ποτέ να υπολογιστούν οι μεταβολές των τιμών. Για παράδειγμα, ένας φορητός υπολογιστής το 2013 ήταν μια πολύ διαφορετική μηχανή από έναν φορητό υπολογιστή το 2004, ακόμα και εάν οι τιμές τους ήταν περίπου ίδιες. Πριν από μερικές δεκαετίες, εν τω μεταξύ, η τιμή των υπολογιστών ήταν άπειρη, επειδή δεν υπήρχαν υπολογιστές. Είναι δύσκολο να περιλάβει κανείς αυτόν τον μετασχηματισμό σε έναν μόνο δείκτη τιμών.

Επιπλέον, παρά τα χρόνια τής προόδου, εξακολουθεί να είναι δύσκολο να γίνουν συγκρίσεις σε διεθνές επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές διαφορές στις οικονομικές δομές σε όλο τον κόσμο και στο σε τι οι καταναλωτές ξοδεύουν τα εισοδήματά τους. Παρά το γεγονός ότι οι οικονομολόγοι δεν διστάζουν να κάνουν γενικεύσεις, οι αντιλήψεις μας για την ανάπτυξη σε διάφορες οικονομίες και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές εξαρτάται από τις στατιστικές μεθόδους. Για παράδειγμα, η εισαγωγή των προσαρμογών στην βελτίωση της ποιότητας των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην δεκαετία τού 1990 θα έκανε την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ να φαίνεται πολύ ισχυρότερη σε σχέση με άλλες χώρες.
Υπάρχουν και άλλα πράγματα που το ΑΕΠ αγνοεί εντελώς. Δεν έχει τίποτε να πει για την περιβαλλοντική ζημιά που προκαλεί η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Και, παρ’ όλο που η αύξηση του ΑΕΠ εκλαμβάνεται ως υποκατάστατο για την πρόοδο, δεν είχε ποτέ την πρόθεση να μετρήσει την ευτυχία ή την ευημερία. Τέλος, καθώς τα έθνη παλεύουν με την παγκόσμια ύφεση του 2007-2008, ορισμένοι αναρωτιούνται σοβαρά αν το μοντέλο υπερεκτιμά την συνεισφορά των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην οικονομία.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα προβλήματα, κάποιοι έχουν προτείνει να απαλλαγούμε εντελώς από το ΑΕΠ υπέρ νέων μετρήσεων, όπως έναν εθνικό δείκτη ευτυχίας. Αυτό δεν παρακάμπτει την ανάγκη να υπάρχει μια μέτρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Αλλά είναι αλήθεια ότι ο χαρακτήρας τής οικονομίας - και αυτά που οι πολίτες αξιολογούν πέρα από το ΑΕΠ - αλλάζει, και ο τρόπος που μετράμε την οικονομία θα πρέπει να συμβαδίζει. Ειδικότερα, οι οικονομολόγοι θα πρέπει να καταπιαστούν με τρία ζητήματα. Το πρώτο, είναι η οικονομική πολυπλοκότητα, όπως καθοδηγείται από την καινοτομία, την συνεχή εισαγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και την αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση των αλυσίδων παραγωγής. Το δεύτερο, είναι η αύξηση του μεριδίου των υπηρεσιών και των άυλων περιουσιακών στοιχείων στις προηγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των online δραστηριοτήτων που δεν έχουν τιμή. Το τρίτο, είναι το επείγον ζήτημα της αειφορίας - αν η εξάντληση των πόρων και των περιουσιακών στοιχείων τώρα θα υπονομεύσει την δυνητική αύξηση του ΑΕΠ στο μέλλον.
Η ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΑΛΑΣ»
Το 1998, οι Ηνωμένες Πολιτείες διέθεταν 185 τηλεοπτικά κανάλια, 141 παυσίπονα που δεν απαιτούν ιατρική συνταγή και 87 μάρκες αναψυκτικών. Το 1970, υπήρχαν πέντε τηλεοπτικά κανάλια, πέντε παυσίπονα και 20 είδη αναψυκτικών. Ακόμη πιο εντυπωσιακό, ενώ υπήρχαν 400 τύποι υπολογιστών και σχεδόν πέντε εκατομμύρια ιστοσελίδες το 1998, δεν υπήρχε τίποτε από αυτά λίγες δεκαετίες νωρίτερα. Όλα ετούτα είναι μεγάλο πράγμα: η ποικιλία μέσω της συνεχούς καινοτομίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας από τους βασικούς δείκτες τής οικονομικής ανάπτυξης. Είναι εκπληκτικά δύσκολο, όμως, να βρεθούν οικονομικές στατιστικές, που να λαμβάνουν υπόψη τους τον αριθμό των διαφόρων προϊόντων που διατίθενται. (Η Ετήσια Έκθεση της Federal Reserve Bank του Ντάλας το 1998, από την οποία ελήφθησαν τα στοιχεία που παρατίθενται εδώ, είναι μια από τις λίγες διαθέσιμες πηγές, ακόμη και σήμερα). Οι επίσημη οργανισμοί απλά δεν ρωτούν. Σε έρευνες, ρωτούν τους κατασκευαστές υποδημάτων για τον όγκο - τον αριθμός των ζευγαριών - και τις τιμές, αλλά όχι τον αριθμό των διαφορετικών στυλ. Μετράνε τις υψηλής τεχνολογίας μπότες για περπάτημα, τα παπούτσια για τρέξιμο που προστατεύουν τα γόνατα και τους αστραγάλους, τις γόβες, τα παπούτσια που ασκούνν τους μηρούς, τα πανέμορφα κόκκινα ψηλοτάκουνα παπούτσια, τα άσχημα αλλά εξαιρετικά άνετα σανδάλια, και τα πάνινα παπούτσια που κάποιος μπορεί να σχεδιάσει ο ίδιος online, απλά ως «παπούτσια».
Αλλά, γιατί αυτό επηρεάζει το ΑΕΠ; Παραλείποντας να μετρήσει πλήρως την συνεχώς αυξανόμενη γκάμα προϊόντων στην οικονομία, το ΑΕΠ υποεκτιμά την καινοτομία. Αποτυγχάνει επίσης να καταγράψει την ευημερία των καταναλωτών. Παράδειγμα, τα χωρίς οδηγό αυτοκίνητα. Ένα αυτοκίνητο που θα μπορεί να κινείται χωρίς οδηγό θα αυξήσει το ΑΕΠ κατά το ίδιο ποσό όπως και κάθε άλλο είδος αυτοκινήτου, ή ίσως λίγο περισσότερο. Οι στατιστικολόγοι μπορούν να υπολογίσουν έναν δείκτη τιμών «ικανοποίησης» για να μετρήσουν το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου μπορεί να καθίσει και να χαλαρώσει κατά την διαδρομή. Αλλά το ΑΕΠ ποτέ δεν θα μετρήσει το πόσο συμβάλλουν τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό στην ασφάλεια - την μείωση του αριθμού των ατυχημάτων καθώς τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό θα γίνονται πιο δημοφιλή.
Το μέτρο τού ΑΕΠ αγνοεί επίσης την αξία που φέρνει η προσωπική προσαρμογή (τα παπούτσια που μπορεί κανείς να σχεδιάσει online): Όπως έγραψαν οι οικονομολόγοι τής Dallas Fed το 1998, «Εμείς μπορεί να μην δούμε ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης ή απότομες αυξήσεις τής παραγωγικότητας, αλλά η μαζική εξατομίκευση θα προσδώσει στην Αμερική. Πόροι σπαταλούνται για να βρεθεί το τι θέλουν οι πελάτες. Όταν τα περισσότερα προϊόντα είναι προσαρμόσιμα, δεν θα σπαταλάμε χρήματα για ρούχα που κάθονται στην ντουλάπα επειδή δεν ταιριάζουν ή ψηφιακούς δίσκους με μόνο ένα ή δύο τραγούδια που μας αρέσουν πολύ. Και τα εμπορεύματα δεν θα μαραζώνουν στα ράφια των εμπόρων. Η επίτευξη ενός υψηλότερου επιπέδου διαβίωσης με λιγότερες απαιτήσεις σε φυσικούς πόρους και εργατικό δυναμικό θα βοηθήσει να εξομαλυνθούν οι πιέσεις στις τιμές και θα συνεχίσει τα καλά νέα αυτής της δεκαετίας για τον πληθωρισμό». Οι προοπτικές τής «μαζικής εξατομίκευσης» που επιδεικνύονταν μπροστά στα μάτια των αναγνωστών της έκθεσης του 1998 έρχονται για να εφαρμοστούν, συμπεριλαμβανομένης της τηλεόρασης με πρόγραμμα κατά προτίμηση και των ειδών ένδυσης «sur mesure» για μικρομεσαίους πελάτες, κι όχι μόνο για τους λίγους πλούσιους.
Η πολυπλοκότητα υπερβαίνει τον αριθμό των προϊόντων. Τα περισσότερα αγαθά φτιάχνονται τώρα μέσω παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Τα εξαρτήματά τους κατασκευάζονται σε διάφορες χώρες, αποστέλλονται από όλο τον κόσμο για να συναρμολογηθούν σε ένα μέρος, και στην συνέχεια αποστέλλονται στις αγορές προορισμού τους. Αυτό είναι αληθές για φαινομενικά απλά προϊόντα, όπως τα πουκάμισα, αλλά και εξελιγμένα, όπως το iPhone. Οι δείκτες τιμών, και συνεπώς το ΑΕΠ, δεν αποτυπώνουν τις μεγάλες μειώσεις των τιμών που έρχονται με την εξωτερική ανάθεση (outsourcing). Με την σειρά τους, οι τιμές εισαγωγών έχουν υπερεκτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό και ο όγκος των εισαγωγών έχει υποεκτιμηθεί. Επιπλέον, οι συμβατικές εμπορικές στατιστικές δεν συμψηφίζουν την προστιθέμενη αξία από τα ενδιάμεσα στάδια: τα στοιχεία τού αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών καταγράφουν μόνο το σύνολο της τελικής αξίας τού iPhone όταν εισάγεται από την Κίνα. Σύμφωνα με τον Yuqing Xing, καθηγητή στο Εθνικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών στο Τόκιο, «η παραδοσιακή μέθοδος της καταγραφής συναλλαγών παρέλειψε να αντικατοπτρίσει την πραγματική κατανομή τής αλυσίδας αξίας και ζωγράφισε μια διαστρεβλωμένη εικόνα σχετικά με τις διμερείς εμπορικές σχέσεις. Η σινο-αμερικανική διμερής εμπορική ανισορροπία έχει διογκωθεί σε μεγάλο βαθμό». Οι στατιστικές τής εμπορικής προστιθέμενης αξίας είναι πρόσφατα διαθέσιμες, και η μελέτη τους είναι πιθανό να αλλάξει ό, τι σκεφτόμαστε για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας.
ΑΝΤΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ
Το 1987, ο οικονομολόγος Robert Solow χαριτολόγησε με την διάσημη φράση ότι «μπορείτε να δείτε την εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών παντού αλλού, εκτός από τα στοιχεία για την παραγωγικότητα». Οι επίσημες προβλέψεις για την αύξηση της παραγωγικότητας όντως παρουσίασαν άνοδο από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1990 έως το 2001, αν και η αύξηση της παραγωγικότητας έκτοτε επιβραδύνθηκε. Από την πλευρά του, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δει πάνω - κάτω μηδενική αύξηση του ΑΕΠ από το 2008, αλλά η απασχόληση έχει αυξηθεί εκεί. Εξ ορισμού, αυτό συνεπάγεται (στην καλύτερη περίπτωση) μηδενική αύξηση της παραγωγικότητας.
Αυτό σηματοδοτεί ένα δεύτερο σοβαρό θέμα για το ΑΕΠ ως μέτρο τής οικονομίας. Κάθε χρόνο, η οικονομία αποτελείται από περισσότερα άυλα πράγματα, γεγονός που καθιστά δύσκολη την μέτρηση της παραγωγικότητας. Είναι σχετικά εύκολο να κρατήσει κανείς καρτέλες για την οικονομική παραγωγή ανά εργαζόμενο, όταν μπορεί να μετρήσει τον αριθμό των αυτοκινήτων ή των ψυγείων ή των καρφιών ή των γευμάτων μικροκυμάτων που στέλνονται από τα εργοστάσια. Αλλά, πώς θα μετρηθεί η απόδοση των νοσοκόμων, των λογιστών, των σχεδιαστών κήπων, των μουσικών, των προγραμματιστών λογισμικού, των βοηθών υγειονομικής περίθαλψης, και τα παρόμοια; Ο μόνος τρόπος είναι να μετρηθεί πόσοι από αυτούς υπάρχουν και σε πόσους πελάτες παρέχουν μια υπηρεσία. Αλλά αυτό παραβλέπει πλήρως την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας, η οποία, στους κλάδους αυτούς, είναι πιο σημαντική από την ποσότητα.
Η παραγωγικότητα, με τη σειρά της, μπορεί να μην είναι τόσο σημαντικό μέτρο όπως φαινόταν κάποτε. Όπως έχει γράψει ο γκουρού τής τεχνολογίας, Kevin Kelly, «Γενικά κάθε εργασία που μπορεί να μετρηθεί με τις μετρήσεις τής παραγωγικότητας - παραγωγή ανά ώρα - είναι ένα έργο που θέλουμε αυτοματοποίηση για να το κάνουμε. Με λίγα λόγια, η παραγωγικότητα είναι για τα ρομπότ. Οι άνθρωποι υπερέχουν σε σπατάλη χρόνου, πειραματισμό, παιχνίδι, δημιουργία και εξερεύνηση». Ο Kelly είναι άνετος με την ιδέα των ρομπότ που θα κάνουν περισσότερη δουλειά για μας. Άλλοι δεν είναι. Ως απάντηση στο Race Against the Machine του Erik Brynjolfsson, ενός καθηγητή Οικονομικών στο ΜΙΤ, και του Andrew McAfee, του βασικού ερευνητή στο Κέντρο για τις Digital Business στο MIT, ο Paul Krugman στην στήλη του στους New York Times έγραψε, «Αυτό που είναι εντυπωσιακό στα παραδείγματά τους είναι ότι πολλές από τις θέσεις εργασίας που έχουν εκτοπιστεί είναι υψηλής ειδίκευσης και υψηλών μισθών. Η αρνητική πλευρά τής τεχνολογίας δεν περιορίζεται στους ταπεινούς εργαζομένους. Ωστοσο, μπορεί η καινοτομία και η πρόοδος να βλάψουν πραγματικά μεγάλο αριθμό εργαζομένων, ίσως ακόμη και τους εργαζομένους γενικά; Μου συμβαίνει συχνά να αντιμετωπίζω ισχυρισμούς ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Αλλά, η αλήθεια είναι ότι μπορεί, και σοβαροί οικονομολόγοι έχουν επίγνωση αυτής της δυνατότητας για σχεδόν δύο αιώνες». Ο Krugman έχει δίκιο. Κατά την διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, οι νέοι αργαλειοί και τα ελαιοτριβεία έβαλαν σε μειονεκτική θέση εξειδικευμένους τεχνίτες.
Όταν πρόκειται για την αυτοματοποίηση και τον εκτοπισμό από την εργασία, έχουμε την τάση να αντιπαθούμε την αύξηση της παραγωγικότητας. Ωστόσο, τα robots σήμερα θα έχουν τελικά τα ίδια αποτελέσματα για την οικονομία, όπως τα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία το 19ο αιώνα. Τα ρομπότ είναι ένα νέο είδος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, και η αξία τους θα πηγαίνει αρχικά στους κατόχους τού εν λόγω κεφαλαίου. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, κάθε πρόσωπο που εργάζεται θα επωφεληθεί από το περισσότερο κεφάλαιο με το οποίο θα κάνει την δουλειά του, ακριβώς όπως ένας υφαντής θα μπορούσε να παράγει περισσότερα με μηχανικό αργαλειό από ό, τι με έναν χειροκίνητο στο σπίτι του. Και αυτό θα μεταφραστεί άμεσα σε υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας και - αν οι εργαζόμενοι αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες και η κοινωνία μπορέσει να διαχειριστεί την εισοδηματική ανισότητα – σε υψηλότερους μισθούς για όλους. Προς το παρόν, η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας έχει συνοδεύσει τις αυξήσεις της παραγωγικότητας που συνδέονται με τις ψηφιακές τεχνολογίες, υποδεικνύοντας ότι τα κέρδη δεν είναι ευρέως διαμοιρασμένα, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε να γίνει έτσι.
Ένα συναφές ζήτημα είναι το πώς να μετρηθεί η αξία ενός άυλου προϊόντος ή υπηρεσίας, ενός καθαρά ψηφιακού αντικειμένου, όπως οι μηχανές αναζήτησης, οι εφαρμογές, οι ηλεκτρονικές «ανοικτές» εγκυκλοπαίδειες, και ούτω καθ’ εξής. Αυτά έχουν συχνά μια μηδενική τιμή και, χωρίς τιμή αγοράς, δεν καταγράφονται στα στατιστικά στοιχεία τού ΑΕΠ. Όπως οι Brynjolfsson και Adam Saunders, της Σχολής Wharton, στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, το έθεσαν σε μια πρόσφατη έκθεση που απηχεί τον Solow, «Βλέπουμε την επιρροή τής εποχής τής πληροφορίας παντού, εκτός από τα στατιστικά στοιχεία του ΑΕΠ». Έτσι, για παράδειγμα, τα στοιχεία των πωλήσεων της βιομηχανίας τής μουσικής έχουν μειωθεί σε όρους δολαρίου, αλλά υπάρχουν σχεδόν σίγουρα περισσότεροι άνθρωποι, όχι λιγότεροι, που ακούνε μουσική. Το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που ο καταναλωτής πληρώνει και στην αξία που αυτός ή αυτή λαμβάνει από την αγορά ονομάζεται «πλεόνασμα του καταναλωτή», και η αυξανόμενη επικράτηση των αγαθών και υπηρεσιών που δεν έχουν τιμή φαίνεται να αυξάνει το πλεόνασμα του καταναλωτή.
Όλα αυτά οδηγούν στην αίσθηση ότι διευρύνεται ανησυχητικά πολύ το χάσμα μεταξύ αυτών που μετρά το ΑΕΠ και της συνολικής οικονομικής ευημερίας. Ο Brynjolfsson και ο JooHee Oh, ένας μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο MIT, εκτιμούν ότι υπήρξε ένα μη καταγεγραμμένο «πλεόνασμα του καταναλωτή» περίπου 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο για μια δεκαετία, που προέκυψε από την πρόσβαση σε δωρεάν online υπηρεσίες, όπως το Facebook, το Wikipedia, το Craigslist και το Google. Ο Hal Varian, ο επικεφαλής οικονομολόγος τής Google, εκτιμά ότι η δωρεάν υπηρεσία αναζήτησης της Google αξίζει 150 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για τους χρήστες. Φυσικά θα έλεγε κάτι τέτοιο, αλλά οι υπολογισμοί του φαίνονται λογικοί. Ο οικονομολόγος Michael Mandel ισχυρίστηκε ότι τα δεδομένα ή οι πληροφορίες, θα πρέπει να προστεθούν ως μια τρίτη κατηγορία στα αγαθά και τις υπηρεσίες. Ο ίδιος εκτιμά ότι η τρίτη κατηγορία θα προσθέσει 0,6 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2012 - μια σημαντική διαφορά.
Οι στατιστικολόγοι πρέπει να αρχίσουν να σκέπτονται πώς να μετρήσουν καλύτερα την παραγωγή και την κατανάλωση πληροφοριών, ψηφιακών προϊόντων, που προσφέρουν αξία στους καταναλωτές. Επειδή το ΑΕΠ μετρά μόνο νομισματικές συναλλαγές, τα νέα δωρεάν επιχειρηματικά μοντέλα δεν έχουν μετρηθεί τόσο καλά. Υπήρξαν πάντοτε δωρεάν αλλά και πολύτιμες δραστηριότητες, από τις δημόσιες βιβλιοθήκες μέχρι τους περιπάτους στην εξοχή. Η διαφορά τώρα είναι η κλίμακα και το πόσο αλληλένδετες είναι οι μη χρηματικές δραστηριότητες με τις παραδοσιακές επιχειρήσεις, όπως υπολογίζονται στο ΑΕΠ.
ΚΡΑΤΗΣΕ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Το ΑΕΠ μετρά την αύξηση της παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών στην πάροδο του χρόνου, χωρίς να εξηγεί πλήρως κατά πόσον η αύξηση έρχεται σήμερα σε βάρος τής ανάπτυξης στο μέλλον.
Οι στατιστικές τού ΑΕΠ δεν περιλαμβάνουν ένα μέτρο τής απόσβεσης ενσώματων στοιχείων του ενεργητικού («ανάλωση κεφαλαίου»). Το φυσικό απόθεμα κεφαλαίου (μηχανήματα, εξοπλισμός μεταφορών, κτίρια) πρέπει να αυξηθεί περισσότερο από ό, τι αποσβαίνεται, για μια αναπτυσσόμενη οικονομία. Οι παραγωγοί πρέπει επίσης να προβούν σε πρόσθετες επενδύσεις για να συμβαδίσουν με την αύξηση του πληθυσμού, εάν η κατανάλωση ανά άτομο πρόκειται να παραμείνει σταθερή, το οποίο είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία από όση το συνολικό μέγεθος του ΑΕΠ. Επιπλέον, αν η καινοτομία - η τεχνική πρόοδος - λαμβάνεται υπόψη, είναι σίγουρα σημαντικό να περιλαμβάνει κάποια ένδειξη της ερευνητικής προσπάθειας που απαιτείται για την καινοτομία.
Το τελευταίο διεθνές εθνικό λογιστικό πρότυπο, SNA2008, προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πρώτη χώρα που έθεσε στα σοβαρά σε εφαρμογή τις προτεινόμενες βελτιώσεις του, που περιλαμβάνουν καταμέτρηση των δαπανών για την έρευνα και την ανάπτυξη - και μια εκτίμηση της επένδυσης σε «καλλιτεχνικά πρωτότυπα» όπως οι ταινίες τού Χόλιγουντ και η μουσική - ως επένδυση και όχι ως κόστος επιχειρήσεων. Το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών είδε ένα αυτοτελές άλμα πάνω από 2% το 2007, χάρη στη νέα μέθοδο. Μια ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της τάξης τού 3,4% είχε ανακοινωθεί στα μέσα τού 2013, εν μέρει εξαιτίας αυτής της αλλαγής.
Ερωτήματα σχετικά με τη μεταχείριση των επενδύσεων ως περιουσιακά στοιχεία αποτελούν απλώς μόνο μια διάσταση της αειφορίας. Τις περισσότερες φορές, ο όρος «βιωσιμότητα» αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο η αύξηση του ΑΕΠ από έτος σε έτος εξαντλεί τους φυσικούς πόρους ή βλάπτει το περιβάλλον και με άλλους τρόπους. Θα πρέπει να πούμε ότι οι επίσημοι στατιστικολόγοι έχουν δώσει περισσότερη προσοχή στα περιβαλλοντικά μέτρα, που κυμαίνονται από τις εκπομπές CO και την ποιότητα του νερού μέχρι τον όγκο των ορυκτών πόρων που εξορύσσονται. Και το 2012, η Στατιστική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε ένα νέο διεθνές στατιστικό πρότυπο, το Σύστημα Περιβαλλοντικής Οικονομικής Λογιστικής (System of Environmental Economic Accounting, SEEA), το οποίο συνδέει τις περιβαλλοντικές στατιστικές με τις οικονομικές στατιστικές.
Παρ’ όλα αυτά, αν και οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες σε πολλές χώρες έχουν γίνει πολύ πιο επιμελείς στην συλλογή περιβαλλοντικών στατιστικών στοιχείων, και οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ή ανησυχούν μπορούν να τα μελετήσουν, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται αρκετά. Εάν οι πολιτικοί πρόκειται να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τής ανάπτυξης - και τον βαθμό στον οποίο η ανάπτυξη επιτυγχάνεται εις βάρος τής μελλοντικής ανάπτυξης – η φυσική απόσβεση πρέπει να συμπεριληφθεί στο ΑΕΠ παράλληλα με την απόσβεση των μηχανημάτων και των δρόμων.
Και σαν να μην ήταν η απόσβεση των φυσικών πόρων αρκετά περίπλοκη, υπάρχει ακόμα ένα άλλο είδος περιουσιακών στοιχείων προς εξέταση: το ανθρώπινο κεφάλαιο ή πώς μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν χρήση των άλλων περιουσιακών στοιχείων που έχουν στην διάθεσή τους. Το ανθρώπινο κεφάλαιο εξαρτάται από την εκπαίδευση και την πρακτική κατάρτιση και την ικανότητα δημιουργίας και καινοτομίας. Σχετικό με το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι το κοινωνικό κεφάλαιο, μια έννοια δύσκολο να καθοριστεί που προσπαθεί να συλλάβει το πόσο καλά οι άνθρωποι είναι σε θέση να οργανωθούν συλλογικά μέσω των πολιτικών και των άλλων θεσμικών οργάνων. Είναι δύσκολο να μετρηθεί, αλλά σαφώς επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη. Για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα από τα πολλά που υπάρχουν, οι πρώην αποικίες που κληρονόμησαν το αγγλικό νομικό πλαίσιο έχουν αναπτυχθεί ταχύτερα και έχουν υψηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα τώρα από όσο εκείνες που κληρονόμησαν το γαλλικό νομικό πλαίσιο. Οι νομικές παραδόσεις φαίνεται να αποτελούν έναν παράγοντα που συμβάλλει στο κοινωνικό κεφάλαιο.
Η επένδυση στο ανθρώπινο και το κοινωνικό κεφάλαιο δεν μετριέται πραγματικά στις συμβατικές στατιστικές, αν και οι δαπάνες για ορισμένες εισροές, όπως οι δαπάνες για την εκπαίδευση, μετριούνται. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου ότι οι έννοιες είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές εξαρχής, αλλά έχουν σημασία. Μια χώρα δεν θα πρέπει να μετανιώνει αν παραιτηθεί από κάποια αύξηση του ΑΕΠ μια χρονιά προς χάριν των επενδύσεων που θα συμβάλλουν στην ικανότητα του πληθυσμού της να εργάζεται, να κατασκευάζει και να εφεύρει στο μέλλον. Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει αρχίσει εργασίες για τη μέτρηση του «ολοκληρωμένου πλούτου», κάτι που περιλαμβάνει τους φυσικούς πόρους, το ανθρώπινο κεφάλαιο, και τις φυσικές υποδομές. Μια εναλλακτική προσέγγιση είναι το Καθαρό Εθνικό Προϊόν (Net National Product, NNP) του οικονομολόγου τού Χάρβαρντ, Martin Weitzman, που προέρχεται από το σύνηθες ΑΕΠ και σχετικά στατιστικά στοιχεία, το οποίο μετρά το μέγιστο βιώσιμο επίπεδο κατανάλωσης σε μια χώρα. Αλλά ακόμη και αυτό το μέτρο δεν περιλαμβάνει τις επενδύσεις σε περιβαλλοντικά αποθέματα -ή την εξάντλησή τους: για παράδειγμα, οι εθνικοί λογαριασμοί τού Ηνωμένου Βασιλείου περιλαμβάνουν τις μεταλλευτικές έρευνες πετρελαίου ως τμήμα των ακαθάριστων επενδύσεων, αλλά όχι την εξάντληση των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου από την εξόρυξη. Ως αποτέλεσμα, το ΝΝΡ τού Ηνωμένου Βασιλείου είναι υπερτιμημένο. Όμως, το σύστημα θα μπορούσε να τροποποιηθεί για να διορθώσει αυτό το πρόβλημα.
ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ;
Το «ΑΕΠ» έχει γίνει τόσο γνωστός όρος που κανείς δεν του αφιερώνει πολλή σκέψη. Είναι, ωστόσο, μια λανθασμένη στατιστική - ειδικά όταν πρόκειται για την μέτρηση της καινοτομίας, της ποιότητας, των άϋλων περιουσιακών στοιχείων και της αειφορίας. Έχει λοιπόν το ΑΕΠ φτάσει τα όριά του; Οι ορισμοί που εμπλέκονται στους εθνικούς λογαριασμούς είναι ήδη περίπλοκοι και πολύπλοκοι, και καταλαμβάνουν τεράστιο μερίδιο του χρόνου των εθνικών στατιστικολόγων όταν καταπιάνονται με αυτούς - εκτός, βεβαίως, σε χώρες όπως η Ελλάδα, που χρησιμοποιούνται για να «μαγειρέψουν» τα στοιχεία ή σε αφρικανικές χώρες που ουδέποτε έχουν συλλέξει τις απαραίτητες αρχικές στατιστικές. Τεράστιες βάσεις δεδομένων για το ΑΕΠ πολλών δεκαετιών θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν να σκεφτούμε ότι το ΑΕΠ είναι ένα φυσικό αντικείμενο που μπορούμε να μετρήσουμε με αυξημένη ακρίβεια. Αλλά η ακρίβεια είναι πλαστή. Το αντικείμενο που μετριέται είναι μόνο μια ιδέα, δεν είναι κάτι με ανεξάρτητη ύπαρξη που περιμένει να εξεταστεί.
Το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ αποκάλεσε κάποτε το ΑΕΠ ως μια από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις τού εικοστού αιώνα, και έτσι ήταν. Και κάνει μέχρι σήμερα καλύτερη δουλειά στη μέτρηση των οικονομιών από οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική λύση. Αντί να συνεχίσουν στην οδό τού να κάνουν τους ορισμούς και τις βελτιώσεις όλο και πιο περίπλοκους, οι στατιστικολόγοι και οι οικονομολόγοι θα πρέπει να σκεφτούν πιο βαθιά σχετικά με το τι σημαίνει «οικονομία» στον εικοστό πρώτο αιώνα. Υπάρχει μια τεράστια ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί η ψηφιακή τεχνολογία - και ειδικά τα «μεγάλα στοιχεία» - για να επανεξεταστούν οι πληροφορίες που συλλέγονται και το τι κάνουμε με αυτές. Με τόση online δραστηριότητα τώρα, πρέπει να είναι δυνατόν να εξαχθεί μια καλύτερη εικόνα από αυτά τα «πλεονάσματα των καταναλωτών» που δεν συλλαμβάνονται από τις σημερινές οικονομικές στατιστικές. Ίσως μπορούμε να βρούμε τρόπους για να φωτίσουμε την εικόνα τού τι συμβαίνει στην οικονομία.
Επιπλέον, τα έθνη πρέπει να εκσυγχρονίσουν τον τρόπο που συλλέγουν στατιστικά στοιχεία. Οι εθνικοί λογαριασμοί και τα άλλα επίσημα οικονομικά στοιχεία προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα πηγών, αλλά οι έρευνες επί ατόμων και επιχειρήσεων αποτελούν την ραχοκοκαλιά τους. Είναι σχεδόν αδύνατο για τις συμβατικές μεθόδους έρευνας (οι οποίες περιλαμβάνουν την αποστολή εντύπων σε ορισμένες επιχειρήσεις ή το να πηγαίνουν ερευνητές να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές από διαφορετικά καταστήματα) να μείνουν ενημερωμένες την ώρα που η ίδια η δομή της οικονομίας αλλάζει. Για να δώσω ένα προφανές παράδειγμα, τα έντυπα έρευνας δεν μετρούν τις online αγορές - και οι online τιμές είναι πιθανόν να είναι χαμηλότερες.
Οπότε, είναι επίσης καιρός να χρησιμοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες για την συλλογή οικονομικών δεδομένων. Αυτό θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η εξάπλωση των κινητών τηλεφώνων προσφέρει μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να μετρηθούν οι οικονομίες τους. Ακριβώς όπως το περιεχόμενο που παράγεται από τους χρήστες έχει καταστεί σημαντικός πόρος για την αντιμετώπιση καταστροφών, για τις επιχειρήσεις και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται από τον χρήστη θα μπορούσαν να αποδειχθούν μια πιο έγκαιρη και ακριβή πηγή δεδομένων από τις τυποποιημένες έρευνες. Φαίνεται να υπάρχουν πολύ λίγες μελέτες, όμως - μόνο μια χούφτα, που συλλέγουν στοιχεία για την υγεία. Οι εθνικοί στατιστικολόγοι στις αναπτυγμένες οικονομίες, για την ώρα, είχαν λιγοστά κίνητρα να πειραματιστούν με την online -ή μέσω κινητών- συλλογή αρχικών στοιχείων.
Προς το παρόν, βρισκόμαστε σε μια στατιστική ομίχλη, χωρίς τις πληροφορίες που απαιτούνται είτε για τις αρνητικές πτυχές της ανάπτυξης (όταν δεν είναι βιώσιμη και όταν εξαντλεί τα φυσικά και άλλα περιουσιακά στοιχεία που διατίθενται για το μέλλον) είτε για τις θετικές πτυχές (όταν προάγει τις καινοτομίες και την δημιουργικότητα). Το ΑΕΠ, παρ’ όλες τις ατέλειές του, εξακολουθεί να είναι ένα λαμπρό φως που λάμπει μέσα στην ομίχλη.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69775/diane-coyle/pera-apo-to-aep?page=show

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου