Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Η Γερμανία, η ΕΕ και η εξωτερική πολιτική

Την 1η Σεπτεμβρίου, η Bundestag συζήτησε την απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να προμηθεύσει με όπλα την αυτόνομη κουρδική κυβέρνηση στο Βόρειο Ιράκ για να την βοηθήσει να αντιμετωπίσει το “Ισλαμικό Κράτος”. Σχεδόν κανείς στη γερμανική πολιτική σκηνή δεν παρέλειψε να συνδέσει τα γεγονότα με αυτά πριν από 75 χρόνια, όταν την 1η Σεπτεμβρίου 1939 το γερμανικό ναυτικό βομβάρδισε μια πολωνική θέση του πυροβολικού κοντά στο Γκντασκ, ξεκινώντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Καγκελάριος Angela Merkel και όλοι όσοι απάντησαν σε αυτήν στη διάρκεια της συζήτησης, χρησιμοποιήσαν αυτό το περιστατικό γερμανικής επιθετικότητας, είτε για να δικαιολογήσουν είτε για να επικρίνουν την τρέχουσα πολιτική.


Ακόμη και δεκαετίες μετά από το τέλος του πολέμου, η προσπάθεια να δημιουργηθεί η βούληση για τον καταμερισμό των ευθυνών στις διεθνείς υποθέσεις, ακόμη καταλήγει στα βασικά και θεμελιώδη επιχειρήματα των Γερμανών φορέων χάραξης πολιτικής. Ο πολιτικός διάλογος στη Γερμανία απλώς ωριμάζει σταδιακά στο να αντιληφθεί ότι κρίσιμες επιλογές εξωτερικής πολιτικής περιλαμβάνουν τόσο αβεβαιότητες όσο και πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους. Αλλά παρά το ότι αυτές οι επιλογές μπορεί να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες, δεν μπορούν να αποφευχθούν.

Η προσπάθεια ευθυγράμμισης των επιχειρημάτων τους με την κοινή γνώμη, δεν βοηθάει και πολύ τους φορείς χάραξης πολιτικής. Μια μελέτη που ανατέθηκε στο γερμανικό ίδρυμα Korber στις αρχές του 2014, εμφάνισε ότι το 51% των Γερμανών είναι υπέρ της επιδίωξης της διεθνούς ειρήνης και τα δύο τρίτα θεωρούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως τον κεντρικό στόχο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Αλλά ακόμη κι έτσι, η πλειονότητα των Γερμανών παραμένει επικριτική στην στρατιωτική εμπλοκή: το 82%  θέλει να δει την Bundeswehr να αναλαμβάνει λιγότερες στρατιωτικές αποστολές. Ένας αντίστοιχος αριθμός τίθεται υπέρ των εξαγωγών λιγότερων όπλων -ένας εντυπωσιακά υψηλός αριθμός σε μια χώρα που την τελευταία δεκαετία έγινε ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στον κόσμο, μετά από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.

Τα δεδομένα για τα σενάρια σύμφωνα με τα οποία μια μεγάλη πλειονότητα Γερμανών θα ενέκρινε την αποστολή γερμανικών στρατευμάτων στο εξωτερικό, είναι ακόμη πιο αντιφατικά. Στην μελέτη του Korber, το 87% απάντησε ότι θα υποστήριζε εξωτερικές αποστολές για να αντιμετωπίσουν μια άμεση απειλή στην ειρήνη και την ασφάλεια στην Ευρώπη, ενώ το 85% ενέκρινε τις ανθρωπιστικές αποστολές για να διασφαλίσει την παροχή βοήθειας προς τους τοπικούς πληθυσμούς. Το 82% θα υποστήριζε μια αποστολή για την αποτροπή γενοκτονίας, το 77% θα υποστήριζε μια στρατιωτική δράση για να σταματήσει η διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής, και το 74% συμφωνεί ότι η Γερμανία θα πρέπει να συμμετέχει σε διεθνώς συμφωνηθείσες ειρηνευτικές αποστολές.

Αλλά αυτή η έγκριση της δράσης κατ’ αρχήν, φαίνεται να αλλάζει ότι τίθενται ερωτήματα για κρίσεις στον πραγματικό κόσμο. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν ότι το 60% των Γερμανών δεν συμφωνεί με την παροχή όπλων στους Κούρδους του Ιράκ. Το 69% θέλει η Γερμανία να μείνει εκτός της διαμάχης μεταξύ Ισραήλ και Hamas στην Γάζα. Και ενώ το 80% βλέπει τη Ρωσία ως τον κύριο υπεύθυνο για τις εξελίξεις στην Ανατολική Ουκρανία, μόλις το 49% συνηγορεί υπέρ αυστηρότερων κυρώσεων λόγω πιθανών αρνητικών επιδράσεων στην γερμανική οικονομία.

Η Γερμανία χρειάζεται ισχυρή ηγεσία προκειμένου να γεφυρωθούν αυτές οι ασυνέπειες της κοινής γνώμης. Μεταξύ των Γερμανών, υπάρχει σαφής αλλά διάχυτη υποστήριξη για μεγαλύτερη δέσμευση, και οι Γερμανοί είναι αναμφισβήτητα ευαίσθητοι σε απειλές και ταραξίες στις διεθνείς υποθέσεις. Αλλά κάθε φορά που παρουσιάζονται συγκεκριμένες επιλογές, οι άνθρωποι εμφανίζονται απρόθυμοι να εμπλακούν. Προφανώς, οι Γερμανοί θέλουν να οδηγούνται υπεύθυνα, αντί να οδηγούν τους ηγέτες τους απευθύνοντας έκκληση για μεγαλύτερη ευθύνη. Οι Γερμανοί μοιάζουν έτοιμοι να πειστούν για την ανάγκη δράσης εάν και όταν οι ηγέτες τολμήσουν να κάνουν αυτά που πρέπει για να τους πείσουν. Η απόφαση του υπουργού Εξωτερικών, Frank-Walter Steinmeier να ξεκινήσει μια διαδικασία αναθεώρησης που να περιλαμβάνει τη συμμετοχή του δημοσίου και τη διεθνή συμμετοχή, είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα εργαλείο δημόσιας διπλωματίας για να τεθούν οι βάσεις για πιο σκληρές συζητήσεις εξωτερικής πολιτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση του Μεγάλου Συνασπισμού να προμηθεύσει με όπλα τους Κούρδους, έρχεται σε αντίθεση με την συνήθη αποφασιστικότητα των Γερμανών φορέων χάραξης εξωτερικής πολιτικής, για την αποφυγή ή έστω τη συζήτηση τέτοιων αποφάσεων. Κατά πρώτον, η κυβέρνηση δεν σχεδίασε να υπάρξει μια κοινοβουλευτική συζήτηση, πιθανώς από φόβο για τις πολιτικές επιπτώσεις που θα περιόριζαν περαιτέρω τις εκτελεστικές εξουσίες. Αλλά μετά από ημέρες δημόσιας συζήτησης και ιδιαίτερα υψηλής προσοχής από τα μέσα ενημέρωσης, τα μέλη του κοινοβουλίου κλήθηκαν να επιστρέψουν από τις θερινές διακοπές για μια έκτακτη συνεδρίαση της Bundestag.

Παρά την εν λόγω αντιστροφή και τη συζήτηση που ακολούθησε, οι βασικοί παράγοντες ήταν σαφώς απρόθυμοι να μιλήσουν για τους κινδύνους που ενέχονται ή να εξηγήσουν γιατί η πολιτική αυτή θα πρέπει να επιδιωχθεί ακόμη και με τα τόσα ρίσκα. Αυτό συνοψίζει μια πρόκληση για την γερμανική πολιτική σκηνή. Οι ηγέτες πρέπει να προχωρήσουν δημοσίως στην στρατηγική αιτιολόγηση των επιλογών τους στην εξωτερική πολιτική. Πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν μια εκλογική περιφέρεια για μεγαλύτερη διεθνή εμπλοκή. Και πρέπει να σταματήσουν να αποφεύγουν τη συζήτηση επισημαίνοντας τις υποχρεώσεις της συμμαχίας ή δηλώνοντας ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές για την προτιμώμενη πορεία δράσης τους.

Η Γερμανία πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση εάν θέλει να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στην Ευρώπη και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η γερμανική πολιτική ελίτ θα είχε προτιμήσει να μετατοπίσει τις επιλογές της στην εξωτερική πολιτική, με την ενίσχυση των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά αυτή η επιλογή τώρα φαίνεται μη διαθέσιμη. Αντιθέτως εν μέρει από τις ίδιες τις ενέργειες του Βερολίνου, η ικανότητα της ΕΚΤ να δρα διεθνώς, εξαρτάται εν πολλοίς από τη βούληση και τις δυνατότητας των κρατών-μελών να απαντήσουν στην κρίση. Η προσέγγιση του Steinmeier στη σύγκρουση της Ουκρανίας, αποδεικνύει ότι το Βερολίνο αποδέχεται τις συνέπειες της ανικανότητας της ΕΕ να αναλάβει συλλογική δράση. Σήμερα δεν θα ήταν δυνατό για τη Γερμανία να υιοθετήσει μια θέση υπεκφυγής σαν αυτή που έλαβε σε σχέση με την Λιβύη, και να μην ακολουθούσαν εξηγήσεις για τους λόγους πίσω από αυτό.

Ξανά και ξανά, η αναντιστοιχία μεταξύ του κυρίαρχου ρόλου της Γερμανίας στην κρίση της ευρωζώνης και η απροθυμία της να λάβει μέρος στην ενεργή υπεράσπιση των διεθνών κανόνων και της τάξης, έχει καταστήσει δύσκολο για τους Γερμανούς φορείς χάραξης πολιτικής να εξασφαλίσουν τις προτιμήσεις τους σε ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα. Το χάσμα μεταξύ των δύο αύξησε το κόστος διενέργειας της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, επηρεάζοντας αρνητικά την ανταπόκριση άλλων παραγόντων, σε σχέση με την ηγετική θέση της Γερμανίας στην ΕΕ. Για τον λόγο αυτό, η Γερμανία πρέπει να επανεξετάσει και να ανανεώσει την εξωτερική πολιτική της.

του Josef Janning


ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου