Ένα καρότσι σε σούπερ μάρκετ γεμάτο με προϊόντα στο Walmart στο Πεκίνο, στις 18 Φεβρουαρίου 2014. (Kim Kyung Hoon / Courtesy Reuters)
«Εμείς θα προχωρήσουμε με την μεταρρύθμιση και τα ανοίγματα, χωρίς δισταγμό», δήλωσε ο πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, στους κορυφαίους ηγέτες τής χώρας του σε ένα συνέδριο τον περασμένο μήνα, που σηματοδότησε την 110η επέτειο της γέννησης του προκατόχου του, Deng Xiaoping. Με την πρώτη ματιά, η υπόσχεσή του φάνηκε ειλικρινής. Στα δύο χρόνια από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Xi έχει υποστηρίξει με συνέπεια ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που προορίζεται να συνεχίσει την οικονομική αναζωογόνηση και την αναδιάρθρωση που ξεκίνησε ο Deng το 1978. Η εκστρατεία τού Xi περιλαμβάνει σχέδια για την μείωση των κυβερνητικών παρεμβάσεων στην οικονομία, καθιστώντας ευκολότερο για τις επιχειρήσεις τού ιδιωτικού τομέα να ανταγωνίζονται με τις κρατικές επιχειρήσεις και επιτρέποντας στις εταιρείες και τους ιδιώτες να επενδύουν και να δανείζονται πιο ελεύθερα.
Ταυτόχρονα, όμως, το Πεκίνο έχει γίνει λιγότερο ανοικτό στις ξένες επιχειρήσεις, υποβάλλοντας τις σε ακριβά πρόστιμα, αρνούμενο τις συγχωνεύσεις τους, απορρίπτοντας τις αιτήσεις τους για άδειες και την κρατώντας και απελαύνοντας τους διευθυντές τους. Σύμφωνα με μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους από το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στην Κίνα, το 60% των ξένων επιχειρήσεων δηλώνουν ότι αισθάνονται λιγότερο ευπρόσδεκτες στην Κίνα, μια αύξηση σχεδόν 20% από το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ένας αυξανόμενος αριθμός από πολυεθνικές εταιρείες αισθάνονται ότι «βρίσκονται υπό επιλεκτική και υποκειμενική επιβολή από κινεζικές κυβερνητικές Υπηρεσίες». Περίπου το ήμισυ των ερωτηθέντων δήλωσε ότι οι ξένες εταιρείες είχαν υποστεί διακρίσεις στις έρευνες κατά της διαφθοράς από το Πεκίνο. Και η αγορά ανταποκρίθηκε: Τον Αύγουστο, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα μειώθηκαν κατά 14% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, μετά από μια πτώση 17% τον Ιούλιο.
Όλα αυτά έχουν οικεία αίσθηση. Οι κινεζικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν από καιρό αντισταθεί στις ξένες επιχειρήσεις. Πράγματι, οι μεταρρυθμίσεις τής αγοράς από τον Deng Xiaoping είχαν σφυρηλατηθεί μέσα σε μια δεκαετία πολιτικών διαμαχών που έθεσε τους ριζικούς μεταρρυθμιστές εναντίον των ισχυρά εδραιωμένων συμφερόντων. Το 1983, για παράδειγμα, οι ανώτεροι συντηρητικοί ηγέτες Chen Yun και Deng Liqun ξεκίνησαν μια εκστρατεία κατά της «πνευματικής ρύπανσης» από το εξωτερικό. Οι μεταρρυθμίσεις τού Ντενγκ έγιναν δεκτές μόνο μετά την διάσημη –πλέον- Νότια Περιοδεία στην Κίνα το 1992, κατά την διάρκεια της οποίας δημιούργησε ευρεία τοπική υποστήριξη για το άνοιγμα των αγορών τής Κίνας στον ξένο ανταγωνισμό. Χρησιμοποιώντας την μεγάλη εξουσία του για να τραβήξει την προσοχή τού κοινού στα οφέλη των ξένων επενδύσεων για την ανάπτυξη της Κίνας, ο Ντενγκ έκανε να σιωπήσουν οι επικριτές τής μεγαλύτερης εξωτερικής εμπλοκής στις οικονομικές υποθέσεις τής Κίνας.
Το 2010, ο Liu He, ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Xi, υποστήριξε ότι η Κίνα θα πρέπει να διατηρήσει αυτήν την ανοικτότητα. «Τα εγχώρια κίνητρα χρειάζεται συχνά να ενεργοποιούνται από εξωτερική πίεση», δήλωσε ο Liu σε μια συνέντευξη στο κινεζικό περιοδικό Caixin [1]. «Από την προοπτική τής μακράς ιστορίας τής Κίνας, ένα ενιαίο εγχώριο κίνητρο και η εξωτερική πίεση, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για την επιτυχία».
Τώρα, όπως και τότε, οι προσπάθειες του Xi να καταστεί η οικονομία περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά έχουν εμποδιστεί από ένα δίκτυο από Υπουργεία τής κεντρικής κυβέρνησης, επαρχιακές και τοπικές κυβερνήσεις, ισχυρές οικογένειες, και κρατικές εταιρείες που επιδιώκουν να πλουτίζουν σε βάρος τού κοινού. Αυτή την φορά, όμως, οι ηγέτες τής Κίνας δεν έκαναν έκκληση για περισσότερο ξένο ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά, και ο ίδιος ο Xi δεν έχει τονίσει την σημασία να ασκηθούν εξωτερικές πιέσεις στις κρατικές επιχειρήσεις τής Κίνας. Αντ’ αυτού, έκανε έκκληση για ενίσχυση των κρατικών επιχειρήσεων τον Μάρτιο και το 2009 τις επαίνεσε ως «σημαντικό θεμέλιο του Κομμουνιστικού Κόμματος».
Αντιμετωπίζοντάς τα απομονωμένα, τα σχόλια του Xi μπορούν να απορριφθούν ως απλή ρητορική. Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, έχουν συνοδευθεί από ένα όλο και πιο εχθρικό κλίμα για τις ξένες επιχειρήσεις, με πολυεθνικές εταιρείες να δαιμονοποιούνται τακτικά στον κινεζικό επίσημο Τύπο και τα στελέχη και οι διευθυντές τους να τίθενται συχνά υπό κράτηση από επαρχιακές Υπηρεσίες. Οι επιχειρήσεις υψηλού προφίλ που έχουν στοχευθεί από Κινέζους αξιωματούχους περιλαμβάνουν την Audi, την Coca-Cola, την Mercedes-Benz, την Microsoft, την OSI Foods, την Qualcomm και την Wal-Mart. Τον Αύγουστο, Κινέζοι αξιωματούχοι βρήκαν ένοχους δώδεκα Ιάπωνες κατασκευαστές εξαρτημάτων αυτοκινήτων για καθορισμό των τιμών και τους έπληξαν με τα υψηλότερα αντιμονοπωλιακά πρόστιμα στην ιστορία τής χώρας, περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια [2]. Και την περασμένη εβδομάδα, μετά από μια μονοήμερη δίκη που έγινε κεκλεισμένων των θυρών, επιβλήθηκε στην βρετανική φαρμακευτική GlaxoSmithKline πρόστιμο ρεκόρ 489 εκατομμυρίων δολαρίων για δωροδοκία. Στο σύνολό τους, οι ενέργειες αυτές αντικατοπτρίζουν μια «μεταμόρφωση στην στρατηγική σκέψη τής χώρας», όπως έγραψε στο Foreign Affairs (τεύχος Μαρτίου/Απριλίου τού 2011) ο Wang Jisi, κοσμήτορας της Σχολής Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, [3]. Η Κίνα φαίνεται να επικεντρώνεται στην διατήρηση «υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της χώρας, με την ενδυνάμωση της εγχώριας κατανάλωσης και την μακροπρόθεσμη μείωση της εξάρτησης της χώρας από τις εξαγωγές και τις ξένες επενδύσεις», παρατήρησε ο Wang.
Οι οικονομικές σχέση ΗΠΑ-Κίνας διευκόλυναν πολύ και ενίσχυσαν τις πολιτικές σχέσεις˙ Τώρα, όμως, το τεταμένο οικονομικό κλίμα απειλεί να βλάψει τις διμερείς σχέσεις. Για δεκαετίες, οι αισιόδοξες αμερικανικές επιχειρήσεις υποστήριξαν την επέκταση της εμπλοκής των ΗΠΑ με την Κίνα, βασιζόμενες στην εμπιστοσύνη τους στην ασφάλεια των επενδύσεών τους και στις ελπίδες τους για κέρδη στην κινεζική αγορά. Αλλά καθώς οι αμερικανικές επιχειρήσεις στην Κίνα αισθάνονται όλο και πιο ευάλωτες, κατά πάσα πιθανότητα θα γίνουν λιγότερο πρόθυμες να υποστηρίξουν δημοσίως στην Ουάσιγκτον πολιτικές φιλικές προς την Κίνα.
Επιπλέον, ορισμένα κατεστημένα συμφέροντα που ο Xi επεδίωξε να διαλύσει - για παράδειγμα, αδίστακτους παραγωγούς τροφίμων στην Σαγκάη - φαίνεται να έχουν χρησιμοποιήσει την καταστολή σε ξένες επιχειρήσεις (στην συγκεκριμένη περίπτωση την OSI Group που εδρεύει στις ΗΠΑ) για να αποσπάσουν την δημόσια προσοχή μακριά από την δική τους κακοδιαχείριση. Αν ο Xi δεν μπορεί να κρατήσει υπόλογα τέτοια εγχώρια συμφέροντα, οι μεταρρυθμίσεις του δεν μπορούν να πετύχουν. Και αν οι μεταρρυθμίσεις είναι τόσο αμβλυμένες, το Πεκίνο θα πρέπει να βασίζεται περισσότερο σε μια καλά-δημοσιοποιημένη εκστρατεία κάθαρσης του κόμματος που χρησιμοποιεί ολοένα και περισσότερο κατασταλτικούς διοικητικούς και νομικούς ελέγχους για να επιβάλει την ατζέντα του.
Η τρέχουσα στρατηγική τής Κίνας - οικονομικές μεταρρυθμίσεις χωρίς ανοίγματα - πρόκειται, με την πάροδο του χρόνου, να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων τής δυσαρέσκειας, αν όχι ολοκληρωτική αντιπολίτευση, από τα τοπικά μέλη τού κόμματος και τις επιχειρήσεις καθώς και ξένες επιχειρήσεις και κυβερνήσεις που αισθάνονται αδικαιολόγητα περιορισμένες. Στην επιδίωξη μιας τέτοιας προσέγγισης, οι ηγέτες τής Κίνας θα κάνουν καλά να θυμηθούν την παλιά κινέζικη παροιμία: «Στην κορυφή υπάρχουν πολιτικές, παρακάτω υπάρχει αντίδραση».
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69994/joshua-eisenman/politiki-kleiston-thyron?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου