Στις 30 Σεπτεμβρίου 2014, το πρώτο κρούσμα του ιού Έμπολα έξω από την Δυτική Αφρική, επιβεβαιώθηκε στο Ντάλας του Τέξας. Ενώ διάφορες άλλες ύποπτες περιπτώσεις του ιού –συμπεριλαμβανομένης και μίας στη Σουηδία- αποδείχθηκαν αρνητικές, η περίπτωση του Τέξας μπορεί να είναι το κομβικό σημείο για να κινητοποιηθεί καταλλήλως η διεθνής κοινότητα και να δράσει. Ωστόσο, θα μπορούσε επίσης να αποτελεί ένδειξη ότι αυτή η κινητοποίηση ίσως έρχεται λίγο καθυστερημένα. Το βασικό καθήκον για τους φορείς χάραξης πολιτικής θα είναι να δοθεί στο ευρύτερο ζήτημα της παγκόσμιας υγείας, μια μόνιμη θέση στη διεθνή ατζέντα ασφάλειας.
Επισκόπηση της επιδημίας Έμπολα
Η επιδημία του Έμπολα έχει υπάρξει κατά κύριο λόγο σποραδική και απομονωμένη από το 1976, όταν και ανακαλύφθηκε ο ιός. Αυτό που ξεχωρίζει το τωρινό ξέσπασμα, είναι το εύρος της επιδημίας, και το γεγονός ότι περιλαμβάνει πολλαπλές χώρες. Οι τρομακτικές κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης, το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας (περίπου στο 50%) και η απουσία μιας άμεσα διαθέσιμης θεραπείας, την καθιστά μια πολύ χειροπιαστή απειλή για τη διεθνή κοινότητα.
Είναι πιθανό ότι η τρέχουσα επιδημία στη Δυτική Αφρική έλαβε για πρώτη φορά χώρα το 2013, αλλά δεν επιβεβαιώθηκε από τις υγειονομικές αρχές ή αναφέρθηκε. Η πρώτη επιβεβαιωμένη επισήμως περίπτωση, έλαβε χώρα στις 22 Μαρτίου 2014 στη Γουινέα, και ο ιός έχει έκτοτε μολύνει χώρες της Δυτικής Αφρικής, όπως η Γουινέα, η Λιβερία, η Νιγηρία και η Σιέρρα Λεόνε, επηρεάζοντας περισσότερους από 6.500 ανθρώπους, εκ των οποίων τελικά οι 3.091 έχουν πεθάνει.
Οι τρέχουσες προβλέψεις για την περαιτέρω εξάπλωση του ιού με τη χρήση του μοντέλου που αναπτύχθηκε από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), υπολογίζουν ότι, χωρίς να αυξηθούν τα μέτρα πρόληψης, ο ιός θα μπορούσε να μολύνει μέχρι και 1,4 εκατ. ανθρώπους στη Δυτική Αφρική μέχρι τον Ιανουάριο του 2015. Σύμφωνα με μια έκθεση, προκειμένου να σταματήσει αποτελεσματικά η επιδημία, μέχρι και το 70% των ασθενών πρέπει να μπει στις ειδικές μονάδες επεξεργασίας του Έμπολα ή να τοποθετούν σε χώρους όπου ο κίνδυνος μετάδοσης του ρίσκου είναι μειωμένος και παρέχονται ασφαλές ταφές.
Η διεθνής απόκριση
Τον Φεβρουάριο του 2014, οι ΗΠΑ μαζί με 28 άλλες χώρες, τον ΠΟΥ, τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για την Διατροφή και την Γεωργία (FAO) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό για την Υγεία των Ζώων, εισήγαγε την παγκόσμια ατζέντα ασφάλειας υγείας (GHSA), που στόχο έχει να αυξήσει την διεθνή συνεργασία ως απάντηση στις μολυσματικές απειλές της νόσου, είτε φυσικά, τυχαία είτε σκόπιμα.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, ο Αμερικανός πρόεδρος Barack Obama εισήγαγε μια νέα σειρά μέτρων εναντίον της επιδημίας Ebola, θεωρώντας την απειλή για την παγκόσμια υγεία και την εθνική ασφάλεια. Τα μέτρα περιλαμβάνουν και την δέσμευση να σταλούν 3.000 στρατιώτες για ιατρική υποστήριξη στη Δυτική Αφρική.
Την επόμενη ημέρα, το Συμβούλιο Ασφαλείας τω ν Ηνωμένων Εθνών πραγματοποίησε μια έκτακτη συνεδρίαση για να συζητήσει την εξέλιξη της κατάστασης στη δυτική Αφρική, για να συντονίσει μια διεθνή απάντηση και να αρχίσει να συγκεντρώνει συλλογικά πόρους για να αποτραπεί η περαιτέρω εξάπλωση του ιού στην περιοχή. Το Συμβούλιο Ασφαλείας διακήρυξε τον Έμπολα ως «μια απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια», ενώ ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Bank ki-moon, ανακοίνωσε τη δημιουργία της Αποστολής των Ηνωμένων Εθνών για την Επείγουσα Απάντηση στον Έμπολα (UNMEER) η οποία έχει πέντε βασικές προτεραιότητες: να σταματήσει η διάδοση, να θεραπευθούν οι ασθενείς, να διασφαλιστούν οι ουσιώδεις υπηρεσίες, να διατηρηθεί η σταθερότητα και να αποτραπούν περαιτέρω κρούσματα.
Η μελλοντική επίπτωση του Έμπολα στη διεθνή ασφάλεια
Η πρωτοβουλία που ανέλαβε η διεθνής κοινότητα, ευελπιστούμε ότι θα εδραιώσει το ευρύτερο ζήτημα της παγκόσμιας υγείας στο πλαίσιο της διεθνούς ατζέντας για την ασφάλεια. Ωστόσο, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιδημία δίνει έμφαση στη σημασία των πρωτοβουλιών όπως η GHSA, το ερώτημα παραμένει εάν θα συνεχίσει ένας τέτοιος διεθνής συντονισμός, αφού θα έχει υποχωρήσει η επιδημία του Έμπολα.
Ο Έμπολα αυτή τη στιγμή επηρεάζει κάποιες από τις φτωχότερες και πιο ευάλωτες χώρες της Αφρικής, όπου τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης είναι ήδη εξαντλημένα και υποβαθμισμένα. Παραμένει πιθανό ότι μια ακόμη χειρότερη ανθρωπιστική καταστροφή θα προκύψει στον απόηχο της τρέχουσας επιδημίας, όταν τα υφιστάμενα υγειονομικά συστήματα σε αυτές τις χώρες αποστραγγίσουν όλους τους ανθρώπινους και ιατρικούς πόρους, που με τη σειρά τους θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε περιφερειακή αποσταθεροποίηση.
Ο χρόνος θα δείξει εάν τα σχέδια ετοιμότητας που ισχύουν τώρα στις αναπτυγμένες χώρες είναι επαρκή για να σταματήσουν την περαιτέρω εξάπλωση του ιού. Ελλείψεις στον σχεδιασμό, κακή επικοινωνία και άλλοι αδύναμοι κρίκοι, παραμένουν. Για παράδειγμα, μια δυσκολία που αναδείχθηκε στις ΗΠΑ αφορά την απουσία συμφωνημένων διαδικασιών για τον κατάλληλο χειρισμό και τη διάθεση των κλινικών αποβλήτων από ασθενείς με Έμπολα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου, ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Kan Eliasson, δήλωσε πως η τρέχουσα επιδημία Έμπολα, «πρόκειται να είναι μια δοκιμασία της πολυμέρειας: μια δοκιμασία της διεθνούς αλληλεγγύης για ανθρώπους που βρίσκονται τώρα σε απόλυτη ανάγκη». Η βασική πρόκληση θα είναι να διατηρηθεί το momentum της διεθνής κοινότητας, υπενθυμίζοντάς της ότι η παγκόσμια υγεία και η δημόσια ασφάλεια, είναι αλληλεξαρτώμενες.
Του Peter Clevestig
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.sipri.org/media/expert-comments/clevestig-october-2014
ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου