Τούρκοι στρατιώτες παρατηρούν την συριακή πόλη Κομπανί, στις 4 Οκτωβρίου 2014. (Murad Sezer / Courtesy Reuters)
Η Τουρκία προσδοκούσε την πτώση τού Άσαντ από τότε που πρωτοξέσπασαν οι διαδηλώσεις στην Συρία το 2011. Όμως, έχει απογοητευτεί σε κάθε περίσταση, και τώρα δεν είναι μόνο ο Άσαντ που έχει το πρόβλημα, αλλά επίσης και η Τουρκία. Ο τρόπος με τον οποίο η Άγκυρα έχει αντιμετωπίσει την βία έξω από τα σύνορά της απείλησε και την δική της πολιτική ισορροπία και ενίσχυσε εκ νέου τον στρατό της. Επίσης, έφερε στο χείλος τής κατάρρευσης την ειρηνευτική διαδικασία που ξεκίνησε η Τουρκία με το κουρδικό κίνημα.
Στις 2 Οκτωβρίου, το τουρκικό κοινοβούλιο ψήφισε ότι επιτρέπει στην Τουρκία να στείλει στρατεύματα κατά μήκος των νοτίων συνόρων της στην Συρία για να ασχοληθεί με τους «κινδύνους και τις απειλές κατά της εθνικής μας ασφάλειας κατά μήκος των νότιων χερσαίων συνόρων τής Τουρκίας». Η απόφαση ερμηνεύθηκε ευρέως ως σηματοδοτούσα ότι η Τουρκία θα μπει στον πόλεμο εναντίον τού Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και την al -Sham (ISIS), την τρομοκρατική ομάδα που έχει κατακτήσει πολύ έδαφος από το Ιράκ και την Συρία. Ωστόσο, η αιτιολογική έκθεση της άδειας προς τον στρατό αμελεί να αναφέρει ρητά την ISIS και, αντ’ αυτού, αναφέρεται στο Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ), την μαχητική ομάδα που έχει αγωνιστεί εναντίον του τουρκικού κράτους από το 1984. Στις 4 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υπερασπίστηκε την άδεια δηλώνοντας ότι «η ISIS και το PKK είναι το ίδιο» και ρητορικά ρώτησε γιατί ο κόσμος δεν είναι τόσο εξοργισμένος με τις δραστηριότητες του PKK, όπως είναι με την ISIS. Μονομιάς, λοιπόν, δημιούργησε σοβαρές αμφιβολίες για τις προθέσεις τής κυβέρνησής του να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να φιλοξενήσει τους Κούρδους και το ΡΚΚ ως μέρος των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων.
Οι Κούρδοι στην Τουρκία και την Συρία ακόμα πιστεύουν ότι η Άγκυρα εξακολουθεί να προσφέρει συγκεκαλυμμένη βοήθεια στις προσπάθειες της ISIS να εκκαθαρίσει τον κουρδικό πληθυσμό τής Συρίας από τις περιοχές που γειτνιάζουν με τα σύνορα της Τουρκίας. Αντίστοιχες κατηγορίες προέκυψαν για πρώτη φορά το 2012, όταν η Rojava - η κουρδική περιοχή στην Συρία - ανακήρυξε αυτονομία. Σε απάντηση, η τουρκική κυβέρνηση απάντησε ότι «Εμείς δεν πρόκειται να επιτρέψουμε οποιαδήποτε τετελεσμένα γεγονότα στην Συρία» και στην συνέχεια υποστήριξε την Jabhat al-Nusra, μια θυγατρική τής αλ Κάιντα η οποία επιτέθηκε στους Κούρδους. Και τώρα, καθώς η ISIS πολιορκεί την κουρδική πόλη Kobani, η οποία κρατείται από ένα συνδεδεμένο με το ΡΚΚ κόμμα, η Τουρκία αντιμετωπίζει νέες κατηγορίες για συνενοχή με την αποτυχία της να παρέμβει. Την περασμένη εβδομάδα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο φυλακισμένος ηγέτης τού PKK, προειδοποίησε ότι η πτώση τού Kobani θα τερματίσει την ειρηνευτική διαδικασία στην Τουρκία. Ο Cemil Bayik, ο συν-επικεφαλής τού πολιτικού βραχίονα του ΡΚΚ, δήλωσε ότι αν η Άγκυρα ήταν κοιτάξει από την άλλη πλευρά καθώς το Kobani θα πέφτει, θα ξαναξεκινήσει ο πόλεμος στην Τουρκία. Ο ίδιος παρατήρησε ότι μια «νεκρή ζώνη (που σχεδιάζει να δημιουργήσει η Τουρκία) θα μας στοχεύσει. Δεν μπορούμε να επιδιώκουμε [ειρήνη] με μια δύναμη που συνθλίβει ό, τι έχει επιτευχθεί στην Rojava».
Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον, ο Ερντογάν και το κουρδικό κίνημα είναι ακόμα σιωπηροί σύμμαχοι. Η έμμεση υποστήριξη των Κούρδων υπήρξε, με πολλούς τρόπους, ζωτικής σημασίας για τον Ερντογάν. Η σχετική ειρήνη από τότε που το PKK συμφώνησε σε μια μονομερή κατάπαυση του πυρός πέρσι ευνόησε το καθεστώς του. Και έχει σημασία ότι το κουρδικό κίνημα παρέμεινε ουδέτερο, με μια φιλοκυβερνητική κλίση, κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων στο πάρκο Gezi το 2013 Αν οι Κούρδοι είχαν επίσης ενταχθεί στις διαδηλώσεις, ο Ερντογάν θα είχε να αντιμετωπίσει μια πολύ πιο δύσκολη πρόκληση.
Ο Οτσαλάν ελπίζει ότι ο συμβιβασμός με τον Ερντογάν θα αποδώσει - ότι οι Κούρδοι θα πάρουν ό, τι επιθυμούν, δηλαδή κάποια μορφή αυτονομίας στο Κουρδικό τμήμα τής Τουρκίας, και ότι ο ίδιος θα απελευθερωθεί από την φυλακή. Ωστόσο, αυτή η λογική ήταν πάντα προβληματική. Στο κάτω-κάτω, δεν βγάζει νόημα ότι ο Ερντογάν είναι έτοιμος να (ή θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να προκληθεί να) μεταβιβάσει εξουσία στους Κούρδους, ενώ ο ίδιος σε άλλες περιπτώσεις έχει συγκεντρώσει όλη την εξουσία στα χέρια του. Οι Κούρδοι ηγέτες πρέπει να γνωρίζουν ότι το Ντιγιαρμπακίρ, η ανεπίσημη πρωτεύουσα των Κούρδων τής Τουρκίας, δεν θα αποκτήσει περισσότερη δημοκρατία ενώ η Άγκυρα απολαμβάνει λιγότερη. Ωστόσο, δεν είχαν καμία επιλογή από το να δείξουν εμπιστοσύνη στον Ερντογάν.
Ο Ερντογάν, από την πλευρά του, έχει μια ιστορία στο να κρατά τους Κούρδους σε αβεβαιότητα. Αλλά η αναταραχή στην Συρία αναγκάζει και τις δύο πλευρές να δράσουν. Οι Κούρδοι πρέπει να ασχοληθούν με την αυξανόμενη οργή των νεότερων, οι οποίοι είναι έξω φρενών με αυτό που βλέπουν ως τουρκική συνενοχή στην επίθεση κατά των Κούρδων τής Συρίας. Αυτό ωθεί την κουρδική ηγεσία σε μια πιο ριζοσπαστική στάση. Εν τω μεταξύ, η αυξανόμενη ανασφάλεια στα νότια σύνορα της Τουρκίας πιέζει τον Ερντογάν να είναι πιο προσεκτικός με τις απόψεις και τις συστάσεις των στρατιωτικών.
Στις 30 Αυγούστου φέτος, η τουρκική στρατιωτική ανώτατη διοίκηση δημοσιοποίησε την δυσαρέσκειά της για την ειρηνευτική διαδικασία. Ο Necdet Özel, ο Αρχηγός τού Γενικού Επιτελείου, εξέφρασε την δυσαρέσκειά του για το ότι δεν έχει κληθεί από την κυβέρνηση. Υπενθύμισε στην χώρα ότι οι κόκκινες γραμμές τού στρατού - η ενότητα και η εδαφική ακεραιότητα του έθνους - παραμένουν αμετάβλητες. Διαβεβαίωσε ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα «ενεργήσουν αναλόγως» αν αυτές οι κόκκινες γραμμές διασπαστούν. Το ελάχιστα συγκεκαλυμμένο μήνυμα του Özel προς την κυβέρνηση ήταν ότι η αυτοδιάθεση των Κούρδων δεν θα γίνει ανεκτή.
Πριν το τουρκικό κοινοβούλιο ψηφίσει ότι επιτρέπει στον στρατό να παρέμβει στην Συρία και το Ιράκ, ο Özel και οι διοικητές τού στρατού και της πολεμικής αεροπορίας έκαναν μια ενημέρωση - η πρώτη τού είδους εδώ και πολλά χρόνια - για την κυβέρνηση. Οι στρατηγοί ζήτησαν από την κυβέρνηση να κινηθεί γρήγορα προς την δημιουργία ζωνών ανάσχεσης σε τέσσερα σημεία στην Συρία - μια από αυτές συμπεριλαμβάνει την κουρδική πόλη Kobani - προκειμένου να διατηρηθούν τα συμφέροντα ασφάλειας της Τουρκίας. Είπαν ότι αυτό πρέπει να γίνει ακόμη και εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν το εγκρίνουν. Οι λεπτομέρειες της ενημέρωσης αναφέρθηκαν στην κύρια φιλοκυβερνητική εφημερίδα Yeni Safak, η οποία παρατήρησε ότι «Η προεδρία, ο στρατός και η κυβέρνηση σήμερα να μιλούν με μια φωνή».
Η τελευταία φορά που ο τουρκικός στρατός ήταν σε παρόμοια θέση να διαμορφώνει τις πολιτικές μιας πολιτικής κυβέρνησης ήταν κατά την διάρκεια της δεκαετίας τού 1990, όταν κλιμακώθηκε ο πόλεμος μεταξύ του PKK και του τουρκικού κράτους. Τώρα κερδίζει ισχύ για μια ακόμη φορά καθώς αυξάνονται οι απειλές για την ασφάλεια. Το AKP υποτίθεται ότι είχε εξημερώσει τον στρατό φυλακίζοντας εκατοντάδες αξιωματικούς και υποστηρίζοντας την εξουσία τής εκλεγμένης κυβέρνησης στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο συνήθως κυριαρχείτο από τους στρατηγούς. Όμως, οι αξιωματικοί αφέθηκαν ελεύθεροι νωρίτερα φέτος αφότου το συνταγματικό δικαστήριο της χώρας έκρινε ότι τα δικαιώματά τους είχαν παραβιαστεί. Ίσως προσπαθώντας χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει καθώς ο στρατός δυναμώνει, ο Ερντογάν έφτασε να δει την στρατιωτική υποστήριξη ως ζωτικής σημασίας για να τον βοηθήσει να ξεριζώσει από την κρατική γραφειοκρατία τούς υποστηρικτές τού πρώην συμμάχου του που έγινε εχθρός, του κληρικού που ζει στις ΗΠΑ, Φετουλάχ Γκιουλέν.
Και, εν πάση περιπτώσει, ο Ερντογάν είναι ένας δεξιός, οπότε δεν είναι τρομερά μεγάλο βήμα γι αυτόν να υιοθετήσει τις απόψεις των στρατηγών για το κουρδικό ζήτημα. Ιστορικά, οι δημοκρατικά εκλεγμένες δεξιές κυβερνήσεις είναι εξίσου επιρρεπείς με τον στρατό στο να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Υπό το πρίσμα αυτό, η αντι-κουρδική συμμαχία τού Ερντογάν και των στρατηγών δεν είναι παρά η τελευταία επιβεβαίωση της εθνικιστικής-συντηρητικής ταυτότητας στο επίκεντρο της Τουρκικής Δημοκρατίας: Οι πολιτικές δεξιές κυβερνήσεις και ο στρατός εντάσσονται σε αυτήν.
Όμως, οι επιπτώσεις τής αναταραχής στην Συρία θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν έναν καταλύτη για μια πολιτική επανευθυγράμμιση που θα βάλει την Τουρκία σε μια διαφορετική, πιο δημοκρατική τροχιά. Για τους Κούρδους, η επανεκκίνηση των εχθροπραξιών είναι ένα αδιέξοδο: Απλά δεν μπορούν να νικήσουν την Τουρκία. Η εναλλακτική λύση για το κουρδικό κίνημα είναι, λοιπόν, να διερευνήσουν την πιθανότητα μιας συμμαχίας με το σοσιαλδημοκρατικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP). Μια de facto συμμαχία όντως προέκυψε κατά την διάρκεια της ψηφοφορίας για την έγκριση της στρατιωτικής εισβολής στην Συρία και το Ιράκ. Απέναντι στο υπέρ τού πολέμου στρατόπεδο - το οποίο περιελάμβανε το AKP και το αντι-κουρδικό κόμμα τής Εθνικιστικής Δράσης - στήθηκε ένας αντιπολεμικός συνασπισμός που αποτελείται από το CHP και το φιλοκουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP).
Το CHP και το HDP μοιράζονται μια κοινή σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία, αλλά διαχωρίζονται επίσης από τον εθνικισμό. Το CHP έχει γίνει σταθερά πιο σοσιαλδημοκρατικό υπό την ηγεσία τού Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, αλλά το κόμμα έχει ακόμα μια ηχηρή τουρκική εθνικιστική πτέρυγα που δεν θα αισθάνεται άνετα σε έναν ευρύ τουρκο-κουρδικό σοσιαλδημοκρατικό συνασπισμό. Παρ’ όλα αυτά, η ισχυρή παρουσία τού συν-προέδρου τού HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, κατά την διάρκεια των πρόσφατων προεδρικών εκλογών μπορεί να αλλάξει μερικά μυαλά. Παρά το γεγονός ότι το φιλοκουρδικό κόμμα δεν προσελκύει συνήθως περισσότερο από 6% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο, ο Ντεμιρτάς έλαβε σχεδόν 10%. Το κατάφερε τονίζοντας φιλελεύθερα και αριστερά θέματα που αντήχησαν στους αστούς φιλελεύθερους και στα τουρκικά και κουρδικά σοσιαλδημοκρατικά εκλογικά σώματα.
Το HDP και το CHP βρίσκονται στην διαδικασία τής διερεύνησης της δυνατότητας κάποιας μορφής συνεργασίας κατά τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές που επίκεινται το 2015. Για να συμβεί αυτό, όμως, και τα δύο κόμματα θα πρέπει να υποβληθούν σε σημαντικές αλλαγές και να αποστασιοποιηθούν από τα εκατέρωθεν εθνικιστικά στελέχη τους. Αυτό είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ένας μακρινός στόχος, ειδικά στην περίπτωση του CHP. Αλλά, αν οι Τούρκοι και οι Κούρδοι σοσιαλδημοκράτες πρόκειται να παρουσιάσουν ένα ενιαίο μέτωπο, η Τουρκία θα πάρει αυτό που της λείπει από την δεκαετία τού 1970: Μια ισχυρή σοσιαλδημοκρατική εναλλακτική λύση απέναντι στην κυρίαρχη αυταρχική δεξιά.
Δυστυχώς, δεδομένης τής ιστορίας τής Τουρκίας, είναι πιο πιθανό ότι η αυξανόμενη ανασφάλεια και η εντεινόμενη σύγκρουση θα εδραιώσουν ακόμη περισσότερο τον αυταρχισμό.
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/70007/halil-karaveli/to-kompani-kai-to-mellon-tis-toyrkias?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου