Παρά το γεγονός ότι οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας έχουν γίνει ένα ανησυχητικά συχνό φαινόμενο κατά την τελευταία δεκαετία (με περισσότερο από δύο χιλιάδες από αυτές να συμβαίνουν από το 2003), εξακολουθούμε να έχουμε μόνο μια περιορισμένη κατανόηση τού γιατί οι άνθρωποι τις διαπράττουν. Στα χρόνια που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου 2001, έχει καταστεί σαφές ότι οι επιθέσεις αυτοκτονίας είναι πιο συχνές σε χώρες υπό στρατιωτική κατοχή [1] ή με υψηλούς δείκτες πληθυσμιακής αναλογίας αρρένων - θηλέων [2], ότι οι τρομοκράτες στρατολογούνται πιο συχνά [3] από φίλους τους [4] και ότι οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας δεν σχετίζονται με την φτώχεια [5]. Οι διαπιστώσεις αυτές μπορεί να είναι και να έχουν υπάρξει χρήσιμες για να προβλεφθεί το πού είναι πιθανό να συμβούν βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Αλλά δεν προσφέρουν πολύ βαθιά γνώση για την ψυχολογία ενός βομβιστή αυτοκτονίας - ακριβώς αυτό που παρακινεί κάποιον να γίνει εξαρχής εθελοντής «μάρτυρας».
Ένα ψεύτικο γιλέκο βομβιστή αυτοκτονίας που χρησιμοποιήθηκε σε εκπαίδευση μάχης το 2012 στο Infantry Squad Battle Course - JBER-Richardson. (Percy G. Jones / U.S. Air Force)
Πράγματι, μια από τις πιο εντυπωσιακές πρόσφατες σκέψεις επί αυτού του ζητήματος δεν προέρχεται από μια ακαδημαϊκή μελέτη αλλά από μια ταινία μεγάλου μήκους. Η καθηλωτική και θαρραλέα νέα ταινία τού Ziad Doueiri, «Η επίθεση», χρησιμεύει ως μια ατρόμητη περιπτωσιολογική μελέτη (case study) των μυστηρίων που περιβάλλουν μια βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας.
Η ταινία, η οποία βασίζεται με χαλαρό τρόπο σε ένα μυθιστόρημα με τον ίδιο τίτλο, αφηγείται την ιστορία ενός αραβο-ισραηλινού ζευγαριού τής μεσοανώτερης τάξης που ζει μια γοητευτική ζωή σε ένα μοντέρνο τμήμα του Τελ Αβίβ. Ο Amin Jaafari είναι ένας κοσμικός, απολίτικος χειρουργός από μουσουλμανική οικογένεια, διάσημος για τις ικανότητές του και δημοφιλής μεταξύ των Εβραίων συναδέλφων του. Η σύζυγός του, Siham Jaafari, είναι μια πολύ όμορφη, μυστηριώδης γυναίκα που το κοινό μόλις και μετά βίας γνωρίζει, πέρα από το γεγονός ότι φαίνεται βαθιά ερωτευμένη με τον όμορφο και ταλαντούχο σύζυγό της - κάθε φορά που χωρίζουν πεθαίνει από λίγο, του λέει.
Ένα βράδυ, αφότου ο Amin λαμβάνει ένα προβεβλημένο βραβείο, ανακαλύπτει ότι η σύζυγός του είναι μεταξύ εκείνων που σκοτώθηκαν σε μια επίθεση αυτοκτονίας σε ένα πολυσύχναστο καφέ τού Τελ Αβίβ. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος προσπαθεί να προσκολληθεί στην πεποίθηση ότι εκείνη ήταν ένα αθώο θύμα, ο γιατρός αποδέχεται τελικά ότι η Siham ήταν η δράστις - το άτομο που κατέστρεψε τη ζωή της και τη ζωή πολλών άλλων. Αλλά το να γνωρίζει ότι είναι ένοχη του εγκλήματος δεν είναι αρκετό: είναι αποφασισμένος να διαλευκάνει αυτό που αντιλαμβάνεται πλέον ότι ήταν η μυστική ζωή της. Τι την οδήγησε να επιλέξει αυτό το μονοπάτι; Γιατί να το κάνει εκείνη;
Κατά τη διάρκεια της ταινίας, το κοινό βλέπει τις συγκλονιστικές διαφορές στον πλούτο μεταξύ της ζωής του Amin στο Ισραήλ και της οικογένειάς του, στην υπό κατοχή Παλαιστίνη. Η ταινία μάς εισάγει, επίσης, στην οδυνηρή ταπείνωση των Παλαιστινίων στα σημεία συνοριακής διέλευσης και κάνει νύξεις ότι η Siham πήρε βαριά αυτή την πολιτική κατάσταση. Σε μια αναδρομή στο παρελθόν, μαθαίνουμε ότι αρνήθηκε να κάνει παιδί με αυτόν, επειδή, ως Ισραηλινός Άραβας, το παιδί δεν θα έχει καμία πατρίδα - επαρκής λόγος, υποστήριξε, για να παραμείνει το ζευγάρι άτεκνο. Μαθαίνουμε, επίσης, ότι η Siham έγινε μάρτυρας των όσων συνέβησαν μετά την ισραηλινή επίθεση στην Τζενίν, η οποία σημειώθηκε στο αποκορύφωμα τής δεύτερης Ιντιφάντα, το 2002. Αλλά η απόφαση της Siham ποτέ δεν κατέβηκε στο επίπεδο των πολιτικών συνθηκών που αντιμετώπιζε. Η έλλειψη ενός παλαιστινιακού κράτους, η στρατιωτικοποίηση των συνόρων, η ανισότητα του πλούτου - όλα έπαιξαν ρόλο στην απόφασή της, όπως φαίνεται, αλλά παρουσιάζονται ως τμηματική και ανεπαρκής εξήγηση.
Αντ’ αυτού, ο Amin ψάχνει μέσα από ενδείξεις πιο προσωπικού και οικείου χαρακτήρα. Θυμάται σκηνές από το γάμο τους, μερικές από τις οποίες κάνουν καθαρό ότι η σχέση μεταξύ τού χειρουργού και της συζύγου του ήταν λιγότερο τέλεια από ό, τι πίστευε ο ίδιος (και εμείς). Είναι στοιχειωμένος από το γεγονός ότι η Siham προγραμμάτισε τις τελικές προετοιμασίες για την επίθεση αυτοκτονίας της για το ίδιο βράδυ που εκείνος παραλάμβανε το βραβείο του. (Δήλωσε ως αιτία για να μην παραστεί στην τελετή ότι επρόκειτο να επισκεφθεί τον παππού της). Ήταν η επίθεση μια έκφραση θυμού ή φθόνου για τα επαγγελματικά επιτεύγματα του συζύγου της;
Η ταινία χρωματίζει τελικά το πορτρέτο μιας γυναίκας, η οποία, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις της, ήταν δυσαρεστημένη με τη ζωή της. Αυτή η εικόνα αντιστοιχεί στην ακαδημαϊκή έρευνα που έγινε από μια ομάδα ερευνητών. Ο Αμερικανός ψυχίατρος Jerrold Post υποστήριξε ότι η ουσία τής τρομοκρατικής βίας δεν είναι τα δήθεν πολιτικά κίνητρα, αλλά η ίδια η βία. Οι τρομοκράτες είναι άνθρωποι που αισθάνονται «ψυχολογικά υποχρεωμένοι» να διαπράξουν βίαιες πράξεις. Οι πολιτικοί στόχοι που ασπάζονται αποτελούν απλώς μια εκλογίκευση [6]. Ο Ariel Merari, ένας ευρέως σεβαστός Ισραηλινός εμπειρογνώμονας για την τρομοκρατία, εργάστηκε για 12 χρόνια παίρνοντας συνεντεύξεις από 15 βομβιστές αυτοκτονίας που απέτυχαν να πετύχουν τον στόχο τους. Συγκρίνοντάς τους με ένα «ικανό δείγμα» μαχητών, βρήκε ενδείξεις κατάθλιψης στην πρώτη ομάδα.
Αλλά, δεν είναι πολλοί οι ερευνητές που έχουν ακολουθήσει τον Post και τον Merari σε αυτή τη γραμμή της έρευνας. Τα ευρήματα του Merari επίσης απορρίφθηκαν από ορισμένους μελετητές ως «μια σειρά από ανέκδοτα» αντί για δεδομένα, και μια αντανάκλαση της «ασυνείδητης επιθυμίας» των Ισραηλινών να βρουν ψυχολογική και όχι πολιτική εξήγηση για την τρομοκρατία εναντίον της χώρας τους [7]. Και ο Post, από την πλευρά του, αργότερα στράφηκε μακριά από το να μελετά παράγοντες κινδύνου σε ατομικό επίπεδο, αφότου αντιμετώπισε παρόμοιες επικρίσεις ότι οι μέθοδοί του δεν ήταν στατιστικά αυστηρές.
Οι βάσεις δεδομένων των επιθέσεων αυτοκτονίας που είναι τώρα διαθέσιμες, αν και είναι χρήσιμες για ορισμένα είδη μελετών, σπάνια περιλαμβάνουν λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή των στρατολογημένων ή το ψυχολογικό ιστορικό τους. Η συλλογή τέτοιων προσωπικών δεδομένων είναι πολύ πιο δύσκολη και δαπανηρή από τη συλλογή, για παράδειγμα, λεπτομερειών σχετικά με τους στόχους που επλήγησαν. Μπορεί, επίσης, να είναι επικίνδυνη. Και δεν υπάρχει πραγματικό υποκατάστατο για την άμεση συνέντευξη από επίδοξους βομβιστές αυτοκτονίας. Όπως επισημαίνει ο Merari, μπορεί να είναι ευκολότερο να πάρει κάποιος συνέντευξη από τα μέλη τής οικογένειας των βομβιστών αυτοκτονίας, αλλά οι παρατηρήσεις και οι αναμνήσεις τους μπορούν εύκολα να στρεβλωθούν από την επιθυμία τους να δουν τους νεκρούς συγγενείς τους με ένα θετικό πρίσμα [8].
«Η επίθεση» προτείνει επίσης μια περιέργως ανεξερεύνητη εξήγηση για την βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας: ότι οι βομβιστές αυτοκτονίας είναι αυτοκτονικοί. Αυτή είναι μια έννοια που λίγες μελετητές έχουν εξετάσει σοβαρά. Ένας νεαρός μελετητή που ονομάζεται Adam Lankford έχει κριτικάρει σκληρά ανώτερους συναδέλφους του για την αδιαφορία τους σε μια προφανή αλήθεια: ότι οι «μάρτυρες» με το να αυτοκτονούν εθελοντικά για μια αιτία, είναι εξ ορισμού αυτοκτονικοί. Ένα αντεπιχείρημα στην εργασία τού Lankford είναι ότι οι επιθέσεις αυτοκτονίας έχουν την τάση να έρχονται κατά κύματα - αλλά αυτό είναι αλήθεια και για τις απλές αυτοκτονίες, οι οποίες έχει επίσης αποδειχθεί ότι είναι μεταδοτικές.
Με λίγα λόγια, παρότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις αυτοκτονίας είναι ένα πιεστικό πρόβλημα, εξακολουθούμε να γνωρίζουμε λίγα πράγματα για τους μεμονωμένος παράγοντες κινδύνου που κάνουν ένα μέλος μιας οικογένειας να γίνει «μάρτυρας» και ένα άλλο γιατρός, ακόμη κι αν και οι δύο μεγάλωσαν στο ίδιο πολιτικό περιβάλλον. Τελικά, μπορεί να είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε μια σειρά ατομικών και κοινωνικών παραγόντων κινδύνου για να συμπληρώσουμε τους πολιτικούς παράγοντες που είναι ήδη γνωστοί.
Εν τω μεταξύ, «Η επίθεση» προσφέρει μια σημαντική υπενθύμιση ότι η πολιτική κατάσταση δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση ή απάντηση στις τραγωδίες των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας. Ούτε οι Ισραηλινοί ούτε οι Παλαιστίνιοι απεικονίζονται στην ταινία ως ηρωικοί ή απλά γενναίοι. Ο Amin επιλέγει να μην βοηθήσει την αστυνομία στην έρευνά της για την οικογένειά του ή την ευρύτερη ομάδα που εμπλέκεται στην επίθεση. Εν τω μεταξύ, πολλοί από τους Ισραηλινούς συναδέλφους τού γιατρού στρέφονται εναντίον του, παρά το γεγονός ότι του αναγνωρίζουν ότι δεν γνώριζε τα σχέδια της συζύγου του. Δυστυχώς, ο Αραβικός Σύνδεσμος έχει απαγορεύσει την προβολή της ταινίας στις αραβικές χώρες, με το σκεπτικό ότι ο σκηνοθέτης παραβίασε έναν νόμο που ισχύει εδώ και δεκαετίες, ο οποίος απαγορεύει στους πολίτες τού Λιβάνου να εργάζονται στο Ισραήλ, όπου γυρίστηκε η ταινία. Περιττό να πούμε ότι η απαγόρευση αυτή είναι εντελώς αντίθετη με το πνεύμα με το οποίο έγινε η ταινία. Ο Doueiri παραδέχεται ότι μεγαλώνοντας στην Δυτική Βηρυτό «ζώντας την μια ισραηλινή βομβιστική επίθεση μετά την άλλη», σκεφτόταν τους Ισραηλινούς ως τους «Darth Vader» της Μέσης Ανατολής [9] (στμ: ο Darth Vader είναι ο «κακός» στο φιλμ Ο Πόλεμος των Άστρων). Όμως, με την πάροδο του χρόνου, η άποψή του για το Ισραήλ «απομυθοποιήθηκε», είπε. «Προσπαθήσαμε την ένοπλη αντίσταση, και δεν λειτούργησε», [9] υπογραμμίζει ορθώς ο Doueiri.
Μέχρι το τέλος τής ταινίας, ο γιατρός αναγνωρίζει ότι η κάθε πλευρά είναι εγκλωβισμένη σε ένα κύκλο τραύματος και φόβου προς τον άλλο, η κάθε μια ισχυριζόμενη ότι αποτελεί το μεγαλύτερο θύμα τής τρομοκρατίας τής άλλης». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι κατασταλτικές αντιδράσεις, είτε Ισραηλινές είτε Παλαιστινιακές, θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Αυτό το είδος τής ψυχολογικής διορατικότητας είναι πιθανόν να μην αποτελεί μια συνταγή για την επίλυση της σύγκρουσης. Αλλά μπορεί να είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτό τον στόχο.
ΤΟΥ Jessica Stern
Σύνδεσμοι:
[1] http://www.apsanet.org/imgtest/apsraug03pape.pdf
[2] http://mitpress.mit.edu/authors/andrea-m-den-boer
[3] http://www.upenn.edu/pennpress/book/14036.html
[4] http://www.terrorismanalysts.com/pt/index.php/pot/article/view/35/html
[5] http://www.nber.org/papers/w9074
[6] http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/105761002753502466#.UhyxLWTXjzc
[7] http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/1057610X.2012.675550#.UhyxemT...
[8] http://books.google.com/books?id=IMTu5gwWE0kC&pg=PR4&lpg=PR4&dq=Ariel Merari, Driven to Death (Oxford: OUP, 2010).&source=bl&ots=Gwo8QHGVdb&sig=TIhIyCzLRtgJ9xmD9EqxKdF-KPA&hl=en&sa=X&ei=EbAcUuv4DI7A4AO9i4DABQ&ved=0CHYQ6AEwBw#v=onepage&q=Ariel Merari, Driven to Death (Oxford: OUP, 2010).&f=false
[9] http://www.nytimes.com/2013/06/16/magazine/the-effort-to-stop-the-attack...
[2] http://mitpress.mit.edu/authors/andrea-m-den-boer
[3] http://www.upenn.edu/pennpress/book/14036.html
[4] http://www.terrorismanalysts.com/pt/index.php/pot/article/view/35/html
[5] http://www.nber.org/papers/w9074
[6] http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/105761002753502466#.UhyxLWTXjzc
[7] http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/1057610X.2012.675550#.UhyxemT...
[8] http://books.google.com/books?id=IMTu5gwWE0kC&pg=PR4&lpg=PR4&dq=Ariel Merari, Driven to Death (Oxford: OUP, 2010).&source=bl&ots=Gwo8QHGVdb&sig=TIhIyCzLRtgJ9xmD9EqxKdF-KPA&hl=en&sa=X&ei=EbAcUuv4DI7A4AO9i4DABQ&ved=0CHYQ6AEwBw#v=onepage&q=Ariel Merari, Driven to Death (Oxford: OUP, 2010).&f=false
[9] http://www.nytimes.com/2013/06/16/magazine/the-effort-to-stop-the-attack...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου