Στα τέλη Οκτωβρίου, οι ΗΠΑ ξεχώρισαν τη Γερμανία ως μια απειλή για την παγκόσμια οικονομία. Το υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε μια ανακοίνωση στην οποία επισήμαινε ότι το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας –τώρα περίπου στο 7% του ΑΕΠ- επιβάλλει μια «αποπληθωριστική προκατάληψη για την ευρωζώνη καθώς επίσης και για την παγκόσμια οικονομία». Δύο εβδομάδες αργότερα η Κομισιόν υποσχέθηκε να επανεξετάσει το πλεόνασμα της Γερμανίας στο πλαίσιο της «διαδικασίας υπερβολικού πλεονάσματος». Πολλοί Γερμανοί πολιτικοί και επιχειρηματίες γρήγορα απέρριψαν αυτές τις παρεμβάσεις, ισχυριζόμενοι ότι το πλεόνασμα είναι κυρίως με τον υπόλοιπο κόσμο, όχι με την ευρωζώνη, επομένως δεν επηρεάζει την περιφέρεια, ότι το πλεόνασμα αντανακλά την ανταγωνιστικότητα της χώρας, και ότι ο αποπληθωρισμός στην περιφέρεια της ευρωζώνης είναι θετικός καθώς δείχνει ότι οι οικονομίες αυτές (και ως εκ τούτου η νομισματική ένωση στο σύνολό της) γίνεται πιο ανταγωνιστική. Κάνουν λάθος και στα τρία.
Κανένας δεν αμφισβητεί την ανταγωνιστικότητα του γερμανικού μεταποιητικού τομέα, αλλά ο κύριος λόγος που το εξωτερικό πλεόνασμα της χώρας έχει αυξηθεί περαιτέρω (παρά την υποτονική ζήτηση για τις γερμανικές εξαγωγές από μια υφεσιακή Ευρώπη), είναι η αδυναμία της εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία: αυξήθηκε μόλις 0,8% το τελευταίο έτος, παρά την πολύ χαμηλή ανεργία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Γερμανία κάνει πολύ λίγα για να παράσχει οποιοδήποτε κίνητρο αντιστάθμισης έναντι της λιτότητας, και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πλήττουν τη ζήτηση στην περιφέρεια της ευρωζώνης, καθιστούν την προσαρμογή στο νότο όλο και πιο δύσκολη να επιτευχθεί.
Λιγότερο από το ένα τρίτο του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αφορούσε τις συναλλαγές με την ευρωζώνη στο α΄ εξάμηνο του 2013, σε σχέση με περισσότερα από τα τρία πέμπτα πριν από την κρίση. Αλλά αυτή η αλλαγή οφείλεται εν πολλοίς στη μείωση των γερμανικών εξαγωγών προς την περιφέρεια παρά στην αύξηση των εξαγωγών από την περιφέρεια στη Γερμανία. Και ακόμη και εάν το πλεόνασμα με την υπόλοιπη ευρωζώνη μειωθεί στο μηδέν, αυτό θα είναι –σύμφωνα με το ΔΝΤ- εν πολλοίς κυκλικό (αντανακλώντας την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης στην περιφέρεια) και όχι διαρθρωτικό (αποτυπώνοντας μια εξισορροπημένη οικονομία της ευρωζώνης). Επομένως οι εμπορικές ανισορροπίες θα κάνουν την επανεμφάνισή τους όταν ανακάμψει η ζήτηση στην ευρωζώνη.
Οι Γερμανοί φορείς χάραξης πολιτικής υποστηρίζουν ότι μια επεναξισορρόπηση της γερμανικής οικονομίας δεν θα προσέφερε μεγάλο όφελος στις οικονομίες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Μάλιστα, οι ισπανικές εξαγωγές στη Γερμανία αποτελούν μόνο το 4% της παραγωγής της. Ένα πρόγραμμα για την αύξηση της γερμανικής (εγχώριας) ζήτησης απλώς θα μείωνε την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας, ενώ θα έκανε λίγα για να τονώσει τις εξαγωγές της περιφέρειας. Αυτό το επιχείρημα παρερμηνεύει πώς δουλεύει η ανατίμηση του νομίσματος. Μετά από μια δεκαετία συγκράτησης των μισθών, η γερμανική πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία είναι ισχυρά υποτιμημένη σε σχέση με το υπόλοιπο της ευρωζώνης. Αυτό καθιστά τα αγαθά της τεχνητώς φθηνά, με αποτέλεσμα τόσο οι αγορές παγκοσμίως όσο και η ευρωζώνη, να παραγκωνίζουν εκείνα από άλλες χώρες της νομισματικής ένωσης. Εάν η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της Γερμανίας αυξανόταν κατά περίπου 20% (και επέστρεφε έτσι στην αξία που είχε όταν εκδόθηκε το ευρώ0, οι ισπανικές, ιταλικές και γαλλικές βιομηχανίες θα ήταν σε θέση να ανακτήσουν το μερίδιο της αγοράς. Οι εξαγωγές τους στις οικονομίες της ευρωζώνης και στον υπόλοιπο κόσμο θα αυξανόταν πιο γρήγορα, και το ρίσκο του αποπληθωρισμού θα μειωνόταν. Η διαδικασία προσαρμογής για την ευρωζώνη –και για το θέμα αυτό, για τον κόσμο- θα ήταν λιγότερο επώδυνη.
Υπάρχουν δύο διαδρομές μέσω των οποίων το γερμανικό εξωτερικό πλεόνασμα προκαλεί αποπληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, καθιστώντας δυσκολότερο για την περιφέρεια να ανακάμψει. Το πρώτον είναι να οδηγηθεί υψηλότερα η αξία του ευρώ. Πριν από την κρίση, το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα εξισορροπήθηκε από τα ελλείμματα των άλλων κρατών-μελών. Αλλά καθώς αυτά τα ελλείμματα έχουν συρρικνωθεί, η ευρωζώνη έχει μετακινηθεί σε ένα μεγάλο εξωτερικό πλεόνασμα και το ευρώ έχει ανατιμηθεί. Μια οικονομία με ένα μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα τείνει να τυγχάνει νομισματικής ανατίμησης διότι η ζήτηση για το νόμισμά της, υπερβαίνει την προσφορά αυτού. Ένα ισχυρό ευρώ πλήττει τη ζήτηση για τις εξαγωγές της ευρωζώνης, ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες στις τιμές χώρες-μέλη του νότου, και μειώνει τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών, ενισχύοντας τις πτωτικές πιέσεις στις τιμές. Οι φορείς χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης λυπούνται για την ισχύ του ευρώ, αλλά είναι ένα προϊόν της ασύμμετρης εξισορρόπησης με τη νομισματική ένωση. Το δεύτερο κανάλι μέσω του οποίου το πλεόνασμα της Γερμανίας εξαπλώνει τις πληθωριστικές πιέσεις, είναι μέσα από την αδυναμία του γερμανικού πληθωρισμού: αδύναμη εγχώρια ζήτηση (η άλλη όψη του πλεονάσματος) σημαίνει ότι ο ετήσιος πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σε λίγο περισσότερο του 1%.
Για να μιμηθούν αυτό που έκανε η Γερμανία για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης –μείωσε το κόστος σε σχέση με την υπόλοιπη νομισματική ένωση και βασίζεται στις εξαγωγές για να εξισορροπήσει την εξασθένιση της εσωτερικής ζήτησης αλλά χωρίς να έχει υποστεί αποπληθωρισμό- οι οικονομίες στην περιφέρεια της ευρωζώνης χρειάζονται υψηλότερο πληθωρισμό στη Γερμανία και πολύ πιο ισχυρή γερμανική εσωτερική ζήτηση. Εξάλλου, έτσι μπόρεσε να το κάνει η Γερμανία: η ζήτηση ήταν ανθεκτική και ο πληθωρισμός ισχυρός) παντού στην ευρωζώνη. Εάν η Γερμανία βοηθήσει να σταθεροποιηθεί η οικονομία της ευρωζώνης, η ζήτηση πρέπει να αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με την προσφορά στη γερμανική οικονομία (δηλαδή το εξωτερικό πλεόνασμα πρέπει να συρρικνωθεί). Εάν δε συμβεί, η περιφέρεια θα είναι ικανή να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα μόνο με αποπληθωρισμό. Η Ισπανία βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο προς αυτή την κατεύθυνση, με σοβαρές συνέπειες για την βιωσιμότητα του χρέους της.
Ο αποπληθωρισμός στην περιφέρεια της ευρωζώνης δεν θα πρέπει να χαιρετιστεί ως μια προσαρμογή στις σχετικές τιμές και ως εκ τούτου στην ανταγωνιστικότητα. Τα αποπληθωριστικά ρίσκα οδηγούν σε πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ και σε επιδείνωση των παγίδων χρέους. Ο αποπληθωρισμός οδηγεί υψηλότερα τα επιτόκια (συρρικνώνοντας περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα) και μπορεί να καταστήσει αναποτελεσματική τη νομισματική πολιτική (η ΕΚΤ δεν μπορεί να μειώσει τα ονομαστικά επιτόκια κάτω του μηδενός). Επιπλέον, όσο χαμηλότερος είναι ο πληθωρισμός, τόσο μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα χρειάζεται μια κυβέρνηση προκειμένου να αποφύγει την αύξηση του χρέους ως προς το ΑΕΠ, επισπεύδοντας το σημείο όπου το χρέος γίνεται μη βιώσιμο.
Οι Γερμανοί δεν είναι ανήμποροι να αντιμετωπίσουν τις ανισορροπίες στην οικονομία τους. Εάν η περιφέρεια μπορεί να κάνει βήματα για να αποφευχθεί η υπερβολικά ισχυρή αύξηση της εγχώριας ζήτησης, τότε η Γερμανία μπορεί να κάνει το αντίθετο. περαιτέρω επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα βοηθούσε, ιδιαίτερα εάν έπαιρνε τη μορφή μειώσεων στο ΦΠΑ και χαμηλότερων φόρων εισοδήματος για τους ανθρώπους με χαμηλό εισόδημα. Αλλά μόνο η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να αναθερμάνει την γερμανική οικονομία, διότι τα εμπόδια προς την ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση (και τον πληθωρισμό) είναι σε κάποιο βαθμό διαρθρωτικά. Ένα είναι το σύστημα της χώρας για τις διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αποφέρουν συγκράτηση των μισθών ακόμη και όταν η αγορά εργασίας είναι σφιχτή και τα εταιρικά κέρδη σε επίπεδο-ρεκόρ. Τα αφεντικά των Daimler-Benz, BMW και VW προσφάτως απείλησαν να μεταφέρουν την παραγωγή, εάν η γερμανική κυβέρνηση εισήγαγε ένα νόμιμο κατώτατο μισθό. Αλλά το μισθολογικό dumping δεν είναι η απάντηση στα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης.
Άλλο ένα πρόβλημα είναι η φτωχή παραγωγικότητα (και οι χαμηλοί μισθοί) στο περισσότερο τμήμα του γερμανικού κλάδου υπηρεσιών. Η απελευθέρωση εδώ θα τόνωνε τις επενδύσεις και μακροπρόθεσμα, την παραγωγικότητα.
Οι ΗΠΑ έχουν δίκιο που ξεχώρισαν τη Γερμανία για να την επικρίνουν. Και η Κομισιόν πρέπει να εμμείνει στη θέση της και να απαιτήσει από τη Γερμανία να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά προβλήματα πίσω από τις ανισορροπίες στην οικονομία της. Αυτά αποτελούν μεγάλη απειλή για το μέλλον της ευρωζώνης όπως και αυτά της Ιταλίας ή της Γαλλίας, και πρέπει να προσεγγιστούν με την ίδια αίσθηση του επείγοντος.
Των John Springford και Simon Tilford
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.cer.org.uk/publications/archive/bulletin-article/2013/why-germany%E2%80%99s-trade-surplus-bad-eurozone
ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr
Κανένας δεν αμφισβητεί την ανταγωνιστικότητα του γερμανικού μεταποιητικού τομέα, αλλά ο κύριος λόγος που το εξωτερικό πλεόνασμα της χώρας έχει αυξηθεί περαιτέρω (παρά την υποτονική ζήτηση για τις γερμανικές εξαγωγές από μια υφεσιακή Ευρώπη), είναι η αδυναμία της εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία: αυξήθηκε μόλις 0,8% το τελευταίο έτος, παρά την πολύ χαμηλή ανεργία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Γερμανία κάνει πολύ λίγα για να παράσχει οποιοδήποτε κίνητρο αντιστάθμισης έναντι της λιτότητας, και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πλήττουν τη ζήτηση στην περιφέρεια της ευρωζώνης, καθιστούν την προσαρμογή στο νότο όλο και πιο δύσκολη να επιτευχθεί.
Λιγότερο από το ένα τρίτο του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αφορούσε τις συναλλαγές με την ευρωζώνη στο α΄ εξάμηνο του 2013, σε σχέση με περισσότερα από τα τρία πέμπτα πριν από την κρίση. Αλλά αυτή η αλλαγή οφείλεται εν πολλοίς στη μείωση των γερμανικών εξαγωγών προς την περιφέρεια παρά στην αύξηση των εξαγωγών από την περιφέρεια στη Γερμανία. Και ακόμη και εάν το πλεόνασμα με την υπόλοιπη ευρωζώνη μειωθεί στο μηδέν, αυτό θα είναι –σύμφωνα με το ΔΝΤ- εν πολλοίς κυκλικό (αντανακλώντας την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης στην περιφέρεια) και όχι διαρθρωτικό (αποτυπώνοντας μια εξισορροπημένη οικονομία της ευρωζώνης). Επομένως οι εμπορικές ανισορροπίες θα κάνουν την επανεμφάνισή τους όταν ανακάμψει η ζήτηση στην ευρωζώνη.
Οι Γερμανοί φορείς χάραξης πολιτικής υποστηρίζουν ότι μια επεναξισορρόπηση της γερμανικής οικονομίας δεν θα προσέφερε μεγάλο όφελος στις οικονομίες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Μάλιστα, οι ισπανικές εξαγωγές στη Γερμανία αποτελούν μόνο το 4% της παραγωγής της. Ένα πρόγραμμα για την αύξηση της γερμανικής (εγχώριας) ζήτησης απλώς θα μείωνε την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας, ενώ θα έκανε λίγα για να τονώσει τις εξαγωγές της περιφέρειας. Αυτό το επιχείρημα παρερμηνεύει πώς δουλεύει η ανατίμηση του νομίσματος. Μετά από μια δεκαετία συγκράτησης των μισθών, η γερμανική πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία είναι ισχυρά υποτιμημένη σε σχέση με το υπόλοιπο της ευρωζώνης. Αυτό καθιστά τα αγαθά της τεχνητώς φθηνά, με αποτέλεσμα τόσο οι αγορές παγκοσμίως όσο και η ευρωζώνη, να παραγκωνίζουν εκείνα από άλλες χώρες της νομισματικής ένωσης. Εάν η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της Γερμανίας αυξανόταν κατά περίπου 20% (και επέστρεφε έτσι στην αξία που είχε όταν εκδόθηκε το ευρώ0, οι ισπανικές, ιταλικές και γαλλικές βιομηχανίες θα ήταν σε θέση να ανακτήσουν το μερίδιο της αγοράς. Οι εξαγωγές τους στις οικονομίες της ευρωζώνης και στον υπόλοιπο κόσμο θα αυξανόταν πιο γρήγορα, και το ρίσκο του αποπληθωρισμού θα μειωνόταν. Η διαδικασία προσαρμογής για την ευρωζώνη –και για το θέμα αυτό, για τον κόσμο- θα ήταν λιγότερο επώδυνη.
Υπάρχουν δύο διαδρομές μέσω των οποίων το γερμανικό εξωτερικό πλεόνασμα προκαλεί αποπληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, καθιστώντας δυσκολότερο για την περιφέρεια να ανακάμψει. Το πρώτον είναι να οδηγηθεί υψηλότερα η αξία του ευρώ. Πριν από την κρίση, το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα εξισορροπήθηκε από τα ελλείμματα των άλλων κρατών-μελών. Αλλά καθώς αυτά τα ελλείμματα έχουν συρρικνωθεί, η ευρωζώνη έχει μετακινηθεί σε ένα μεγάλο εξωτερικό πλεόνασμα και το ευρώ έχει ανατιμηθεί. Μια οικονομία με ένα μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα τείνει να τυγχάνει νομισματικής ανατίμησης διότι η ζήτηση για το νόμισμά της, υπερβαίνει την προσφορά αυτού. Ένα ισχυρό ευρώ πλήττει τη ζήτηση για τις εξαγωγές της ευρωζώνης, ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες στις τιμές χώρες-μέλη του νότου, και μειώνει τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών, ενισχύοντας τις πτωτικές πιέσεις στις τιμές. Οι φορείς χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης λυπούνται για την ισχύ του ευρώ, αλλά είναι ένα προϊόν της ασύμμετρης εξισορρόπησης με τη νομισματική ένωση. Το δεύτερο κανάλι μέσω του οποίου το πλεόνασμα της Γερμανίας εξαπλώνει τις πληθωριστικές πιέσεις, είναι μέσα από την αδυναμία του γερμανικού πληθωρισμού: αδύναμη εγχώρια ζήτηση (η άλλη όψη του πλεονάσματος) σημαίνει ότι ο ετήσιος πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σε λίγο περισσότερο του 1%.
Για να μιμηθούν αυτό που έκανε η Γερμανία για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης –μείωσε το κόστος σε σχέση με την υπόλοιπη νομισματική ένωση και βασίζεται στις εξαγωγές για να εξισορροπήσει την εξασθένιση της εσωτερικής ζήτησης αλλά χωρίς να έχει υποστεί αποπληθωρισμό- οι οικονομίες στην περιφέρεια της ευρωζώνης χρειάζονται υψηλότερο πληθωρισμό στη Γερμανία και πολύ πιο ισχυρή γερμανική εσωτερική ζήτηση. Εξάλλου, έτσι μπόρεσε να το κάνει η Γερμανία: η ζήτηση ήταν ανθεκτική και ο πληθωρισμός ισχυρός) παντού στην ευρωζώνη. Εάν η Γερμανία βοηθήσει να σταθεροποιηθεί η οικονομία της ευρωζώνης, η ζήτηση πρέπει να αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με την προσφορά στη γερμανική οικονομία (δηλαδή το εξωτερικό πλεόνασμα πρέπει να συρρικνωθεί). Εάν δε συμβεί, η περιφέρεια θα είναι ικανή να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα μόνο με αποπληθωρισμό. Η Ισπανία βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο προς αυτή την κατεύθυνση, με σοβαρές συνέπειες για την βιωσιμότητα του χρέους της.
Ο αποπληθωρισμός στην περιφέρεια της ευρωζώνης δεν θα πρέπει να χαιρετιστεί ως μια προσαρμογή στις σχετικές τιμές και ως εκ τούτου στην ανταγωνιστικότητα. Τα αποπληθωριστικά ρίσκα οδηγούν σε πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ και σε επιδείνωση των παγίδων χρέους. Ο αποπληθωρισμός οδηγεί υψηλότερα τα επιτόκια (συρρικνώνοντας περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα) και μπορεί να καταστήσει αναποτελεσματική τη νομισματική πολιτική (η ΕΚΤ δεν μπορεί να μειώσει τα ονομαστικά επιτόκια κάτω του μηδενός). Επιπλέον, όσο χαμηλότερος είναι ο πληθωρισμός, τόσο μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα χρειάζεται μια κυβέρνηση προκειμένου να αποφύγει την αύξηση του χρέους ως προς το ΑΕΠ, επισπεύδοντας το σημείο όπου το χρέος γίνεται μη βιώσιμο.
Οι Γερμανοί δεν είναι ανήμποροι να αντιμετωπίσουν τις ανισορροπίες στην οικονομία τους. Εάν η περιφέρεια μπορεί να κάνει βήματα για να αποφευχθεί η υπερβολικά ισχυρή αύξηση της εγχώριας ζήτησης, τότε η Γερμανία μπορεί να κάνει το αντίθετο. περαιτέρω επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα βοηθούσε, ιδιαίτερα εάν έπαιρνε τη μορφή μειώσεων στο ΦΠΑ και χαμηλότερων φόρων εισοδήματος για τους ανθρώπους με χαμηλό εισόδημα. Αλλά μόνο η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να αναθερμάνει την γερμανική οικονομία, διότι τα εμπόδια προς την ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση (και τον πληθωρισμό) είναι σε κάποιο βαθμό διαρθρωτικά. Ένα είναι το σύστημα της χώρας για τις διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αποφέρουν συγκράτηση των μισθών ακόμη και όταν η αγορά εργασίας είναι σφιχτή και τα εταιρικά κέρδη σε επίπεδο-ρεκόρ. Τα αφεντικά των Daimler-Benz, BMW και VW προσφάτως απείλησαν να μεταφέρουν την παραγωγή, εάν η γερμανική κυβέρνηση εισήγαγε ένα νόμιμο κατώτατο μισθό. Αλλά το μισθολογικό dumping δεν είναι η απάντηση στα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης.
Άλλο ένα πρόβλημα είναι η φτωχή παραγωγικότητα (και οι χαμηλοί μισθοί) στο περισσότερο τμήμα του γερμανικού κλάδου υπηρεσιών. Η απελευθέρωση εδώ θα τόνωνε τις επενδύσεις και μακροπρόθεσμα, την παραγωγικότητα.
Οι ΗΠΑ έχουν δίκιο που ξεχώρισαν τη Γερμανία για να την επικρίνουν. Και η Κομισιόν πρέπει να εμμείνει στη θέση της και να απαιτήσει από τη Γερμανία να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά προβλήματα πίσω από τις ανισορροπίες στην οικονομία της. Αυτά αποτελούν μεγάλη απειλή για το μέλλον της ευρωζώνης όπως και αυτά της Ιταλίας ή της Γαλλίας, και πρέπει να προσεγγιστούν με την ίδια αίσθηση του επείγοντος.
Των John Springford και Simon Tilford
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.cer.org.uk/publications/archive/bulletin-article/2013/why-germany%E2%80%99s-trade-surplus-bad-eurozone
ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου