Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Κράτη τού πολέμου: Πώς το έθνος–κράτος διεξάγει σύγχρονους πολέμους

Για να εξηγήσουν τις πρόσφατες συγκρούσεις σε χώρες όπως η Συρία ή το Σουδάν, οι παρατηρητές έχουν γρήγορα επισημάνει τις άμεσες αιτίες ειδικά για την εποχή μας: το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που προσφέρει ευκαιρίες στους αντάρτες να καλύψουν το κενό, η πρόσφατη παγκοσμιοποίηση του εμπορίου που πλημμυρίζει τον αναπτυσσόμενο κόσμο με φθηνά όπλα, η αυξανόμενη παγκόσμια καταναλωτική ζήτηση που δημιούργησε νέους ανταγωνισμούς για το πετρέλαιο και τα μέταλλα, οι ομάδες τζιχαντιστών που εξαπλώνονται χρησιμοποιώντας δίκτυα μαχητών οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν.
Ο Abu Ali, ένας 84χρονος τον οποίον οι ακτιβιστές θεωρούν τον γηραιότερο πολεμιστή τού Ελεύθερου Συριακού Στρατού, τρέχει για να καλυφθεί, στο Deir al-Zor τής Συρίας, τον Οκτώβριο του 2013. (Kalil Ashawi / Courtesy Reuters)

Ωστόσο, οι εν λόγω εξηγήσεις χάνουν την ευρύτερη εικόνα. Αν επεκτείνουμε τον χρονικό ορίζοντα πέρα από τον Ψυχρό Πόλεμο ώστε να συμπεριλάβουμε ολόκληρη την σύγχρονη περίοδο - από την αμερικανική και την γαλλική επανάσταση έως σήμερα - μπορούμε να δούμε επαναλαμβανόμενα μοτίβα πολέμου και συγκρούσεων. Αυτά τα μοτίβα σχετίζονται με τον σχηματισμό και την ανάπτυξη των ανεξάρτητων εθνών-κρατών.
Μέχρι τον 18ο αιώνα, αυτοκρατορίες, δυναστικά βασίλεια, φυλετικοί συνασπισμοί και πόλεις-κράτη κυβέρνησαν τα περισσότερα μέρη τού κόσμου. Αυτό άλλαξε όταν οι εθνικιστές εισήγαγαν την έννοια ότι κάθε «λαός» άξιζε την δική του κυβέρνηση. Υποστήριξαν ότι οι εθνοτικοί πρέπει να εξουσιάζουν τους ομοίους τους. Με άλλα λόγια, οι Σλοβάκοι θα πρέπει να κυβερνούν Σλοβάκους και όχι ο Οίκος των Αψβούργων. Και οι Αμερικανοί να κυβερνώνται από Αμερικανούς, όχι από το βρετανικό στέμμα. Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, κύμα μετά το κύμα σχηματισμού τού έθνους-κράτους, η νέα αυτή αρχή τής πολιτικής νομιμοποίησης μεταμόρφωσε τον κόσμο.

Στα περισσότερα μέρη τού κόσμου, δύο διακριτές φάσεις σύγκρουσης συνόδευσαν αυτήν την μετάβαση: πρώτον, η βία που συνδέεται με την δημιουργία τού ίδιου του έθνους-κράτους, και δεύτερον, ένας συχνά αιματηρός αγώνας για το ποιες εθνοτικές ή εθνικές ομάδες θα ασκήσουν την εξουσία στο νεοσύστατο κράτος και για το πού τελικά θα χαραχτούν τα σύνορα της χώρας.
ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΣΥΝΟΡΑ
Περίπου το ένα τρίτο των σημερινών χωρών έχουν συγκρουστεί σε βίαιους πολέμους ανεξαρτησίας που ένωσαν, έστω και προσωρινά, τους διαφορετικούς κατοίκους αποικιών ή αυτοκρατορικών επαρχιών κατά των αρχόντων τους. Αλλά, πολλά από τα προκύπτοντα έθνη-κράτη υπέστησαν ακόμη χειρότερη βία αφότου κερδήθηκε η ανεξαρτησία, επειδή η αρχή τής διακυβέρνησης από ομοίους τροφοδότησε περαιτέρω σύγκρουση μεταξύ των ίδιων των νικητών.
Οι αυτοκρατορικές κυβερνήσεις συχνά στρατολογούσαν στον αποικιακό στρατό και στην γραφειοκρατία μέλη συγκεκριμένων μειονοτήτων. (Το κλασικό παράδειγμα ήταν η βελγική προτίμηση για την μειονότητα των Τούτσι στην Ρουάντα έναντι της πλειοψηφίας των Χούτου για την στελέχωση της αποικιακής διοίκησης της χώρας). Σε άλλες πρώην αποικίες, οι ελίτ των πιο αφομοιωμένων και μορφωμένων ομάδων ήλεγξαν την μετα-αυτοκρατορική κρατική εκκολαπτόμενη γραφειοκρατία και τους μηχανισμούς ασφαλείας, γεγονός που εξόργισε τις άλλες ομάδες ως ρήξη με την αρχή τής διακυβέρνησης από ομοίους. Πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι πολλές νέες κυβερνήσεις δεν είχαν την πολιτική εξουσία και τους πόρους για να πλησιάσουν ολόκληρο τον πληθυσμό και να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες της αποικιακής εποχής. Αυτό έκανε πιο δύσκολη την οικοδόμηση του έθνους και πιο πιθανό το εθνοτικό πατρονάρισμα. Έτσι, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού παρέμειναν πολιτικά περιθωριοποιημένα.
Όποια και αν είναι προέλευσή της, η εθνοπολιτική ανισότητα θεωρήθηκε ως σκάνδαλο από την στιγμή που ο εθνικισμός είχε γίνει δεκτός ως η κατευθυντήρια αρχή τής νομιμοποίησης. Αυτό έκανε ευκολότερο για τους ηγέτες τής αντιπολίτευσης να κινητοποιήσουν τους οπαδούς τους και να στήσουν ένοπλες εξεγέρσεις εναντίον των καθεστώτων που ευνοούν τον αποκλεισμό. Τα δεδομένα από κάθε χώρα στον κόσμο (από το 1945) καταδεικνύουν έναν στενό συσχετισμό μεταξύ αυτών των ανισοτήτων και των συγκρούσεων: μια αύξηση κατά 30%του μεγέθους τού πληθυσμού που αποκλείεται πολιτικά αυξάνει τις πιθανότητες εμφυλίου πολέμου κατά 25%. Σχεδόν το 40% των ανεξάρτητων χωρών σήμερα έχουν βιώσει τουλάχιστον μια εθνοπολιτική εξέγερση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι χώρες αυτές δεν έχουν περισσότερη εθνοτική πολυμορφία από όση οι ειρηνικές χώρες. Επομένως, δεν είναι η πολυμορφία αυτή καθαυτή, αλλά η πολιτική ανισότητα, που γεννά την σύγκρουση.
Φυσικά, άλλοι παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο, συμπεριλαμβανομένης της κατασταλτικής ικανότητας του κράτους: Στο κάτω-κάτω, είναι πολύ πιο δύσκολο να οργανώσεις έναν στρατό ανταρτών στην βόρεια Κίνα από όσο στην Σομαλία. Οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι επίσης πιο πιθανό να ξεσπάσουν σε φτωχότερες χώρες όπου είναι πιο σημαντικό οικονομικά να υπάρχουν διασυνδέσεις με την κυβέρνηση. Τέλος, δεν έχουν όλες οι πολιτικά περιθωριοποιημένες εθνοτικές ομάδες μια εκπαιδευμένη ηγεσία ικανή να σχηματίσει ένα πολιτικό κίνημα ή να στήσει μια εξέγερση.
Νέα έθνη-κράτη είναι επίσης πιο πιθανό να πάνε σε μεταξύ τους πόλεμο από όσο οι καθιερωμένες αυτοκρατορίες ή τα δυναστικά κράτη. Οι αυτοκρατορίες χαράσσουν χαλαρά και συχνά αυθαίρετα σύνορα, που έχουν ελάχιστη σχέση με την εθνικότητα. Τα εθνικά κράτη, από την άλλη πλευρά, ενδιαφέρονται περισσότερο για τα σύνορα, διότι αυτά μπορεί να χωρίσουν μια ενιαία εθνική ομάδα έναντι διαφορετικών κρατών. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο ότι εκείνοι που καταλήγουν στην λάθος πλευρά των συνόρων αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε γειτονικές χώρες που κυριαρχούνται από άλλες εθνοτικές ομάδες - ένας άλλος τρόπος που η αρχή της διακυβέρνησης από ομοίους μπορεί να παραβιαστεί. Η σύγκρουση μεταξύ γειτονικών κρατών-εθνών ξεσπά έτσι συχνά σε περιοχές όπου οι εθνοτικές ομάδες επικαλύπτονται ή σε σύνορα που χωρίζουν μια ενιαία εθνική ομάδα. Στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, για παράδειγμα, η σερβική μειονότητα αντιστάθηκε στην ενσωμάτωσή της στο νεοσύστατο κράτος τής Κροατίας. Η κυβέρνηση της Σερβίας, περιμένοντας ότι οι ομοεθνείς της στην Κροατία θα υποστούν κακομεταχείριση (και για την επιδίωξη του δικού της σχεδίου εθνικής ενοποίησης), παρενέβη για λογαριασμό τους. Ακολούθησε πόλεμος μεταξύ των δύο κρατών, που έληξε με την εκδίωξη των Σέρβων τής Κροατίας εκτός των συνόρων.
Ο εγχώριος αγώνας για το ποιος «κατέχει» ένα νέο κράτος κάποτε τελικά τερματίζεται - κατά μέσο όρο, μετά από εξήντα χρόνια. Έρχεται συχνά βίαια, μέσω απελάσεων, ανταλλαγών πληθυσμών ή αναγκαστικής αφομοίωσης που οδηγεί σε μια πιο ομοιογενή χώρα. Σε άλλες περιπτώσεις, ισχυρές κεντρικές κυβερνήσεις και καθιερωμένες οργανώσεις τής κοινωνίας των πολιτών κάνουν την εθνικότητα άσχετη με τον σχηματισμό των πολιτικών συμμαχιών (όπως στην Ελβετία) ή ενθαρρύνουν την εθελοντική αφομοίωση στην βασική ομάδα (όπως στη Γαλλία και την Μποτσουάνα). Σε άλλες περιπτώσεις, μια συμφωνία καταμερισμού τής εξουσίας μεταξύ των εκπροσώπων των πολιτικοποιημένων εθνοτικών ομάδων βοηθά να αποφευχθούν μελλοντικοί εμφύλιοι πόλεμοι (όπως στον Καναδά).
ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ
Εν ολίγοις, η εξάπλωση της αρχής τής διακυβέρνησης από ομοίους και ο σχηματισμός των εθνών-κρατών είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από τον εμφύλιο και τον διακρατικό πόλεμο - ένα γεγονός που θλιβερά λείπει από μεγάλο μέρος τής λαϊκής συζήτησης σχετικά με τις σημερινές βίαιες συγκρούσεις.
Παράδειγμα η Συρία, της οποίας η ιστορία τής σύγκρουσης προσεγγίζει πολύ στο μοτίβο. Η αραβική εξέγερση ενάντια στην οθωμανική εξουσία κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν οδήγησε στην ανεξαρτησία τής χώρας, αλλά αντ’ αυτού σε έναν άλλο γύρο αποικιακής κυριαρχίας από την Γαλλία. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων αντιαποικιακών εξεγέρσεων κατά την διάρκεια των μέσων τής δεκαετίας τού 1920, η Συρία κέρδισε τελικά την ανεξαρτησία της από την Γαλλία στο τέλος τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μεγάλο μέρος τής πολιτικής αναταραχής στη μετα-αποικιακή περίοδο αφορούσε στην κατανομή τής πολιτικής δύναμης μεταξύ των εθνοτικών ελίτ. Μετά από μια σειρά πραξικοπημάτων, η οικογένεια των αλ-Άσαντ και η μικρή αλεβίτικη σέχτα τους αναδείχτηκαν ως οι νέοι ιδιοκτήτες τού κράτους.
Έτσι, η Συρία έγινε ένα κλασικό παράδειγμα εθνοκρατισμού - όταν μια εθνοτική μειονότητα κυριαρχεί στο σύνολο του κρατικού μηχανισμού. Ως συνέπεια αυτής τής απόκλισης από την αρχή τής διακυβέρνησης από ομοίους, η κυβέρνηση στερείται εντελώς λαϊκής υποστήριξης και πολιτικής νομιμοποίησης. Το καθεστώς αντιστάθμισε την έλλειψη αυτή με την υιοθέτηση παναραβικής πολιτικής ρητορικής και πολιτικών κατά του Ισραήλ, με την διευθέτηση της σουνιτικής οικονομικής ελίτ, την οικοδόμηση μια τεράστιας δομής ασφαλείας που διαπερνούσε το σύνολο του κοινωνικού ιστού, και με την άγρια καταστολή κάθε μορφής διαμαρτυρίας ή εξέγερσης, όπως η σουνιτική εξέγερση το 1982. Τώρα, ο εμφύλιος πόλεμος στην Συρία όλο και περισσότερο διεξάγεται σύμφωνα με τις θρησκευτικές και σεχταριστικές διαιρέσεις, όπως συνέβη στο γειτονικό Ιράκ μετά την εισβολή των ΗΠΑ. Αν και το μέλλον παραμένει απρόβλεπτο, είναι ασφαλές να πούμε ότι δεν πρόκειται να επιτευχθεί διαρκής ειρήνη μέχρι ότου το εθνοκρατικό καθεστώς υπό τον Άσαντ δώσει χώρο σε μια δομή εξουσίας που θα ενσωματώνει την σουνιτική πλειοψηφία τής χώρας. Οι Κούρδοι, εν τω μεταξύ, ίσως να καταλήξουν σε ένα κουρδικό κράτος κάποια στιγμή στο μέλλον.
Το Σουδάν ακολούθησε παρόμοια πορεία. Ένας δεκαετής εθνικιστικός πόλεμος οδήγησε τελικά στην απόσχιση του Νότιου Σουδάν το 2011 (όπου οι μη-μουσουλμάνοι αφρικανικής καταγωγής αποτελούν την πλειοψηφία) από το Βόρειο Σουδάν (που πολιτικά κυριαρχείται από μουσουλμάνους Άραβες από την ίδρυσή του). Οι εντάσεις σχετικά με την ακριβή οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο κρατών είναι μεγάλες. Στην παρούσα μορφή του, το χάσμα αφήνει πολιτικά περιθωριοποιημένους στο Βόρειο Σουδάν δεκάδες χιλιάδες μη μουσουλμάνους Αφρικανούς. Στη Νότια Κορντοφάν και την περιοχή τού Γαλάζιου Νείλου, που είναι στην βόρεια πλευρά τύς οριοθέτησης, πρώην μαχητές για έναν ανεξάρτητο Νότο συνέχισαν να επιτίθενται στα στρατεύματα των βορείων με τη σιωπηρή υποστήριξη της νεοσυσταθείσας κυβέρνησης και του στρατού τού Νότιου Σουδάν. Οι συγκρούσεις μεταξύ των στρατών των δύο κρατών έχουν οδηγήσει πολλούς αναλυτές να φοβούνται ότι θα υπάρξει περισσότερη βία στο μέλλον.
Στον Νότο, η εθνοπολιτική ανισότητα έχει επίσης ποδηγετήσει την εγχώρια σύγκρουση. Λίγο μετά την ανεξαρτησία, προέκυψαν νέα παράπονα για την κυριαρχία των πρώην μαχητών Dinka, οι οποίοι είχαν ιδρύσει και ελέγχουν το κίνημα ανεξαρτησίας, στην πρόσφατα διαμορφωμένη γραφειοκρατία και τον στρατό. Ένοπλες συγκρούσεις ξέσπασαν μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και διαφόρων επαναστατικών φατριών που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν την περιφέρεια Nuer ή την Murle.
Τι θα φέρει το μέλλον για τα δύο Σουδάν; Δεδομένου ότι ο έλεγχος σημαντικών πετρελαϊκών πόρων είναι σε κίνδυνο, οι συγκρούσεις είναι απίθανο να διευθετηθούν μέσω μιας απλής επαναχάραξης συνόρων. Είναι εξίσου απίθανο ότι η σημερινή κυβέρνηση στο Χαρτούμ θα ανοίξει για τους πρώην μαχητές υπέρ τής ανεξαρτησίας και στους εθνικούς τους οπαδούς. Μια μακράς διαρκείας, χαμηλής έντασης σύγκρουση είναι πολύ πιο πιθανή - τουλάχιστον για όσο διάστημα το εθνοκρατικό καθεστώς τού Χαρτούμ επιβιώνει. Όσον αφορά την εγχώρια σύγκρουση στο Νότιο Σουδάν, δεδομένης της χαμηλή θεσμικής ικανότητας του κράτους, θα είναι δύσκολο να ακολουθήσει ένα επιτυχημένο σχέδιο οικοδόμησης του έθνους, με την ενσωμάτωση των διαφόρων εθνοτικών περιφερειών τής χώρας και την απο-πολιτικοποίηση των φυλετικών και εθνοτικών συμμαχιών. Κάποιος μπορεί να περιμένει ότι η πάλη για εξουσία σε ασταθείς συνασπισμούς και η περιστασιακή φαγωμάρα θα συνεχιστούν.
Το Κοσσυφοπέδιο επίσης λειτούργησε σύμφωνα με το μοτίβο. Έγινε μια κυρίαρχη χώρα, μετά από δεκαετίες εθνικιστικής κινητοποίησης εναντίον τής ξένης διακυβέρνησης από το σερβικό κράτος. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας τής δεκαετίας τού 1990 προκάλεσε την παρέμβαση του ΝΑΤΟ, που ακολουθήθηκε από μια δεκαετία διοίκησης από τον ΟΗΕ. Το 2008, το Κοσσυφοπέδιο κηρύχθηκε κυρίαρχο. Οι εντάσεις μεταξύ τής αλβανικής πλειοψηφίας τού νεαρού κράτους, ενισχυμένης από την ανεξαρτησία, και της Σερβικής μειονότητας εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Χωρίς την προστασία τού ΝΑΤΟ, αυτοί οι σερβικοί θύλακες θα μπορούσαν πιθανότατα να υποστούν εθνοκάθαρση εδώ και πολύ καιρό. Και αν η Σερβία δεν ήταν υπό την απειλή περαιτέρω βομβαρδισμών από το ΝΑΤΟ, κατά πάσα πιθανότητα θα είχε παρέμβει στρατιωτικά για την προστασία των εθνοτικών αδελφών της πέρα από τα σύνορα, φέρνοντας τις δύο χώρες σε πόλεμο. Παρεμβαίνοντας σχετικά νωρίς, λοιπόν, μπορεί κανείς να βοηθήσει στην πρόληψη της κλιμάκωσης των εν λόγω συγκρούσεων στο επίπεδο ενός πολέμου πλήρους κλίμακας, όπως είδαμε στη Βοσνία. Το επεισόδιο της Βοσνίας δείχνει, ωστόσο, ότι δεν είναι βιώσιμη λύση το να αναγκάσεις ελίτ με αντίθετες εθνικιστικές ατζέντες να μοιραστούν την εξουσία σε ένα κράτος που δεν θέλουν.
Αυτό το ιστορικό μοτίβο δεν είναι χωρίς εξαιρέσεις. Ούτε εξηγεί όλους τούς πολέμους στον κόσμο. Μερικά εθνικά ετερογενή έθνη-κράτη, συμπεριλαμβανομένου του Μαυροβουνίου, έχουν προκύψει χωρίς βία και έχουν παραμείνει ειρηνικά. Μερικές από τις πιο δυσεπίλυτες συγκρούσεις έχουν ξεσπάσει σε τόσο παλιά έθνη-κράτη όπως η Κολομβία και δεν έχουν καμία σχέση με τον εθνικισμό ή την εθνικότητα. Ωστόσο, πολύ περισσότερα παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν, τα οποία έχουν ακολουθήσει το μοτίβο: Σκεφτείτε τον κουρδικό αγώνα στην Τουρκία, την επισφαλή ειρηνευτική διαδικασία στην Βόρεια Ιρλανδία, το δράμα τού Νταρφούρ, την θρησκευτική βία που στοιχειώνει ακόμα το Ιράκ, την σειρά των συγκρούσεων στον Καύκασο που έχουν προκύψει από την διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, ή την αντίσταση του Θιβέτ στην κινεζική κυριαρχία. Πιο περίπλοκες περιπτώσεις είναι εκείνες στις οποίες ο εθνοπολιτικός αποκλεισμός έχει οδηγήσει σε ένα αντάρτικο κίνημα με μια μη-εθνική ατζέντα, όπως οι μαρξιστές στην Γουατεμάλα, ή οι μαοϊστές στο Περού, στο Νεπάλ, και σε τμήματα της Ινδίας.
Κάποιος, λοιπόν, μπορεί εύλογα να προβλέψει ότι τα σύγχρονα κράτη που περιθωριοποίησαν πολιτικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τους θα μπορούσαν κάλλιστα να περιπέσουν σε παρατεταμένη ένοπλη βία. Ορισμένες χώρες βρίσκονται σε κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της Ρουάντα, όπου μια μικρή ομάδα Τούτσι που επέστρεψαν από την γειτονική Ουγκάντα κυβερνούν την πλειοψηφία των Χούτου με σιδηρά πυγμή. η Ιορδανία, η οποία μπορεί μια μέρα να μην είναι πλέον σε θέση να εκτρέψει τις πολιτικές φιλοδοξίες τής ευρείας, πολιτικά ανίσχυρης ομάδας των παλαιστινίων πολιτών για το γειτονικό Ισραήλ. Το Περού και η Γουατεμάλα, οι οποίες, σε αντίθεση με την Βολιβία, συνεχίζουν την περιθωριοποίηση των μεγάλων αυτόχθονων πληθυσμών τους. Και της Γουινέας, όπου το κόμμα που ευνοείται από την εθνότητα Peul, που αποτελεί περίπου το 40% του πληθυσμού και έχει εδώ και καιρό αποκλειστεί από την εξουσία, έχει διαμαρτυρηθεί για νοθευμένες εκλογές πρόσφατα, τον Φεβρουάριο.
Αυτά τα σταθερά μοτίβα βίας απαιτούν πολιτικές λύσεις που ακούγονται απλές στην θεωρία, αλλά είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν στην πράξη. Η οικοδόμηση δομών εξουσίας με λιγότερους αποκλεισμούς - όχι απαραίτητα μέσω εκλογικής δημοκρατίας - αποτελεί την πιο βιώσιμη στρατηγική των νέων κρατών για την πρόληψη της ένοπλης σύρραξης. Η FYROM συχνά αναφέρεται ως ένα επιτυχημένο παράδειγμα του πώς μια θεσμική μηχανική, κάτω από έντονη διεθνή πίεση, μπορεί να οδηγήσει σε μια σχετικά σταθερή ρύθμιση καταμερισμού τής εξουσίας. Κάποιος μπορεί να διευρύνει τον κατάλογο των επιτυχημένων στρατηγικών, εφιστώντας την προσοχή στην Τανζανία, όπου ο κυρίαρχος εθνικιστής ηγέτης έχτισε μια εκτεταμένη δομή εξουσίας που γεφύρωσε τις διαχωριστικές γραμμές των εθνοτήτων. Η Μποτσουάνα και η Μπουρκίνα Φάσο επίσης αποτελούν παραδείγματα επιτυχημένης εθνοτικής ένταξης - στην περίπτωση της τελευταίας, χάρη σε ένα ισχυρό δίκτυο εμπορικών συνδικάτων που παρείχαν μια πλατφόρμα για την εθνική πολιτική ολοκλήρωση. Ταυτόχρονα, η πρόσφατη εμπειρία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν δείχνει πόσο δύσκολο είναι να ενισχυθεί η πολιτική ενοποίηση μέσω της κατοχής. Οι ξένοι που παρέχουν δημόσια αγαθά - σχολεία, νοσοκομεία, και τα παρόμοια - υπονομεύουν τη νομιμοποίηση της εγχώριας κυβέρνησης, αντί να την ενισχύουν. Η οικοδόμηση ενός έθνους από το εξωτερικό, λοιπόν, δεν είναι απλά δύσκολη, αλλά δομικά αδύνατη. Η πορεία προς την ειρήνη - προς ένα κράτος χωρίς αποκλεισμούς, που δεν παραβιάζει την αρχή τής διακυβέρνησης από ομοίους – ξεκινά από την πατρίδα.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου