Σκιές διαδηλωτών πάνω στην τουρκική σημαία. (Umit Bektas / Reuters)
Το 1996, ο Ergun Ozbudun, ένας πολύ γνωστός και σεβαστός Τούρκος ακαδημαϊκός, δημοσίευσε ένα άρθρο στην Δημοκρατική Επιθεώρηση με τίτλο «Τουρκία: Πόσο μακριά από την Ενοποίηση;». Ξεκινώντας από το έργο των πολιτικών επιστημόνων Guillermo O'Donnell, Adam Przeworski, και Samuel Huntington, ο Ozbudun προσπάθησε να εξετάσει τις προκλήσεις για την ανάπτυξη της θεσμικής δημοκρατίας στην Τουρκία. Την εποχή που ο Ozbudun έγραφε, η Τουρκία απολάμβανε πολυκομματική πολιτική ήδη από το 1946 και είχε διεξαγάγει 12 συνεχόμενες ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, και οι Τούρκοι είχαν εσωτερικεύσει τα δημοκρατικά πρότυπα. Αλλά η χώρα δεν μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί ως εδραιωμένη δημοκρατία, μια κατάσταση στην οποία η δημοκρατία, έχει, σύμφωνα με τα λόγια τού Przeworski, «γίνει το μόνο παιχνίδι στην πόλη, όταν κανείς δεν μπορεί να φανταστεί να ενεργεί εκτός των δημοκρατικών θεσμών, όταν όλο κι όλο που θέλουν να κάνουν οι χαμένοι είναι να προσπαθήσουν ξανά εντός των ίδιων θεσμών βάσει των οποίων έχουν χάσει». Ο Ozbudun και άλλοι αναλυτές τής εποχής εντόπισαν τέσσερα κύρια εμπόδια: τον κατακερματισμό των κομματικών πολιτικών, τον σημαίνοντα ρόλο τού στρατού, τον ισλαμισμό μαζί με την έλλειψη της σύγκλισης μεταξύ των ελίτ των ισλαμιστών πολιτικών και των κοσμικών ομολόγων τους, και τον κουρδικό εθνικισμό.
Όταν, έξι χρόνια μετά το άρθρο τού Ozbudun, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ανήλθε στην εξουσία και ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ευρείας κλίμακας πολιτικών μεταρρυθμίσεων, οι παρατηρητές έκριναν ότι υπήρχε ελπίδα ότι η Τουρκία θα ξεπεράσει τα προβλήματά της. Παρ’ όλη την αλλαγή που έχει έρθει στη χώρα την δεκαετία που μεσολάβησε - συμπεριλαμβανομένης τής διευθετήσεως του ρόλου τού στρατού, της σταθεροποίησης των κομματικών πολιτικών, και τις βελτιώσεις στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση των Κούρδων - το τουρκικό πολιτικό σύστημα παραμένει ακριβώς εκεί όπου βρισκόταν όταν ο Ozbudun έβαζε την πένα του στο χαρτί. Το πρόσφατο σκάνδαλο διαφθοράς που κατατρώει το ΑΚΡ και τον πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι απλώς η πιο σημαντική και εντυπωσιακή εκδήλωση αυτής της πραγματικότητας. Όπως και στην δεκαετία τού 1990, η μετάβαση της Τουρκίας παραμένει κολλημένη μεταξύ αυταρχικής διάλυσης και εδραίωσης της δημοκρατικής πολιτικής τάξης. Ωστόσο, αν μη τι άλλο, τα προβλήματα της Τουρκίας είναι τώρα πιο βαθιά.
Αυτή η ιστορία αρχίζει με την πρώτη θητεία τού ΑΚΡ, η οποία διήρκεσε από το 2002 έως το 2007. Εκείνες τις ημέρες, ο ρεαλισμός και η συναίνεση χαρακτήριζαν την τουρκική πολιτική. Υπήρχαν διαμάχες, φυσικά, αλλά ο Ερντογάν φαινόταν αποφασισμένος να μην κάνει τίποτα που θα μπορούσε να θυμώσει άσκοπα τους αντιπάλους του και να θέσει σε κίνδυνο το φιλόδοξο πρόγραμμά του. Τα πρώτα εξωτερικά σημάδια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά - ότι το ΑΚΡ και άλλοι προσπάθησαν και να χρησιμοποιήσουν τα θεσμικά όργανα του κράτους αλλά και να τα παρακάμψουν - ήρθαν με την συνωμοσία Εργκένεκον. Τον Ιούνιο του 2007, η αστυνομία τής Κωνσταντινούπολης αποκάλυψε μια υποτιθέμενη συνωμοσία μεταξύ αξιωματικών τού στρατού, μυστικών πρακτόρων, καθώς και στοιχείων τού οργανωμένου εγκλήματος με σκοπό την ανατροπή τής κυβέρνησης. Η διερεύνηση έφερε ανακούφιση και μια κάποια ευθυμία σε πολλούς Τούρκους, οι οποίοι από καιρό ζούσαν με το φόβο αυτού που συνήθως αναφέρεται ως «βαθύ κράτος».
Μετά την υπόθεση Εργκένεκον ήρθε η έρευνα για την υπόθεση Βαριοπούλα το 2010, η οποία ενέπλεξε μεγάλο αριθμό ανώτατων στρατιωτικών διοικητών σε μια άλλη υποτιθέμενη προσπάθεια να ρίξουν την κυβέρνηση. Δεδομένης της ιστορίας των πραξικοπημάτων στην Τουρκία - υπήρχαν τέσσερις τέτοιες στρατιωτικές επεμβάσεις μεταξύ 1960 και 1997 – οι προβληθέντες ισχυρισμοί φαίνονταν απολύτως εύλογοι. Και, πάλι, υπήρχε λόγος ώστε η τουρκική κοινή γνώμη να αισθανθεί άνετα με τις έρευνες. Με τον καιρό, όμως, ήρθε στο φως ότι σημαντικά τμήματα των στοιχείων και στις δύο περιπτώσεις ήταν σαθρά ή ακόμα και κατασκευασμένα. Η Εργκένεκον, ειδικότερα, έγινε μια συνωμοσία μέσα σε μια συνωμοσία, που χρησιμοποιείται για να κυνηγήσει τόσο τους ανθρώπους που θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν σχεδιάσει την ανατροπή τής εκλεγμένης κυβέρνησης όσο και τους ειλικρινείς, αλλά κατά τα άλλα ειρηνικούς επικριτές τού ΑΚΡ. Επίσης, στόχος ήταν κι εκείνοι που επέκριναν τους συμμάχους τού κόμματος εκείνη την εποχή, τους οπαδούς τού Fethullah Gulen – ενός Τούρκου κληρικού σε αυτοεξορία στις Ηνωμένες Πολιτείες, του οποίου οι οπαδοί πιστεύεται ότι εκπροσωπούνται σε μεγάλο βαθμό στην τουρκική γραφειοκρατία, ιδιαίτερα μεταξύ τής αστυνομίας και των εισαγγελέων.
Τίποτα από αυτά δεν παρέπεμπε στο ότι όλοι όσοι είχαν εμπλακεί στην υπόθεση Εργκένεκον και τις σχετικές έρευνες ήταν αθώοι, αλλά στον ζήλο τους να προστατεύσουν το κράτος δικαίου, ισοπεδώνοντας το ισχυρό και αρκετά συχνά κατασταλτικό κράτος εθνικής ασφάλειας τής Τουρκίας, οι εισαγγελείς έκαναν το αντίθετο. Η υπόθεσή τους δεν πληροί ακόμη τις ελάχιστες νομικές προδιαγραφές και έγινε κάτι λίγο περισσότερο από ένα κυνήγι μαγισσών. Η Τουρκία, φυσικά, δεν είναι μοναδική από την άποψη αυτή, αλλά οι υποθέσεις Εργκένεκον και Βαριοπούλα ήταν σαφώς τόσο σχετικές με την χρήση των θεσμικών οργάνων τής πολιτείας για τιμωρίες και πολιτικούς εκφοβισμούς όσο και για την αναζήτηση δικαιοσύνης απέναντι σε παρανομίες.
Κανένα επεισόδιο δεν αποκαλύπτει με μεγαλύτερη σαφήνεια την επιθυμία τής τουρκικής πολιτικής ελίτ να χειραγωγήσει πολιτικούς θεσμούς τής χώρας από το δημοψήφισμα του ΑΚΡ το 2010 για τις συνταγματικές τροποποιήσεις. Η ψηφοφορία, η οποία διαλαλείτο ως ένα ακόμη βήμα τής προσπάθειας τού ΑΚΡ να διαμορφώσει μια πιο δημοκρατική Τουρκία, περιελάμβανε περί τις 25 αλλαγές, μεταξύ των οποίων ήταν αθώες διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών, η ελευθερία τής διαμονής και της μετακίνησης, καθώς και το δικαίωμα κατάθεσης αναφοράς, της απόκτησης πληροφοριών και της εφέσεως. Στην καρδιά τού δημοψηφίσματος, όμως, ήταν μια προσπάθεια να αλλάξει την πολιτική χροιά τής δικαστικής εξουσίας η οποία είχε αποδειχθεί εχθρική προς το ΑΚΡ. Σχεδόν ακριβώς δύο χρόνια πριν, το συνταγματικό δικαστήριο τής Τουρκίας βρήκε στοιχεία που υποστήριζαν την κατηγορία ότι το AKP προσπάθησε να υπονομεύσει τον κοσμικό χαρακτήρα τής Τουρκικής Δημοκρατίας. Οι δικαστές τού Ανώτατου Δικαστηρίου τής χώρας ψήφισαν κατά μόλις μια ψήφο λιγότερη από τις επτά (εκ των 11) που απαιτούνταν για να κλείσουν το κόμμα. Αντ’ αυτού, το ανάγκασαν να καταβάλει πρόστιμο ύψους 20 εκατ. δολαρίων. Αποφασισμένος να μην επιτρέψει να έχει το ΑΚΡ την ίδια τύχη με τα αντίστοιχα προηγούμενα κόμματα, που είχαν όλα διαλυθεί είτε με πραξικόπημα είτε με δικαστική απόφαση, ο Ερντογάν έθεσε ως στόχο να αναδομήσει το δικαστικό σώμα.
Λίγοι αντικειμενικοί παρατηρητές τής τουρκικής πολιτικής θα υποστήριζαν ότι το δικαστικό σύστημα της Τουρκίας δεν έχει ανάγκη μεταρρύθμισης. Τα δικαστήρια δεν πληρούν τα διεθνή πρότυπα, και ο Κεμαλισμός - μια κοσμοθεωρία που σχετίζεται με τον ιδρυτή τής τουρκικής δημοκρατίας, Ατατούρκ, και που είναι εμμέσως εχθρική προς τον πλουραλισμό και την συμμετοχικότητα - τείνει να κυριαρχήσει μέσα στις τάξεις των δικαστών. Οι προτεινόμενες συνταγματικές τροποποιήσεις τού Ερντογάν για την αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος έκαναν ελάχιστα για να επιλύσουν αυτά τα προβλήματα. Αντίθετα, έδωσαν στην κυβέρνηση μεγαλύτερη ευχέρεια να διορίζει νέους δικαστές και να συμπληρώνει κενές δικαστικές θέσεις με δικαστές των οποίων οι απόψεις συμπίπτουν με τις αντίστοιχες του ΑΚΡ. Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια σύνθεση δικαστηρίου συχνά είναι ένα από τα λάφυρα που πηγαίνουν στους νικητές των εκλογών. Η πρακτική αυτή έχει κάποια ιστορία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο πρόεδρος Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ προσπάθησε να στήσει το Ανώτατο Δικαστήριο, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα του New Deal του. Ωστόσο, οι περιπτώσεις τής Τουρκίας και των ΗΠΑ είναι συγκρίσιμες μόνο αφηρημένα. Η ελάχιστα συγκεκαλυμμένη προσπάθεια του πρωθυπουργού Ερντογάν να χρησιμοποιήσει τα δικαστήρια για να ενδυναμώσει το ΑΚΡ δύσκολα αποτελεί το ισοδύναμο της προσπάθειας του Ρούσβελτ να αντιμετωπίσει τη μαζική κοινωνική αποδιάρθρωση της Μεγάλης Ύφεσης.
Πέρα από το στήσιμο των δικαστηρίων, ο Ερντογάν επεδίωξε να αξιοποιήσει για τα δικά του πολιτικά συμφέροντα την μεγάλη ανάγκη τής Τουρκίας για ένα νέο σύνταγμα. Το σύνταγμα του 1982, το οποίο συντάχθηκε κατόπιν εντολής τής στρατιωτικής χούντας που ανέλαβε την χώρα το 1980, δεν είναι δημοκρατικό - παρά τις πολλές τροποποιήσεις του . Οι Τούρκοι έχουν από καιρό καταλάβει ότι η χώρα χρειάζεται ένα πολιτικό σύνταγμα προσανατολισμένο περισσότερο προς την διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών αντί στην προστασία τού κράτους από τους πολίτες. Τον Οκτώβριο του 2011, ο Ερντογάν ανακοίνωσε με μεγάλες φανφάρες ότι η Τουρκία θα αποκτήσει αυτό το νέο σύνταγμα εντός ενός έτους. Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, το χρονοδιάγραμμα των 12 μηνών αποδείχθηκε ότι ήταν υπερβολικά φιλόδοξο. Η σύνταξη ενός Συντάγματος δεν είναι ποτέ εύκολη. Αν και τα έγγραφα τελικά αντικατοπτρίζουν τα συμφέροντα εκείνων που βρίσκονται στην εξουσία, αποτελούν επίσης το προϊόν έντονου πολιτικού αγώνα και συμβιβασμών. Η Τουρκία δεν διαφέρει.
Ως αποτέλεσμα αυτού που φαινόταν ότι θα είναι μια μακρά καθυστέρηση, την άνοιξη του 2013, ο Ερντογάν διακίνησε την ιδέα να παρακαμφθεί η επιτροπή που είχε χρεωθεί με την σύνταξη του συντάγματος και να απευθύνει την εκδοχή τού ΑΚΡ απευθείας στον λαό με δημοψήφισμα. Ο Τούρκος ηγέτης, ο οποίος σύμφωνα με το καταστατικό τού ΑΚΡ δεν μπορεί να υπηρετήσει ακόμα μια θητεία στην σημερινή θέση του ως πρωθυπουργός, είχε υστεροβουλία. Επεδίωξε ένα σύνταγμα που αύξανε την δύναμη της απολιτικής προεδρίας τής Τουρκίας, έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά την χώρα από αυτόν τον ρόλο. Μετά τις διαδηλώσεις τής άνοιξης, οι οποίες κατέστησαν σαφές ότι, με δεδομένη την βαθιά δημόσια οργή κατά του Ερντογάν, μια εκτελεστική προεδρία θα ήταν πάρα πολύ μεγάλο βάρος για το τουρκικό πολιτικό σύστημα, το ΑΚΡ άφησε ολόκληρη την επιχείρηση για το σύνταγμα να σβήσει. Αυτή η σπάνια ήττα έφερε έντονη ανακούφιση εξαιτίας τού γεγονότος ότι το ΑΚΡ είχε πρόθεση να συντάξει ένα σύνταγμα για τον Ερντογάν και όχι για την Τουρκία.
Αν η υπόθεση Εργκένεκον, το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου τού 2010 και το (πλέον, αποτυχημένο) τέχνασμα για το σύνταγμα καταδεικνύουν το πώς οι πολιτικοί ηγέτες τής Τουρκίας προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς για τα δικά τους μη δημοκρατικά συμφέροντα, το θεαματικό σκάνδαλο διαφθοράς που συνταράσσει την χώρα αναδεικνύει την βούληση των παικτών να πάνε πέρα από τα όρια των δημοκρατικών θεσμών για να επιτύχουν τους στόχους τους. Αντιμέτωποι με αυξανόμενες κατηγορίες διαφθοράς, ο πρωθυπουργός και το κόμμα του είναι έτοιμοι να παρέμβουν στην έρευνα. Μέσα σε μια εβδομάδα από τις αρχικές επιδρομές τής αστυνομίας σε υψηλού προφίλ και διασυνδεδεμένους με το ΑΚΡ επιχειρηματίες, πολιτικούς, και συγγενείς τους, ο Ερντογάν απέλυσε πάνω από 50 διοικητές τής αστυνομίας και ντετέκτιβς, αποκάλεσε την έρευνα «βρώμικη επιχείρηση», και - ακριβώς όπως έκανε και κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων στο πάρκο Gezi την άνοιξη του 2013 - κατηγόρησε για τις ταραχές τους ξένους που ζηλεύουν την επιτυχία τής Τουρκίας. Υπήρξαν επίσης ενδείξεις ότι ο Ερντογάν και το AKP θα ήταν πρόθυμοι να έρθουν σε μια διευθέτηση με τον στρατό, αν τους έδινε ένα πλεονέκτημα έναντι των κοινών πλέον αντιπάλων τους στο κίνημα Γκιουλέν, το οποίο είναι ευρέως ύποπτο ως υπεύθυνο για το ξέσπασμα τού σκανδάλου διαφθοράς.
Με μια κίνηση, ο Ερντογάν πολιτικοποίησε την έρευνα, υπονόμευσε τις συνταγματικές εξουσίες των αστυνομικών και των εισαγγελέων, και εξασφάλισε ότι ο εκλογικός του πυρήνας ποτέ δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα της έρευνας, εξαιτίας της επιφυλακτικότητάς του σχετικά με ενδεχόμενη ανάμιξη ξένων. Επιπλέον, με το να διακινεί την ιδέα τής απελευθέρωσης αξιωματικών τού στρατού υπό το πρόσχημα εισαγγελικών (δηλαδή, οπαδών τού Gulen) παραπτωμάτων, ο Ερντογάν αναβίωσε την προοπτική ότι ο τουρκικός στρατός θα μπορούσε και πάλι να διαδραματίσει έναν ρόλο στην πολιτική, αυτή την φορά σε συνεργασία με το AKP. Αυτό θα παραβίαζε τόσο ένα σύνολο κανόνων όσο και επίσημους θεσμούς που ασχολούνται με την κατάλληλη θέση τού στρατού σε μια δημοκρατία που ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του στο εσωτερικό τού κόμματος έχουν εργαστεί σκληρά για να ενσωματώσουν στο τουρκικό πολιτικό σύστημα κατά την τελευταία δεκαετία. Τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία για τον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των κομμάτων, των οποίων η αφοσίωση στην δημοκρατική αλλαγή εκτείνεται μόνο στο μέτρο που προωθεί τα συμφέροντά τους. Αντιμέτωποι με την πιο σοβαρή πολιτική απειλή στην εποχή τού ΑΚΡ, οι ηγέτες τού κόμματος επιδεικνύουν πλήρη περιφρόνηση του κράτους δικαίου και των υφιστάμενων δημοκρατικών θεσμών τής Τουρκίας.
Μεγάλο μέρος των ανταποκρίσεων και των σχολίων σχετικά με το σκάνδαλο έχει περιγράψει τους οπαδούς τού Fethullah Gulen μέσα στην αστυνομία και στις εισαγγελικές Αρχές ως «λευκούς ιππότες». Αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί πολύ μεγάλη έκπληξη δεδομένης της αδίστακτης προσέγγισης του AKP στην πολιτική, αλλά οι οπαδοί τού Gulen δεν είναι υπεράνω κριτικής. Και αυτοί έχουν καταφύγει σε μη-δημοκρατικά μέτρα για να προσποριστούν πολιτικό όφελος. Μεγάλο μέρος τής παράνοιας που κατέλαβε την Τουρκία χονδρικά μεταξύ τού 2007 και του 2010 στην κορύφωση των ερευνών για τις υποθέσεις Εργκένεκον και Βαριοπούλα ήταν έργο - όπως πολλοί υποπτεύονταν εκείνη την εποχή και όπως φαίνεται να επιβεβαιώνει το σημερινό σκάνδαλο διαφθοράς - των οπαδών τού Gulen εντός τής αστυνομίας και της εισαγγελείας οι οποίοι κατασκόπευαν ανθρώπους που θεωρούνται αντίπαλοι του κινήματός τους. Διάφορες καταγραφές που έχουν έρθει στο φως στο πλαίσιο της έρευνας για δωροληψίες και διαφθορά και ενοχοποιούν το ΑΚΡ, απλώς ενισχύουν την ιδέα ότι, αν και οι οπαδοί τού Γκιουλέν μπορούν να καταθέσουν αξιόπιστους ισχυρισμούς για την προάσπιση του νόμου, κι αυτοί - όπως μια μυθιστορηματική οικογένεια του εγκλήματος - έχουν αναζητήσει την ασφάλεια απέναντι στους για κάποιο χρονικό διάστημα συμμάχους τους. Μπορεί κάλλιστα να ισχύει ότι τα εν λόγω πρόσωπα του ΑΚΡ και οι συνεργάτες τους είναι ένοχοι για τα αδικήματα για τα οποία έχουν κατηγορηθεί, αλλά αυτό δεν μειώνει το γεγονός ότι οι Γκιουλενιστές έχουν προχωρήσει πολύ πέρα από τα όρια του νόμου. Γενικότερα, η συμπεριφορά τους δεν είναι πολύ διαφορετική από του ΑΚΡ.
Παρατηρητές τής τουρκικής πολιτικής σκηνής έφτασαν να θλίβονται για την ανελεύθερη στροφή στα πολιτικά τής Τουρκίας τα τελευταία χρόνια, αλλά το σημερινό σκάνδαλο φωτίζει έναν άλλο τρόπο θεώρησης της δεκαετίας τού ΑΚΡ. Υπήρξαν, χωρίς αμφιβολία, σημαντικές αλλαγές στην τουρκική πολιτική, και ειδικότερα η συμμετοχή νέων και διαφορετικών ομάδων. Την ίδια στιγμή, είναι δίκαιο να πούμε ότι είναι ακόμα πολύ μακριά - όσο ήταν την δεκαετία τού 1990 - από τη δημοκρατία.
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69642/steven-a-cook/i-apatili-toyrkiki-dimokratia?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου