Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Τραπεζικές κρίσεις και πολιτική επιβίωση

Οι οικονομικές συνέπειες των χρηματοοικονομικών κρίσεων έχουν διερευνηθεί συστηματικά. Δεν ισχύει το ίδιο για τις πολιτικές τους συνέπειες. Το άρθρο αυτό υποστηρίζει ότι εάν δεν δοθεί προσοχή στις πολιτικές συνέπειες, οι κρίσεις θα παραμείνουν ελάχιστα κατανοητές. Εξάλλου, η πολιτική είναι αυτή που διαμορφώνει τις επιλογές τακτικής, την ψυχολογία της αγοράς και τελικά, τα αποτελέσματα στην οικονομία. Τα στοιχεία από τα αποτελέσματα των τραπεζικών κρίσεων στον τελευταίο αιώνα αποδεικνύουν ότι οι κρίσεις έχουν μια δραματική επίδραση στις προοπτικές επιβίωσης των κυβερνήσεων.
Το κίνημα των κρίσεων τραπεζικού και κρατικού χρέους που ξεκίνησε το 2007 έχει ισχυρές και συνεχείς οικονομικές συνέπειες (ΔΝΤ 2013a, 2013b). Οι οικονομολόγοι έχουν χρησιμοποιήσει μακροπρόθεσμα ιστορικά δεδομένα για να ερευνήσουν τις συνθήκες που θα επικρατούν μετά από τις οικονομικές κρίσεις, αλλά μας λείπει κάποια ισοδύναμη πανοραμική ανάλυση της επίδρασης των κρίσεων στην πολιτική. Αυτό είναι ένα σημαντικό κενό, διότι αυτές οι πολιτικές συνέπειες, ιδίως οι προοπτικές επιβίωσης των κυρίαρχων κυβερνήσεων, μπορούν να διαμορφώσουν τις κυβερνητικές επιλογές μετά από την κρίση, το κλίμα της αγοράς και επομένως και τα οικονομικά αποτελέσματα. Ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες έχουν αντιδράσει στις κρίσεις έχει αλλάξει σημαντικά στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, με τις συνεχιζόμενες συνέπειες για το πώς οι κυβερνήσεις έχουν απαντήσει στις κρίσεις. Αυτό έχει βοηθήσει στην προώθηση των πολιτικό-οικονομικών κύκλων της οικονομικής σταθερότητας και στην ανανέωση της αστάθειας.

Συνέπειες των οικονομικών κρίσεων; Αναλύστε τις πολιτικές επιπτώσεις

Οι περισσότερες οικονομικές αναλύσεις έχουν επικεντρωθεί στον αντίκτυπο των κρίσεων στα οικονομικά μεγέθη όπως ανάπτυξη, απασχόληση και ανισότητα (π.χ. Koo 2009, Reinhart & Rogoff 2009, Perri & Steinberg 2012, Kose, Loungani and Terrone 2013). Αλλά οι πρόσφατες οικονομικές κρίσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είχαν επίσης σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις, επηρεάζοντας με τη σειρά τους τις επιλογές τακτικής των κυβερνήσεων, τις αντιδράσεις της αγοράς και ως εκ τούτου τα οικονομικά αποτελέσματα. Το υφιστάμενο έργο των πολιτικών επιστημόνων σε αυτό τον τομέα παραμένει ανομοιογενές: ποιοτικές έρευνες έχουν επικεντρωθεί σε συγκεκριμένες περιόδους, χώρες και τομείς (π. χ. Barreyre 2011, Eichengreen 1992, Frieden 1987, Gourevitch 1986, Haggard 2000, Maclntyre 2002, Maclntyre, Pempel and Ravenhill 2008, Simmons 1994), όπου οι στατιστικές αναλύσεις έχουν χρησιμοποιήσει σχετικά στενά και πρόσφατα δεδομένα. Μια πληρέστερη κατανόηση των επιδράσεων των κρίσεων επομένως, απαιτεί περισσότερη συστηματική ανάλυση των πολιτικών τους αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης μιας πιο ολοκληρωμένης ανάλυσης για το πώς διαφέρει αυτό ανάλογα με το χρόνο και το χώρο, καθώς και μέσω διαφόρων θεσμικών τύπων.

Οικονομικές κρίσεις ως άσχημες ειδήσεις για τους κατεστημένους πολιτικούς φορείς

Η πολιτική επιστημονική βιβλιογραφία σχετικά με την «οικονομική ψηφοφορία» είναι χωρισμένη σε ερωτήματα για την έκταση της λογικής του ψηφοφόρου και εάν οι ψηφοφόροι έχουν αναδρομική ή μελλοντική προοπτική. Αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν ότι οι οικονομικές κρίσεις είναι ασυνήθιστα κακές οικονομικές ειδήσεις για τους κατεστημένους πολιτικούς φορείς. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η τάση των πολιτών να τιμωρούν κυβερνήσεις θα εξαρτηθεί επίσης από το εάν μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν ποιος είναι υπεύθυνος: όσο μεγαλύτερη είναι η «σαφήνεια της πολιτικής ευθύνης, τόσο μεγαλύτερη και η τάση για τιμωρία. Επομένως, περισσότερο εξατομικευμένα πολιτικά συστήματα, θεωρούνται πιο ευάλωτα στην τιμωρία από ό,τι τα κοινοβουλευτικά συστήματα, ιδιαίτερα όταν η εξουσία μοιράζεται στο τελευταίο μεταξύ διαφόρων μερών σε ένα συνασπισμό. Αυτό θα πρέπει να ισχύει ιδιαίτερα έντονα στις δημοκρατίες, όπου η ευκολία αντικατάστασης ενός ηγέτη είναι μεγαλύτερη από ό,τι σε αυταρχικά καθεστώτα. Ωστόσο, η οικονομική διαφάνεια μπορεί να θολώσει την ευθύνη, επιτρέποντας τις κυβερνήσεις να εκτρέψουν το φταίξιμο για την αστάθεια σε εξωτερικούς παράγοντες.

Παίρνοντας στα σοβαρά το χρόνο και την αλλαγή των κοινωνικών προσδοκιών

Αυτές οι σταθερές προτάσεις της πολιτικής επιστήμης είναι μορφές  συγκριτικής στατιστικής, αλλά θεωρούμε ότι η τάση των πολιτών να τιμωρεί πολιτικά κατεστημένα θα μπορούσε επίσης να διαφέρει σημαντικά με την πάροδο του χρόνου, ως απάντηση στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, οικονομική γνώση και τις προσδοκίες της πολιτικής. Η έρευνά μας αποδεικνύει πώς η πολιτική επίδραση των τραπεζικών κρίσεων για την πολιτική αλλαγή έχει αλλάξει δραματικά τον τελευταίο αιώνα εξαιτίας της εμφάνισης των «μεγάλων προσδοκιών» εκ μέρους των σύγχρονων πολιτών. Πριν από τα μισά του 20ου αιώνα, αν και οι ομάδες συμφερόντων μερικές φορές κινήθηκαν αντίστοιχα με τις γραμμές διανομής σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής, οι πολίτες δεν είχαν γενικώς σαφείς και ισχυρές προσδοκίες ότι οι κυβερνήσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για τη μακροοικονομική σταθεροποίηση, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης μεγάλων οικονομικών κρίσεων και αμβλύνοντας τις γενικότερες συνέπειές τους. Καθώς η οικονομική γνώση αυξήθηκε σημαντικά στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και καθώς τα πολιτικά κόμματα όλο και περισσότερο συναγωνίζονταν σε σχέση με την ικανότητά τους να διαχειριστούν την οικονομία στον απόηχο της Μεγάλης Ύφεσης και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι προσδοκίες των πολιτών για τις ευθύνες της κυβερνητικής πολιτικής έγιναν πολύ πιο εκτεταμένες.

Εξετάζουμε πώς αυτό είχε σημαντικές συνέπειες για την πολιτική οικονομία των οικονομικών κρίσεων και για τις τακτικές απάντησης. Μια από τις επιπτώσεις είναι αυτό που λέμε «a rising bar» υπόθεση: καθώς οι προσδοκίες των πολιτών για τις ευθύνες σταθερότητας της κυβέρνησης αυξάνονται, οι κρίσεις θα έχουν μια μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στις προοπτικές επιβίωσης του κατεστημένου μετά από την περίοδο του μεσοπολέμου. Μια δεύτερη συνέπεια είναι ότι «η σαφήνεια της επίδρασης της ευθύνης» που αναφέρθηκε παραπάνω θα εξαρτηθεί από την εμφάνιση μεγάλων κοινωνικών προσδοκιών, έτσι ώστε οι κρίσεις να έχουν μια μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στις προοπτικές επιβίωσης του κατεστημένου στις δημοκρατίες μετά από την περίοδο του μεσοπολέμου. Μια τρίτη επίπτωση είναι ότι οι πιο ενημερωμένοι πολίτες θα γίνουν ολοένα και πιο προσεκτικοί όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των τακτικών απάντησης που δίνουν οι κατεστημένες κυβερνήσεις στις κρίσεις. Που είναι, ότι γίνονται περισσότερο αναμενόμενες με την πάροδο του χρόνου καθώς και περισσότερο απαιτητικές από τις κυβερνήσεις. Έτσι, οι πολίτες θα πρέπει να καταστήσουν πιο πιθανή την τιμωρία των κατεστημένων στα πολιτικά συστήματα που υπόκεινται σε αδιέξοδο λόγω της παρουσίας σημαντικού αριθμού κομματικών παικτών βέτο.

Νέα πανοραμικά δεδομένα

Για να δοκιμάσουμε αυτές τις προτάσεις, χρησιμοποιούμε ένα νέο σύνολο δεδομένων για 20 αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ακολουθούμε τους Reinhart και Rogoff (2009) στον προσδιορισμό και το χρονοδιάγραμμα των τραπεζικών κρίσεων. Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές ανατροπές, βασιζόμαστε σε μια έρευνα των Crespo-Tenorio, Jenses και Rosas (2012), για να κατασκευάσουμε ένα ετήσιο δείκτη «incumbent partisan spells» (εναλλαγές κυρίαρχων κομμάτων στην εξουσία), βασισμένο στην κομματική προέλευση και στο που υπάγεται η κάθε κυβέρνηση. Αυτός ο δείκτης, ο οποίος λαμβάνει υπόψη διαφορές εντός και μεταξύ δημοκρατικών και απολυταρχικών καθεστώτων, καταγράφει πότε τα κυρίαρχα κυβερνητικά κόμματα, όχι μεμονωμένοι ηγέτες, χάνουν την εξουσία. Μας επιτρέπει να συγκρίνουμε αποτελέσματα σε συστήματα με διαφορετικά θεσμικά χαρακτηριστικά, όπως η έννοια των ορίων και οι σταθεροί έναντι των ενδογενών εκλογικών κύκλων. Το σύνολο των δεδομένων περιλαμβάνει 428 partisan spells, από τα οποία τα 81 βίωσαν μια τραπεζική κρίση (18,9%).

Ο Πίνακας 1 συνοψίζει τα ευρήματά μας. Τα αποτελέσματα στην πρώτη σειρά του πίνακα υποδεικνύουν το ρίσκο της αναταραχής, δεδομένης μόνο μιας τραπεζικής κρίσης. Τα αποτελέσματα πού παρέχονται στις σειρές 2-8 είναι εκτιμήσεις του ρίσκου τερματισμού μιας κυρίαρχης κυβέρνησης δεδομένης μιας τραπεζικής κρίσης υπό μία ποικιλία διαφορετικών θεσμικών και οικονομικών συνθηκών. Για να ελέγξουμε το πείραμά μας, ότι υπάρχει ένα όριο επίδρασης μετά από τη Μεγάλη Ύφεση, χωρίζουμε τα δεδομένα σε δύο περιόδους, την πρώτη 1831-1945 και την 1946-2010, και τα εκτιμώμενα ποσοστά ρίσκου και για τις δύο περιόδους χρησιμοποιώντας survival analysis. Όταν η αναλογία ρίσκου είναι μεγαλύτερη του ενός, υποδηλώνει ότι το κυρίαρχο πολιτικό κόμμα αντιμετωπίζει μεγαλύτερο ρίσκο να απολέσει τη λαϊκή εντολή. Τιμές μικρότερες του ενός υποδηλώνουν το αντίστροφο. Τιμή ίση με τη μονάδα υποδεικνύει καμία αντίδραση. Τα κενά εμπιστοσύνης είναι σε παρενθέσεις.
Τα κελιά για την πρώτη σειρά αναφέρει την αναλογία κινδύνου για την παρουσία και την απουσία μιας τραπεζικής κρίσης και μόνο. Όλα τα άλλα κελιά αναφέρουν τις αναλογίες κινδύνου που συγκρίνουν μια κυβέρνηση που αντιμετωπίζει μια τραπεζική κρίση και χαμηλές τιμές των μεταβλητών. «Υψηλές» τιμές για το Westminster και τα συναινετικά κοινοβουλευτικά συστήματα αντιστοιχούν στην παρουσία, ενώ «χαμηλές» τιμές αντιστοιχούν στην απουσία. «Υψηλές» και «χαμηλές» τιμές για όλες τις άλλες μεταβλητές αντιστοιχούν σε σε μια τυπική απόκλιση πάνω και κάτω από τη μέση αντίστοιχα. Δεν παρέχονται εκτιμήσεις για εκτελεστικές δημοκρατίες στην προηγούμενη περίοδο, εξαιτίας ανεπαρκών στοιχείων.

Τα στοιχεία παρέχουν ισχυρή στήριξη στο επιχείρημά μας ότι υπάρχει μια ισχυρή επίδραση. Πριν από το 1946, οι τραπεζικές κρίσεις δεν αυξάνουν το ρίσκο του τερματισμού του partisan spell. Όλα αλλάζουν μετά από το 1945 ωστόσο, όταν οι τραπεζικές κρίσεις αυξάνουν απότομα και σημαντικά, το ρίσκο της απώλειας της εξουσίας από την κυβέρνηση, για όλες τις χώρες. Επιπλέον, είναι οι εκτελεστικές δημοκρατίες όπου η επίδραση είναι πιο σημαντική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ρίσκο του να χαθεί η εξουσία εξαιτίας μιας τραπεζικής κρίσης, είναι περίπου τρεις φορές περισσότερο στις μη εκτελεστικές δημοκρατίες. Αλλά οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι μετά από το 1945 σε περιπτώσεις όπου υπάρχει υψηλός βαθμός διάχυσης της πολιτικής εξουσίας: οι κυβερνήσεις σε χώρες με σχετικά υψηλούς αριθμούς παικτών με δικαίωμα βέτο, υφίστανται κινδύνους για την απώλεια της εξουσίας εξαιτίας μιας τραπεζικής κρίσης, περίπου έξι φορές περισσότερο από ό,τι σε χώρες όπου η πολιτική εξουσία είναι πιο συγκεντρωτική. Τα αποτελέσματά μας επίσης υποδηλώνουν ότι οι πολίτες γενικώς δεν συγχωρούν τις κατεστημένες κυβερνήσεις σε ανοιχτές οικονομίες.
Επιπτώσεις

Οι ιστορία και πολιτική έχουν σημασία. Οι πολίτες έχουν γίνει πολύ απαιτητικοί από τις κυβερνήσεις και πιο μελλοντικά προσανατολισμένοι από το 1945. Οι κυβερνήσεις που θεωρούνται ως ανίκανες να απαντήσουν αποτεεσματικά στην άμβλυνση των συνεπειών των κρίσεων για τα εισοδήματα, την απασχόληση και τον πλούτο, είναι μακρά οι πιο πιθανές να υποστούν πολιτική τιμωρία.

Ένας αριθμός παραδόξων προκύπτει από την ανάλυσή μας:

Πρώτον, η αύξηση των κοινωνικών προσδοκιών όσον αφορά την πρόληψη και τον μετριασμό της κρίσης, έχει ματαιώσει και με το παραπάνω τα πολιτικά οφέλη που προκύπτουν από τις κατεστημένες κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να είχαν ακολουθήσει μετά από τη διάχυση των βελτιωμένων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών τεχνικών πολιτικής σταθεροποίησης.
Δεύτερον, καθώς οι προσδοκίες για την άμβλυνση μετά από την κρίση, έχουν μεταδοθεί και παγιωθεί, οι κυβερνήσεις που θεωρούνται ανίκανες να απαντήσουν αποτελεσματικά, είναι πιθανό να υποστούν εξαιρετικά επίπεδα τιμωρίας.

Τρίτον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κυβερνήσεις έχουν ανταποκριθεί σε αυτούς τους περιορισμούς προσπαθώντας να ρίξουν το φταίξιμο σε άλλους, μέσω της προσπάθειας για αναμόρφωση του θεσμικού περιβάλλοντος και του περιβάλλοντος τακτικής με την οποία κυβερνούν, και προσπαθώντας να μειώσουν τις προσδοκίες της κοινωνίας σχετικά με τις δυνατότητες της κυβερνητικής πολιτικής σταθεροποίησης.

Αλλά τα στοιχεία εμφανίζουν ότι οι μεγάλες προσδοκίες εξακολουθούν να υπάρχουν ανεξαρτήτως των περιορισμών της επίσης πολιτικής ή των προσπαθειών για μετατόπιση ευθυνών.

Τέλος, μπορεί οι μεγάλες προσδοκίες από μόνες τους να είναι αποσταθεροποιητικές;
Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν μια κοινωνικό-πολιτική προέλευση για τους κύκλους Minskian: η κοινωνία αναμένει πολιτικές άμβλυνσης της κρίσης, οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν με αυξημένο κόστος και με αυξημένες συνέπειες αναδιανομής, και αυτές οι παρεμβάσεις με τη σειρά τους παράγουν ηθικό κίνδυνο και μπορεί να μειώσουν την μακροπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.Των Jeffrey Chwieroth και Andrew Walter

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου