Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί η Κίνα πρέπει να αναμορφώσει το κράτος

Στις αρχές Νοεμβρίου, καθώς το Πεκίνο προετοιμαζόταν για την Τρίτη Ολομέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος, την υψηλού επιπέδου διάσκεψη που θα αποφασίσει τις σημαντικές πολιτικές για την επόμενη δεκαετία, ο πρόεδρος Xi Jinping φάνηκε να αυξάνει σκόπιμα τις προσδοκίες για σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μίλησε για «ολοκληρωμένο» σχέδιο μεταρρυθμίσεων και επικαλέστηκε τον Deng Xiaoping, τον άνθρωπο που άλλαξε την ιστορία με την αναδόμηση της οικονομίας και της πολιτική τής Κίνας σε μια προηγούμενη Τρίτη Ολομέλεια, το 1978.
Πίσω από τις κόκκινες σημαίες στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο, η Μεγάλη Αίθουσα του Λαού, όπου πραγματοποιήθηκε η Ολομέλεια του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. (Kim Kyung-Hoon / Reuters)

Ωστόσο, μόλις ολοκληρώθηκε η Ολομέλεια και το κόμμα κυκλοφόρησε το αρχικό ανακοινωθέν της, οι παρατηρητές κατέκριναν την συνάντηση ως μια αποτυχία [1]. Οι αγορές υποχώρησαν. Ο δείκτης Hang Seng στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ υποχώρησε 1,9%, στο χαμηλότερο επίπεδο σε διάστημα δέκα εβδομάδων. Ο δείκτης Shanghai Composite έχασε 1,8%. Πολλοί σχολιαστές υποστήριξαν ότι οι ηγέτες τής Κίνας, αντιμέτωποι με την πρώτη μεγάλη δοκιμασία τους, ήταν απρόθυμοι - ή αλλιώς πάρα πολύ δειλοί - να προχωρήσουν στις σαρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί ο Xi.
Στη συνέχεια, όμως η ετυμηγορία απότομα μετατοπίστηκε με την δημοσιοποίηση ενός εγγράφου με 60 αποφάσεις, το οποίο παρουσίαζε μια σαρωτική ατζέντα οικονομικών μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνει νέες δεσμεύσεις για την χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση, την επιδιόρθωση στο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας της Κίνας, νέα μέτρα προστασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τής αγοράς. Στην Ασία, οι αγορές εκτοξεύθηκαν προς τα πάνω.

Διάφοροι παράγοντες εξηγούν αυτή την γρήγορη ταλάντευση από την απαισιοδοξία στην ευφορία, εις εκ των οποίων είναι ο ασταθής συνδυασμός των υψηλών προσδοκιών για την Κίνα (ως την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου) και του βαθέος κυνισμού σχετικά με τις προθέσεις της κινεζικής ηγεσίας και την πολιτική της βούληση να ξεπεράσει κατεστημένα συμφέροντα που αντιτίθενται στην μεταρρύθμιση. Πολλοί περιμένουν από το Πεκίνο να αλλάξει το επενδυτικό αναπτυξιακό μοντέλο του σε ένα άλλο που να βασίζεται στην κατανάλωση και την καινοτομία. Και πολλοί θα συνεχίσουν, ως εκ τούτου, να βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Ολομέλειας - τόσο τις υποσχέσεις όσο και τις αδυναμίες του.
Αλλά είναι πολύ σημαντικό να αξιολογήσουμε την δέσμευση της Ολομέλειας για τις μεταρρυθμίσεις απέναντι στις πραγματικότητες της πολιτικής οικονομίας τής Κίνας και τους στόχους τής ίδιας τής κινεζικής κυβέρνησης. Και, από αυτή την άποψη, η Ολομέλεια έχει αναζωογονήσει μια διαδικασία μεταρρύθμισης που, εν καιρώ, θα κάνει την κινεζική οικονομία πιο ανθεκτική, δυναμική και βιώσιμη.
ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ
Έχοντας περάσει ένας μήνας, είναι δυνατόν να γίνει κανείς πιο στοχαστικός για την Ολομέλεια, τι έκανε και τι δεν μπόρεσε να επιτύχει.
Η κύρια εννοιολογική συμβολή τής συνάντησης ήταν να αντικατασταθεί η λέξη «βασική» με την λέξη «αποφασιστική» στην 60-σημείων «Απόφαση επί Σημαντικών Θεμάτων που Αφορούν την Διεξοδική Εμβάθυνση των Μεταρρυθμίσεων [2]» για να περιγράψει τον ρόλο τής αγοράς στην κατανομή των πόρων. Με αυτή την αλλαγή, είναι πλέον σαφές ότι η κινεζική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να επιδιώξει και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που βασίζονται στην αγορά, περίπου όπως είχαμε προβλέψει στο Foreign Affairs πριν από μερικούς μήνες [3]. Από τη σκοπιά τού Πεκίνου, αυτό είναι μια πνευματική επανάσταση, διότι σημαίνει ότι οι Κινέζοι ηγέτες είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν στην αγορά να έχει μεγαλύτερο ρόλο σε τμήματα της οικονομίας που, μέχρι σήμερα, ως επί το πλείστον ρυθμίζονταν από το κράτος. Ένα παράδειγμα είναι η κατανομή τού κεφαλαίου, το οποίο έχει συγκεντρωθεί σε κρατικές τράπεζες ή σε κανάλια άτυπου δανεισμού. Η Ολομέλεια δεσμεύθηκε να προωθήσει τον επίσημο ρόλο των ιδιωτικών κεφαλαίων.
Παρ’ όλα αυτά, αν και αυτή η πρόοδος είναι σημαντική, θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι είναι τελεσίδικη: για να γίνει η αγορά αποφασιστικός παράγων, το κράτος πρέπει να υποχωρήσει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ζήτημα του ρόλου τού κράτους θα καθορίσει ένα μεγάλο μέρος τής μεταρρυθμιστικής πρόκλησης που βρίσκεται ενόψει. Ο πρωθυπουργός τής Κίνας, Li Keqiang, έχει κηρύξει τον πόλεμο στα ισχυρά «κατεστημένα συμφέροντα» που αντιτίθενται στις μεταρρυθμίσεις υπέρ τής αγοράς. Αλλά, το μεγαλύτερο κατεστημένο συμφέρον στην κινεζική οικονομία είναι, στην πραγματικότητα, το ίδιο το κράτος.
Έτσι, το Πεκίνο πρέπει να αλλάξει την σχέση τού κράτους, όχι μόνο με την οικονομία αλλά και με την κινεζική κοινωνία και τους πολίτες. Με απλά λόγια, το κράτος πρέπει να κάνει την μετάβαση από μια «διοικητική» κατάσταση σε μια «κανονιστική» - με άλλα λόγια, πρέπει να γίνει περισσότερο ένας επιδιαιτητής μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων παρά ενεργός συμμετέχων σε μια οικονομία η οποία αυτοδιαιτητεύεται.
Τίποτε από αυτά δεν θα είναι εύκολο να γίνει. Ακόμα και μετά από 35 χρόνια οικονομικών μεταρρυθμίσεων, οι ιδεολόγοι παραμένουν. Ενστικτωδώς δεν εμπιστεύονται τις δυνάμεις τής αγοράς και εξακολουθούν να προτιμούν να χειρίζεται και να ελέγχει την αγορά η κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα της Ολομέλειας υποδηλώνει ότι το κράτος πρέπει να παραιτηθεί από τέτοιους ρόλους αν πρόκειται να ισχύσουν πολλές από τις μεταρρυθμίσεις.
Πάρτε τις τιμές - ένα θεμελιώδες σημάδι στην αγορά για την σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Στην Κίνα, τρεις σημαντικές τιμές ελέγχονται από το κράτος ή έχουν υπήρξαν αντικείμενο συχνών παρεμβάσεων από Κινέζους γραφειοκράτες: η συναλλαγματική ισοτιμία (η τιμή τού κινεζικού γουάν σε σχέση με άλλα νομίσματα), το επιτόκιο (με απλούστερα λόγια, η τιμή τού χρήματος) και η ενέργεια και οι τιμές των πόρων (τιμές εισροών).
Για να μειώσει μια ακριβή επιδότηση στις εξαγωγικές βιομηχανίες και να ενθαρρύνει την εγχώρια κατανάλωση, το νόμισμα της Κίνας είχε ήδη ανατιμηθεί πριν από την Ολομέλεια, και η ενδεχόμενη μετάβαση σε μια συναλλαγματική ισοτιμία καθορισμένη από την αγορά, φαίνεται σχεδόν βέβαιη με την πάροδο του χρόνου. Αλλά, τα άλλα δύο είδη τιμών - των επιτοκίων και των τιμών τής ενέργειας - εμφανίζονται επίσης έτοιμα να απελευθερωθούν περαιτέρω.
Πρώτον, η Κίνα έχει ήδη απελευθερώσει τα επιτόκια δανεισμού, αλλά είναι πιθανό τελικά να απελευθερώσει και τα επιτόκια καταθέσεων. Η κινεζική Κεντρική Τράπεζα έχει περιγράψει διάφορα στάδια, συμπεριλαμβανομένης της δοκιμής αυτών των οικονομικών πολιτικών σε πειραματική βάση στη νεοσύστατη Ελεύθερη Ζώνη Εμπορίου της Σαγκάης και της θέσπισης ασφάλειας επί των καταθέσεων [4], που θα πρέπει να οδηγήσουν σε επιτόκια βασισμένα στην αγορά στα επόμενα αρκετά χρόνια.
Δεύτερον, κατά την τελευταία δεκαετία ή περίπου τόσο, η Κίνα έχει απελευθερώσει ασυντόνιστα τις τιμές ορισμένων εισροών. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό έχει δημιουργήσει περίπλοκες και στρεβλωμένες τιμές. Για παράδειγμα, αν και η Κίνα εισάγει αργό πετρέλαιο σε τιμές τής παγκόσμιας αγοράς, η τιμή στο βενζινάδικο ελέγχεται από την κεντρική κυβέρνηση ώστε να προστατευθούν οι καταναλωτές από τον πληθωρισμό. Αυτή η πολιτική οδήγησε σε περιοδική αποθησαύριση της βενζίνης πριν από την αναμενόμενη αύξηση των τιμών και γκρίνιες από την βιομηχανία πετρελαίου για απώλειες στις επερχόμενες επενδύσεις της. Όμως, κατά την πρόσφατη Ολομέλεια, η Κίνα δεσμεύτηκε να απελευθερώσει τις τιμές των βασικών προϊόντων και των περιορισμένων πόρων που έχουν ήδη επιδοτηθεί, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, και με την πάροδο του χρόνου, ίσως ακόμη και του νερού.
Η υποβολή αυτών των τιμών στην πειθαρχία τής αγοράς θα ενθαρρύνει για περισσότερο ανταγωνισμό, θα επιτρέψει στις τράπεζες να λειτουργούν περισσότερο σαν εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς και θα δώσει κίνητρα στους παραγωγούς εντάσεως ενέργειας ώστε να γίνουν πιο αποτελεσματικοί και να επενδύουν βασισμένοι σε ένα πιο πραγματικό περιβάλλον κόστους. Η τιμολόγηση με βάση την αγορά, θα είναι ένα ισχυρό εργαλείο για την κυβέρνηση και τις επιχειρήσεις για να κατανείμουν τους πόρους τους πιο ορθολογικά και αποδοτικά και να διαχειριστούν την διαφεύγουσα κατανάλωση πόρων. Για να γίνει αυτό, όμως, το κινεζικό κράτος πρέπει επίσης να είναι έτοιμο να παραχωρήσει έναν από μακρού χρόνου πυλώνα τής εξουσίας του, να μειώσει τους ελέγχους των τιμών, και ίσως να ανεχθεί υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Κάποτε, εκατομμύρια Κινέζοι στηρίζονταν σε ένα ξεκάθαρο κοινωνικό συμβόλαιο με το Πεκίνο. Στο μεγαλύτερο μέρος τής σύγχρονης ιστορίας του, το κράτος παρείχε σχεδόν όλες τις πτυχές τής ασφάλειας της εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και της ασφάλεια συνταξιοδότησης, συνήθως μέσω κρατικών επιχειρήσεων και άλλων μονάδων εργασίας (danwei). Αυτό άλλαξε στην δεκαετία τού 1990, όταν οι κρατικές επιχειρήσεις, αντιμετωπίζοντας μια εποχή «μεταρρύθμιση ή θάνατος», αναγκάστηκαν να αλλάξουν δραματικά τις λειτουργίες τους. Έγιναν πιο εμπορικά προσανατολισμένες και, στην διαδικασία, εγκατέλειψαν πολλές από τις προνοιακές υποχρεώσεις τους.
Αλλά από τότε, το Πεκίνο έχει αποτύχει σε μεγάλο βαθμό να αντικαταστήσει το παλιό σύστημα με ένα νέο, συγκρίσιμης ποιότητας και πεδίου εφαρμογής. Οι τοπικές κυβερνήσεις, παρασυρμένες από το δέλεαρ της ανάπτυξης μέσω επενδύσεων, ξόδεψαν γενναιόδωρα για υποδομές, στέγαση, καθώς και άλλα πάγια στοιχεία ενεργητικού και όχι για υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και συνταξιοδότησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τοπικοί πολιτικοί μετατόπισαν πόρους από την κοινωνική πρόνοια σε προσοδοφόρες επιχειρήσεις όπως τα ακίνητα. Ένα μέλος τού Πολιτικού Γραφείου, ο Chen Liangyu, έφθασε να κατηγορηθεί για λαθροχειρία 4,8 δισ. δολαρίων από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης της Σαγκάης [5] για να γεμίσει τις τσέπες εργολάβων.
Η Ολομέλεια άρθρωσε σαφώς την ανάγκη επιδιόρθωσης του κινεζικού κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, εν μέρει μέσω δημοσιονομικών μεταβιβάσεων που θα επιτρέψουν στην κεντρική κυβέρνηση την τόνωση των δημόσιων δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη και τις συντάξεις. Ενθάρρυνε επίσης τον ιδιωτικό τομέα να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην παροχή αυτών των υπηρεσιών, ιδίως καθώς μια γηράσκουσα κινεζική κοινωνία απαιτεί περισσότερες παροχές. Σε μια ειρωνική μεταστροφή, οι κρατικές επιχειρήσεις πιθανότατα θα αναγκαστούν να επαναλάβουν μερικώς τον προηγούμενο ρόλο τους ως πηγές χρηματοδότησης κοινωνικών υπηρεσιών. Τα μερίσματα που καταβάλλουν στο Πεκίνο θα αυξηθούν δύο ή τρεις φορές στο 30% από το 2020, με τα πρόσθετα κεφάλαια να κατευθύνονται στην κοινωνική πρόνοια.
Αλλά, για να καλύψει τις ανάγκες τού κοινού και την αύξηση των προσδοκιών, το κράτος δεν μπορεί να αναδιατάξει απλά τους πόρους και να αναδομήσει το κοινωνικό συμβόλαιο. Θα πρέπει επίσης να ασχοληθεί με τα ζητήματα των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και της κινητικότητας. Η απόφαση της Ολομέλειας άρχισε να τα αντιμετωπίζει αυτά, δίνοντας στους πολίτες, κυρίως στους Κινέζους τής υπαίθρου, περισσότερα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Παρά το γεγονός ότι το κράτος ονομαστικά «κατέχει» όλα τα εδάφη, οι Κινέζοι πολίτες που ζουν στις πόλεις μπορούν να αγοράζουν και να πωλούν ακίνητα, και έχουν μια αγορά ενυπόθηκων δανείων για να τους βοηθήσει να το πράττουν. Αλλά οι αγρότες δεν έχουν σχεδόν κανένα δικαίωμα να πουλήσουν, να μεταβιβάσουν ή να αναπτύξουν την δική τους γη. Η Ολομέλεια δεσμεύτηκε, αν και χωρίς χρονοδιάγραμμα, να επιτρέψει την πώληση ή την μίσθωση αγροτικής γης με «ίσα δικαιώματα» και τις «ίδιες τιμές» με την κρατική γη. Το να επιτρέπεται στους αγρότες να χρησιμοποιούν την γη ως εγγύηση θα πρέπει να ακολουθήσει σύντομα. Και τούτο, με την σειρά του, θα δώσει κίνητρα στους Κινέζους αγρότες να μετακινηθούν στις πόλεις και να πάρουν θέσεις εργασίας σε πιο παραγωγικούς τομείς.
Το επόμενο λογικό βήμα θα ήταν να μειωθούν και τελικά να καταργηθούν οι έλεγχοι σχετικά με την κινητικότητα - το λεγόμενο σύστημα hukou που αρνείται σε εκατομμύρια Κινέζους την ίση πρόσβαση στις παροχές κοινωνικής πρόνοιας για λόγους «παράνομης» μετανάστευσης προς τις πόλεις. Η πολιτική αυτή, που θεσπίστηκε σε μια προηγούμενη εποχή για να αποτρέψει μια μαζική εισροή στις πόλεις, δεν έχει πια πολύ νόημα. Η Κίνα είναι πλέον ως επί το πλείστον αστική χώρα και οι λεγεώνες των μεταναστών που σκοπεύουν να παραμείνουν στις πόλεις δεν θα φύγουν μόνο και μόνο επειδή η κυβέρνηση τούς αρνείται ίσα δικαιώματα. Υπάρχει ένας υπαινιγμός αλλαγής ότι η πολιτική hukou μπορεί τώρα να καταργηθεί σε κωμοπόλεις και μικρότερες πόλεις - αλλά δεν θα γίνει ούτε γρήγορα ούτε εύκολα.
ΕΠΙΠΕΔΟ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Τελικά, η Κίνα θα πρέπει να αναδιατάξει τις βασικές λειτουργίες τού κράτους σε σχέση με την αγορά, το κοινωνικό συμβόλαιο και τον πολίτη. Αλλά, το Πεκίνο θα πρέπει επίσης να εξετάσει να ξαναφτιάξει το ίδιο το κράτος, έτσι ώστε να είναι πιο ικανό για ένα είδος διακυβέρνησης που θα επιτρέψει στην αγορά να λειτουργήσει. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να γίνει περισσότερο ένας ρυθμιστής που μοιάζει με επιδιαιτητή από όσο ένας πανταχού παρών και αυτο-ρυθμιζόμενος συμμετέχων στην οικονομία.
Η απελευθέρωση των τιμών είναι ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση, διότι θα αποδυναμώσει τις γραφειοκρατίες τις οποίες η τρέχουσα εντολή τούς επιτρέπει να χρησιμοποιούν τους ελέγχους των τιμών για να παρεμβαίνουν στην αγορά. Ένα άλλο βήμα θα ήταν να διευκολυνθεί η είσοδος στην αγορά για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες συχνά αντιμετωπίζουν μεγάλα διοικητικά εμπόδια από τις τοπικές αρχές. Ήδη, η κεντρική κυβέρνηση έχει κάνει μετριοπαθή βήματα με μεταρρυθμίσεις που θα περιορίσουν την γραφειοκρατία και εξορθολογίζει τις εγκρίσεις έργων σε τοπικό επίπεδο. Η Κίνα δεν έχει γενικώς καμία έλλειψη σε κανόνες και κανονισμούς, αλλά υπάρχουν λίγοι έλεγχοι και ισορροπίες για το κράτος. Το Πεκίνο θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στα βασικά με το να ενισχύσει τους ρυθμιστικούς θεσμούς και να αυξήσει την ικανότητα επιβολής των ρυθμίσεων.
Ωστόσο, σίγουρα πολλοί θα αναρωτιούνται πώς το κράτος μπορεί να αναδομηθεί αν οι κρατικές επιχειρήσεις παραμένουν τόσο κυρίαρχες στην οικονομία. Η απόφαση της Ολομέλειας δεν αποκάλυψε καμία πρόθεση είτε να συρρικνωθούν είτε να ιδιωτικοποιηθούν οι πιο σημαντικές κρατικές επιχειρήσεις, αλλά αυτές οι προσδοκίες ήταν εξ αρχής μη ρεαλιστικές. Το γεγονός είναι ότι οι μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις είναι εκτός συζήτησης για την ώρα.
Παρά ταύτα, το Πεκίνο θα μπορούσε να βοηθήσει να πειθαρχηθούν οι κρατικές επιχειρήσεις με το να τις εκθέσει σε ισχυρό ανταγωνισμό. Αν οι τομείς στους οποίους κυριαρχούν άνοιγαν σε ιδιωτικές εταιρείες και ξένες συμμετοχές, οι κρατικές επιχειρήσεις θα γίνονταν λιγότερο προστατευμένες οντότητες. Το έγγραφο της Ολομέλειας αναφέρθηκε σε αυτό, αλλά η δοκιμή είναι πιθανό να γίνει σε εμπορικές και επενδυτικές διαπραγματεύσεις. Οι αλλοδαποί ανταγωνιστές θα επιμείνουν ότι το Πεκίνο πρέπει να ανοίξει περισσότερους τομείς στον δίκαιο και ισότιμο ανταγωνισμό, και αυτό θα ωφελήσει τελικά και τις κινεζικές εταιρείες. Αν οι κρατικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να ανταγωνιστούν και να επιβιώσουν, τότε το κράτος θα πρέπει να είναι έτοιμο να αφήσει κάποιες από αυτές να αποτύχουν, περίπου όπως φαίνεται ότι έκανε η κινεζική κυβέρνηση στην δεκαετία τού 1990.
Ο ανταγωνισμός είναι ένα ουσιαστικό συστατικό τής εύρυθμης λειτουργίας των αγορών που διαμορφώνει την συμπεριφορά μιας επιχείρησης, ανεξάρτητα αν είναι δημόσια ή ιδιωτική. Η νορβηγική Statoil είναι μια κρατική επιχείρηση που συμπεριφέρεται όπως κάθε ιδιωτική εταιρεία και έχει υιοθετήσει τις παγκόσμια βέλτιστες πρακτικές. Αντίθετα, ο κινεζικός γίγαντας των τηλεπικοινωνιών Huawei είναι κατ’ όνομα ιδιωτική εταιρεία που λειτουργεί περισσότερο σαν ένας υποστηριζόμενος από το κράτος εθνικός πρωταθλητής, συχνά λαμβάνοντας κρατική ενίσχυση με διάφορους τρόπους. Ακόμη και χωρίς την ιδιωτικοποίηση, λοιπόν, οι κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν πιο πειθαρχημένες αν είχαν εκτεθεί σε μεγαλύτερο εγχώριο και διεθνή ανταγωνισμό.
Δεν είναι μικρό πράγμα η αναδιάρθρωση μιας οικονομίας 9 τρισ. δολαρίων, στην οποία οι οικονομικές, εργασιακές και βιομηχανικές μεταρρυθμίσεις είναι πλέον άρρηκτα διασυνδεδεμένες. Εάν οι μεταρρυθμίσεις είναι να πετύχουν, η Κίνα πρέπει όχι μόνο να διευρύνει την αγορά, αλλά και να αναδιαμορφώσει το κράτος, ακόμα κι αν παραμείνει εν ζωή ένας μεγάλος κρατικός τομέας. Αυτό είναι, σε τελική ανάλυση, περισσότερο ένα πολιτικό ζήτημα αντί οικονομικό, και ένα ζήτημα που δεν μπορεί να επιλυθεί εν μια νυκτί. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι το Πεκίνο έδωσε στον εαυτό του χρόνο μέχρι το 2020 - στα μισά τής δεύτερης θητείας τού Xi, όταν αναμένεται να τον συνοδεύουν πέντε νέοι συνάδελφοί του στην επταμελή μόνιμη επιτροπή, μια ολοκληρωτική μεταστροφή - για να εφαρμοστούν ορισμένες από τις πιο δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Αυτό θα δώσει στην κινεζική ηγεσία και στην οικονομία κάποια περιθώρια αναπνοής, καθώς η χώρα επιχειρεί μια τέτοια μαζική αναπροσαρμογή.
Πολλοί έχουν ποντάρει πολύ στην κινεζική ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαετία, πιστεύοντας ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει να επιδεικνύει μια εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής. Το φιλόδοξο πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων που προέκυψε από την Τρίτη Ολομέλεια δείχνει ότι το ένστικτό τους ήταν, σε τελική ανάλυση, σωστό. Ακόμα και εν μέσω ενός κύματος απαισιοδοξίας τα τελευταία χρόνια, θα άξιζε τον κόπο να ποντάρει κανείς πάλι γερά στις μεταρρυθμίσεις κατά την επόμενη δεκαετία.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου