Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Η ΕΕ και η ειρηνευτική διαδικασία στη Μ. Ανατολή

Στις 23 Απριλίου, τα δύο ανταγωνιστικά παλαιστινιακά κόμματα, Hamas και Fatah, υπέγραψαν μια συμφωνία συμφιλίωσης που εξέπληξε πολλούς αναλυτές και φορείς χάραξης πολιτικής. Στη συμφωνία ορίζεται η δημιουργία μέσα σε πέντε εβδομάδες, μιας τεχνοκρατικής κυβέρνησης με το έργο να διοργανώσει νέες κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές μετά από έξι μήνες, και τη δέσμευση να μεταρρυθμίσει την Παλαιστινιακή Οργάνωση για την Απελευθέρωση (PLO) ώστε να συμπεριλάβει επίσης τη Hamas, που και οι δύο βρίσκονται στην λίστα των ΗΠΑ με τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Η νέα κυβέρνηση θα διαχειριζόταν την Παλαιστινιακή Αρχή (ΡΑ), η οποία παρέχει δημόσιες υπηρεσίες και είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια στη Λωρίδα της Γάζας και σε περιορισμένες περιοχές στη Δυτική Όχθη, ενώ οι διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ και η εκπροσώπηση σε διεθνείς οργανισμούς, θα παραμείνει αποστολή της PLO.



Κατά πόσον η συμφωνία θα εφαρμοστεί ή όχι, αποτελεί ακόμη ερώτημα. Δύο προηγούμενες εκδοχές που υπεγράφησαν στο Κάιρο (2011) και στη Ντόχα (2012), δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Παρόλα αυτά, η ανακοίνωση της συμφωνίας έφερε άμεσα αποτελέσματα στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις (με παρότρυνση των ΗΠΑ) μεταξύ της PLO και του Ισραήλ. Η κυβέρνηση του Benjamin Netanyahu αμέσως απέσυρε τη συμμετοχή της στις συνομιλίες, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος Barack Obama εξέφρασε την «απογοήτευσή» του για τη συμφωνία και ανακοίνωσε την απόφαση της κυβέρνησής του να κάνει μια «παύση» στο μεσολαβητικό της ρόλο.


Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλευρά της, εξέφρασε τη στήριξή της για τη συμφωνία συμφιλίωσης, ενώ επανδιατύπωσε πως οποιαδήποτε κυβέρνηση της ΡΑ θα πρέπει να δεσμευτεί στη μη βία, να σεβαστεί τις προηγούμενες συμφωνίες, και να διατηρήσει την αναγνώριση του Ισραήλ από την PLO. Αυτό έρχεται στο ίδιο μήκος κύματος με την επί μακρόν θέση της ΕΕ: ότι μια συμφωνία συμφιλίωσης με τη Hamas είναι αποδεκτή με την προϋπόθεση ότι σέβεται τις παραπάνω προϋποθέσεις. Ο τωρινός πρόεδρος της ΡΑ, Mahmoud Abbas, επιβεβαίωσε ότι θα είναι ο επικεφαλής της νέας τεχνοκρατικής κυβέρνησης, η οποία θα σέβεται όλους τους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, θα πρέπει να έχει στο νου του ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα διεξάγει διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, κάτι που είναι καθήκον της PLO, ένας οργανισμός που όλες οι πλευρές έχουν δεσμευτεί να μεταρρυθμίσουν, αλλά που δεν έχει ακόμη συμπεριλάβει τη Hamas.

Η νέα συμφωνία συμφιλίωσης είναι καλά νέα για εκείνους που θέλουν σημαντικές διαπραγματεύσεις που να καταλήγουν, σε εύλογο χρονικό διάστημα, στη δημιουργία δύο κρατών. Οι διαπραγματεύσεις που άρχισαν το περασμένο καλοκαίρι υπό τον ηγετικό ρόλο του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, John Kerry, απέτυχαν να το φέρουν εις πέρας αυτό. Στην πραγματικότητα, αποδείχτηκε ότι απλώς συζητούσαν για το πώς να διευρύνουν τις συνομιλίες ενώ δεν αντιμετώπιζαν τα βασικά ζητήματα, όπως τα σύνορα ή την τύχη των Παλαιστινίων προσφύγων. Στο μεταξύ, η αποτυχία επίτευξης της λύσης των δύο κρατών έχει καταστήσει τις προσπάθειες της ΕΕ για την οικοδόμηση παλαιστινιακών θεσμών, όλο και λιγότερο αποτελεσματικές.

Η αποτυχία των συνομιλιών που καθοδηγήθηκαν από τις ΗΠΑ, προκύπτει από δύο σχετικές εκβάσεις. Πρώτον, η απουσία των όρων αναφοράς για τις διαπραγματεύσεις, οδήγησε σε έλλειψη σαφήνεις μεταξύ των μερών: δεν υπάρχουν παράμετροι για την οριοθέτηση των συνόρων ούτε υπήρξε μια συμφωνημένη ατζέντα για τις συνομιλίες. Δεύτερον, η εγχώρια πολιτική, τόσο μεταξύ των Παλαιστινίων και στο Ισράηλ, δεν είναι αυτή τη στιγμή ευνοϊκή για τη λύση των δύο κρατών.

Στην παλαιστινιακή πλευρά, τόσο η Fatah όσο και η Hamas, έχουν υποστεί πλήγμα από την απουσία συμφιλίωσης, ενώ η αποτυχία των –με αμερικανική καθοδήγηση- διαπραγματεύσεων να φέρει οτιδήποτε χειροπιαστό στους Παλαιστίνιους, έχει επιδεινώσει περαιτέρω την κρίση  της εγχώριας υποστήριξης για τον πρόεδρο Abbas. Τέλος, μια αδύναμη και μη νόμιμη παλαιστινιακή ηγεσία είναι πολύ απίθανο να υπογράψει μια συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ.
Το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ που θα συναντηθεί στις Βρυξέλλες στις 12 Μαΐου, θα πρέπει να συζητήσει μια στρατηγική για να υποστηρίξει την παλαιστινιακή συμφιλίωση και να ξεκινήσει ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων. Αυτό μπορεί να συνοψιστεί σε τρία σημεία.

Στήριξη για τη συμφιλίωση και εθνικό διάλογο: Η πολιτική στήριξη από την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της για συμφιλίωση είναι θετική, αλλά δεν είναι αρκετή. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή δύο παράλληλες κυβερνήσεις και δομές ασφάλειας (η ΡΑ στη Ραμάλα και η ελεγχόμενη από τη Hamas κυβέρνηση στη Γάζα(, οι οποίες τελικά θα χρειαστεί να συγχωνευτούν. Αυτό θα χρειαστεί πολιτική διαμεσολάβηση και τεχνική υποστήριξη, ακριβώς εκεί που η μόχλευση της ΕΕ και η ειδίκευσή της, θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα. Χρειάζεται επίσης στρατηγική συμφιλίωση. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια κοινή στρατηγική υποστηριζόμενη από όλες τις παλαιστινιακές παρατάξεις για την επίτευξη κρατικής υπόστασης. Αυτό μπορεί να έλθει μόνο μέσω εθνικού διαλόγου. Εδώ, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την εξειδίκευση που έχουν συγκεντρώσει από αλλού, ενώ παράλληλα εργάζονται για να διευκολύνουν όλα τα υλικοτεχνικά προβλήματα που πιθανώς θα προκύψουν, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των περιορισμών του Ισραήλ για την ελευθερία κίνησης.

Να τεθούν οι όροι αναφοράς για τις διαπραγματεύσεις. Τα προηγούμενα συμπεράσματα του Συμβουλίου της ΕΕ ή του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, έχουν καταστήσει σαφή την κατανόηση της Ευρώπης στους κύριους όρους αναφοράς για ορισμένες από τους βασικούς «φακέλους» της διαδικασίας ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Ένα κρίσιμο παράδειγμα είναι η αναφορά στα προ του 1967 σύνορα με αμοιβαίως αποδεκτές και συγκρίσιμες ανταλλαγές γης. Αυτοί οι παράμετροι έχουν καθοδηγήσει την πολιτική της ΕΕ για τη διαμάχη και που θα μπορούσαν να προσφερθούν στα μέρη ως όροι αναφοράς. Μια πιο ολοκληρωμένη δήλωση θα μπορούσε να περιλαμβάνει όχι απλώς τα σύνορα και την Ιερουσαλήμ, όπως και στο παρελθόν, αλλά επίσης να καθορίζει και τις συμφωνηθείσες παραμέτρους για το ζήτημα των Παλαιστινίων προσφύγων και των ρυθμίσεων ασφαλείας για το Ισραήλ. Ακόμη πιο σημαντικό, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να προσπαθήσουν να κερδίσουν κάποια υποστήριξη από τους Άραβες εταίρους τους για αυτές τις παραμέτρους.

Ανάπτυξη κινήτρων και αντικινήτρων και για τις δύο πλευρές, αλλά κυρίως για το Ισραήλ. Ενώ η εγχώρια Παλαιστινιακή πολιτική θα αλλάξει ενώ η συμφωνία συμφιλίωσης εφαρμόζεται, η εσωτερική ισραηλινή πολιτική μπορεί να αλλάξει κυρίως ως αντίδραση στα εξωτερική πλήγματα. Όπως παρατήρησε μια αντιπροσωπεία του ECFR στο Ισραήλ τον Μάρτιο, ο ισραηλινός διάλογος για τις διαπραγματεύσεις επηρεάστηκε κυρίως από την πολιτική διαφοροποίησης της ΕΕ μεταξύ του Ισραήλ και των ισραηλινών εποικισμών στη Δυτική Όχθη, που είναι παράνομες και που δεν θα πρέπει με κανέναν τρόπο να ωφεληθούν είτε από ευρωπαϊκά κεφάλαια είτε από προνομιακές εμπορικές σχέσεις με την ΕΕ. Αυτή η πολιτική θα πρέπει να συνεχιστεί καθώς στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα στους απλούς Ισραηλινούς καθώς και στην ισραηλινή επιχειρηματική κοινότητα ότι υπάρχει κόστος για την παράταση του status quo. Ταυτόχρονα, η ΕΕ θα πρέπει να καταστήσει σαφές στους Ισραηλινούς τι ακριβώς κινδυνεύουν να χάσουν εάν υποχωρήσουν από την τελική συμφωνία. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 2013, η ΕΕ προσέφερε μια ειδική προνομιακή σχέση τόσο στο Ισραήλ όσο και στο μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος. Για το Ισραήλ, αυτό θα σήμαινε σχεδόν τα πάντα εκτός από την ένταξη στην ΕΕ, κάτι που το 48% των Ισραηλινών έχει δηλώσει ότι θα είναι ένα σημαντικό στοιχείο όταν θα λαμβάνονται αποφάσεις για την συμφωνία ειρήνευσης, σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήχθη από το ECFR τον Μάρτιο.
του Mattia Toaldo

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.ecfr.eu/blog/entry/three_things_europe_can_do_to_support_the_middle_east_peace_process

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου