Μην ξεγράφετε την Ελλάδα ως περιφερειακό παράγοντα εξωτερικής πολιτικής. Κάπως έτσι θα μπορούσε να αποκωδικοποιήσει κάποιος την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στην Άγκυρα. Συνοδευόμενος από όλους τους υπουργούς της τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού και σειρά επιχειρηματικών παραγόντων, ήταν εκεί για να υπογράψει μια δέσμη διμερών συμφωνιών με την Τουρκία. Όλα αυτά στο πλαίσιο του «Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας» -την από κοινού κυβερνητική δημιουργία την οποία η Τουρκία αρέσκεται να δημιουργεί με γείτονές της, από το Αζερμπαϊτζάν και την Αίγυπτο, μέχρι και τη Βουλγαρία. Η αντίθεση με τις παλαιές ημέρες της δεκαετίας του ’90, όταν η Αθήνα και η Άγκυρα ήταν στα πρόθυρα του πολέμου, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη. Όπως έγραψα πριν από λίγο καιρό, η φημισμένη πολιτική μηδενικών προβλημάτων της Τουρκίας, έχει αποτέλεσμα μόνο στα Βαλκάνια, και πρόκειται για μια εξαίρεση καθώς το όλο concept ήταν σε κρίση από την αρχή της Αραβικής Εξέγερσης. Επιπλέον, και σε αντίθεση με το τι επικρατεί, η Ελλάδα δεν είναι το βασικό εμπόδιο στις προσπάθειες της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ. Η Λευκωσία και η Αθήνα είναι πολύ κοντά, ιδιαίτερα με το νέο κεντροδεξιό πρόεδρο στην Κύπρο, αλλά έχουν δύο ξεχωριστές εξωτερικές πολιτικές. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν μάλλον ρεαλιστικές. Με ένα κύκλο εργασιών στο εμπόριο ύψους 5 δισ. δολαρίων το 2012 και τις ελληνικές άμεσες ξένες επενδύσεις την περίοδο άνθισης της Τουρκίας στην περιοχή να ανέρχονται στα 6,5 δισ. δολάρια (2005-2011), φαίνεται ότι η εντατικοποίηση της συνεργασίας αποδίδει, ιδιαίτερα για την Ελλάδα που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και έχει χάσει το 20 του ΑΕΠ της τα τελευταία χρόνια.