Σε μια περίοδο έντονου προβληματισμού για τη συνεκτικότητα και αποτελεσματικότητα της διεθνούς δικαιοταξίας σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον αντιλήψεων και πολιτικής, η συζήτηση για την ειρηνική επίλυση των ειρηνικών διαφορών στις διάφορες διαστάσεις της παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολλών από τους διεθνείς δρώντες, συνυφασμένη με το γενικότερο ζήτημα της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου που συχνά δοκιμάζεται από αλαζονικές επιλογές ορισμένων κρατών. Στον 21ο αιώνα που τρέχει, για την παγκόσμια κοινότητα και τα μέλη της το ζήτημα της ειρηνικής επίλυσης διεθνών διαφορών παραμένει μια βασική προτεραιότητα.
Στο πλαίσιο αυτό την προσοχή έλκει το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) των Ηνωμένων Εθνών. Ένας οικουμενικός θεσμός που ως δικαστικός πυλώνας στην επίλυση διεθνών διαφορών αλλά και ως ερμηνευτής και εφαρμοστής των κανόνων του διεθνούς δικαίου του οποίου αποτελεί συνακόλουθα παράγοντα για την περαιτέρω ανάπτυξή του κατέχει στη διεθνή δικαιοταξία μια ξεχωριστή θέση, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία [1]. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως χαρακτηριστικά αποκαλείται, δεν έχει απλά μια – σε ορισμένες περιπτώσεις αμφιλεγόμενη - δικαιοδοτική πορεία 67 ετών. Για την Ελλάδα, με ανοιχτά ζητήματα και τριβές με την Τουρκία ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του διεθνούς δικαίου κυρίως στο χώρο του Αιγαίου πελάγους [π.χ. για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, θέσπιση και όρια ΑΟΖ, αμφισβήτηση κυριαρχίας (Ίμια) κτλ.], το Διεθνές Δικαστήριο αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες ένα σταθερό προσανατολισμό μεθόδου επίλυσης των όποιων – αποδέχεται - διαφορών της [2]. Τούτο συνάδει με την γενικότερη και ευρύτερη προσδοκία της διεθνούς κοινότητας για μια περισσότερο καταλυτική παρέμβαση στη διεθνή ζωή του δικαστικού οργάνου του ΟΗΕ με καλύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου σε ένα περιβάλλον ειρήνης, δικαιοσύνης και αλληλεγγύης προς όφελος λαών και κρατών.