Σε ένα πρόσφατο άρθρο στο Foreign Affairs [1], έγραψα ότι, στις διαπραγματεύσεις για το ελληνικό πακέτο διάσωσης, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα ήταν πιθανόν να υπογράψει την προτεινόμενη από την ΕΕ συμφωνία για το χρέος και το ελληνικό κοινοβούλιο να επικυρώσει την συμφωνία. Ο λόγος; Η ομοφωνία όσων λαμβάνουν αποφάσεις εντός της ΕΕ και ο έλεγχος της ΕΚΤ επί της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών δίνουν το πάνω χέρι στην ΕΕ.
Διαδηλωτές φωνάζουν συνθήματα κατά της λιτότητας στην διάρκεια διαδήλωσης για την στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στην Λισαβόνα, στην Πορτογαλία, στις 22 Ιουνίου 2015. RAFAEL MARCHANTE / REUTERS
Καθώς γράφω αυτό το δεύτερο κείμενο (στις 23 Ιουνίου 2015), δεν ξέρω αν οι προβλέψεις μου ήταν ακριβείς. Υπάρχει ακόμα μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το αν η Ελλάδα θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει την τρέχουσα προσφορά της ΕΕ (η οποία μπορεί να είναι ελαφρώς τροποποιημένη) ή, αντί για αυτό θα παρατείνει την αγωνία της, και του κόσμου, με το να πάρει μια ακόμα παράταση.
Αυτό που είναι προφανές είναι ότι ετούτες οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν πάρα πολύ καιρό. Η κατανόηση των λόγων για τους οποίους οι συνομιλίες ήταν τόσο παρατεταμένες μπορεί να βοηθήσει την ΕΕ να αποφύγει παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.
Υπάρχουν δύο δυνατότητες: Η πρώτη είναι ότι η μια από τις δύο πλευρές δεν θέλει μια συμφωνία. Η δεύτερη είναι ότι τουλάχιστον ένας από τους δύο παράγοντες δεν γνωρίζει τις ακριβείς προτιμήσεις ή τις ικανότητες του άλλου -το πρόβλημα της ελλιπούς πληροφόρησης. Η πρώτη περίπτωση φαίνεται αβάσιμη. Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι παράγοντες στην ΕΕ και στην Ελλάδα θέλουν να χωρίσουν, αλλά δεν αποτελούν την πλειοψηφία ούτε έχουν κυρίαρχη θέση μέσα σε καμία από τις δύο ομάδες διαπραγμάτευσης. Το δράμα των διαπραγματεύσεων, ως εκ τούτου, πρέπει να αφορά στις ελλιπείς πληροφορίες: Τα μηνύματα δεν ήταν μεταδίδονται αποτελεσματικά στην διαπραγματευτική διαδικασία. Το ερώτημα τώρα είναι αν το πρόβλημα ήταν οι άνθρωποι που εμπλέκονται ή η ίδια η δομή των διαπραγματεύσεων.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Η ελληνική «στρατηγική» είναι ένα χάος τυχαίων και αντιφατικών μηνυμάτων από αξιωματούχους της ελληνικής κυβέρνησης. Η θεμελιώδης θέση της Αθήνας ήταν ότι είχε μια πρόσφατη λαϊκή εντολή για να απαιτήσει το τέλος της λιτότητας και την μείωση του βάρους του χρέους. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ έκριναν το αίτημα ως υπερβολικό, και ήταν ιδιαίτερα εξαγριωμένοι από τον τόνο του Γιάνη Βαρουφάκη, υπουργού Οικονομικών στην Ελλάδα, ο οποίος συχνά φαινόταν να προσπαθεί να εκπαιδεύσει τους Ευρωπαίους ομολόγους του στις βέλτιστες οικονομικές πρακτικές. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ αντιμετώπισαν τα επιχειρήματά του όπως εκείνα ενός κρατουμένου θανατοποινίτη που ισχυρίζεται ότι είναι κατά της θανατικής ποινής: Δεν είναι αξιόπιστα και προκύπτουν από την σύγκρουση συμφερόντων. Τελικά, η Ελλάδα τον απέσυρε από τις διαπραγματεύσεις (αλλά δεν τον αντικατέστησε από υπουργό Οικονομικών).
Συνταξιούχοι κρατούν πανό με σύνθημα υπέρ των Ταμείων τους στην διάρκεια διαδήλωσης κατά της λιτότητας στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2015. MARKO DJURICA / REUTERS
-----------------------
-----------------------
Μετά από αυτόν τον γύρο, η Ελλάδα εισήγαγε μια νέα τακτική, στην οποία υποστήριξε ότι δεν είχε χρήματα για να αποπληρώσει τα δάνεια του ΔΝΤ. (Η δήλωση Βαρουφάκη στην διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ήταν ότι η Ελλάδα θα αποπληρώνει το χρέος της «εις το διηνεκές»). Τον Ιούνιο, για πρώτη φορά, η Ελλάδα καθυστέρησε μια σειρά πληρωμών μέχρι το τέλος του μήνα. Η Αθήνα έκανε ζημιά στον εαυτό της παραδεχόμενη δημόσια ότι το αίτημα ήταν θέμα στρατηγικής, δεν αποτελούσε ανάγκη, κάτι που μείωσε περαιτέρω την αξιοπιστία των διαπραγματευτών της.
Το τελικό τέχνασμα των Ελλήνων -η προσπάθεια για την ανάπτυξη εναλλακτικών συμφωνιών και της απειλής στην ΕΕ για τις γεωπολιτικές συνέπειες ενός Grexit- έπεσε στο κενό. Μεταξύ άλλων, ο Έλληνας υπουργός Άμυνας προειδοποίησε ότι αν η ΕΕ δεν στηρίξει την Ελλάδα, η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να υπερασπιστεί τη Νότια Ευρώπη από τις ορδές των τζιχαντιστών˙ ότι αν οι Ευρωπαίοι συνεχίσουν να τηρούν μια σκληρή γραμμή προς τους Έλληνες, οι Έλληνες θα μετέτρεπαν τις διαπραγματεύσεις σε μια έκρηξη (η λέξη που χρησιμοποιήθηκε ήταν «Κούγκι», από το ιστορικό γεγονός στο οποίο μοναχοί ανατίναξαν το μοναστήρι τους αντί να υποταχθούν στην τουρκοκρατία)˙ και ότι αν η Ελλάδα χάσει την ΕΕ ως προστάτιδα απλώς θα στραφεί προς την Κίνα ή την Ρωσία. Για να υποστηρίξει αυτή την απειλή, ο Τσίπρας τάχθηκε κατά της ευρωπαϊκής γραμμής για την Ουκρανία και επισκέφθηκε την Ρωσία «σε αναζήτηση νέων ασφαλών καταφυγίων».
Ως αποτέλεσμα της μπερδεμένης στρατηγικής της, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να κερδίσει ή να επικοινωνήσει με συμμάχους, έχασε την αξιοπιστία της, και ήγειρε ερωτήματα σχετικά με την πίστη της στην Ευρώπη. Κατά μια έννοια, η αποτυχία της χώρας αντανακλούσε ακριβώς τις αντιφατικές προτιμήσεις του ελληνικού λαού: Και να μείνουν στην ζώνη του ευρώ, και να απαλλαγούν από την λιτότητα.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΤΟΙΧΟΣ
Η ελληνική στρατηγική και τακτική έσπρωξε όλους τους άλλους 18 υπουργούς Οικονομικών (συμπεριλαμβανομένου και της Κύπρου) να απορρίψουν τις ελληνικές θέσεις. Είναι πιθανό ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν η Ελλάδα είχε μετριάσει τα αιτήματά της. Αντί να κάνουν διαλέξεις σχετικά με την οικονομική πολιτική, για παράδειγμα, οι Έλληνες διαπραγματευτές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι οι συντάξεις ήταν ένα τόσο μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα επειδή το ΑΕΠ της χώρας είχε συρρικνωθεί κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ή θα μπορούσαν να έχουν επισημάνει ότι το ΔΝΤ, λόγω των λάθος παραδοχών του σχετικά με τους οικονομικούς πολλαπλασιαστές, είχε ευθύνη για την ύφεση στην Ελλάδα.
Αν η Ελλάδα το είχε παίξει ωραία, θα μπορούσε να κερδίσει περισσότερους συμμάχους. Αλλά ακόμα και έτσι, είναι απίθανο ότι η ΕΕ θα ψήφιζε να αλλάξει τους όρους της επί των δανείων διάσωσης, δεδομένου ότι μια τέτοια αλλαγή απαιτεί ομοφωνία. Στην ελληνική περίπτωση, ακόμη και αν η ΕΕ άλλαζε τις πολιτικές της, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ (οι άλλοι δύο δανειστές) θα έπρεπε να συμφωνήσουν. Οι οργανώσεις αυτές έχουν πολύ αυστηρούς κανονισμούς, και οι διαπραγματευτές έχουν σαφή όρια σχετικά με τις ενέργειες που μπορούν να κάνουν. Οι προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν απλά ασυμβίβαστες με αυτά τα όρια.
Μια γυναίκα βαδίζει στον προθάλαμο της έδρας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB) στην Φρανκφούρτη, στις 23 Ιουνίου 2015. RALPH ORLOWSKI / REUTERS
------------------------
------------------------
Το κάτω-κάτω της γραφής είναι ότι οι πιστωτές δεν ήταν σε θέση να ακούσουν τους οφειλέτες και οι οφειλέτες δεν ήταν σε θέση να μιλήσουν με τους πιστωτές. Πέρα από τα ζητήματα για τα οποία η Ελλάδα πρέπει να αναρωτηθεί τώρα -οι Έλληνες ενδιαφέρονται περισσότερο για το ευρώ ή για την λιτότητα; Θέλουν να επανεξετάσουν την θέση τους καθώς η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώνεται;- είναι εκείνα για τα οποία θα πρέπει να αναρωτηθεί η ΕΕ. Με ή χωρίς την Ελλάδα, η ΕΕ είναι εδώ για να μείνει, και θα αντιμετωπίσει κατά πάσα πιθανότητα άλλες διαφωνίες στο μέλλον. Πρέπει, ως εκ τούτου, να αναρωτηθεί αν οι θεσμοί της ΕΕ, ιδίως ο κανόνας της ομοφωνίας, είναι πάρα πολύ αυστηροί.
ΑΥΣΤΗΡΟΙ ΚΑΙ ΒΑΡΕΙΣ
Όταν πρόκειται για τους θεσμούς της ΕΕ (και επίσης τα σημαντικά θέματα, όπως η εξωτερική πολιτική), η λήψη αποφάσεων με ομοφωνία κυριαρχεί. Αυτό το εξαιρετικά αυστηρό κριτήριο κάνει οποιεσδήποτε αλλαγές στο status quo σχεδόν αδύνατες. Για παράδειγμα, η ΕΕ έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να τροποποιήσει τους θεσμούς της μέσα από μια σειρά συνθηκών χωρίς επιτυχία (Άμστερνταμ), ενώ άλλοι (Λισαβόνα) χρειάστηκαν σχεδόν μια δεκαετία για να επιτευχθούν [2]. Η μόνη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα ήταν το Δημοσιονομικό Σύμφωνο του 2012, το οποίο ρύθμισε τους όρους και τις διαδικασίες της χρηματοδοτικής στήριξης υπό την απειλή της κατάρρευσης του ευρώ και η διαπραγμάτευση έγινε σε μερικούς μήνες. Σε αυτή την περίπτωση, οι Ευρωπαίοι κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία ουσιαστικά παραλείποντας αμφιλεγόμενα ζητήματα στην τελική έκθεση [3]. Αυτοί είναι οι κανόνες που η Ελλάδα θέλει τώρα να παρακάμψει, αλλά από την στιγμή που ψηφίστηκαν ομόφωνα είναι ουσιαστικά αδύνατο να αλλάξουν, ακόμη και αν πολλές χώρες αμφισβητούν το κύρος τους.
Η τροποποίηση των κανόνων της ΕΕ είναι παρόμοια με την αναθεώρηση του συντάγματος μιας χώρας. Μια ματιά στην ιστορία των εν λόγω αναθεωρήσεων το αποδεικνύει. Παρακάτω παραθέτω δύο γραφικά που εκπροσωπούν τις χώρες του ΟΟΣΑ. Ο παρακάτω πίνακας, αντιγραμμένος από το άρθρο μου με τον Dominic Nardi [4], παρουσιάζει την συνταγματική ακαμψία (πόσο «κλειδωμένο» ή δύσκολο είναι να τροποποιηθεί το σύνταγμα μιας χώρας) ως συνάρτηση του μεγέθους του συντάγματος.
Συνταγματική Ακαμψία προς Συνταγματικό Μέγεθος
(Constitutional Rigidity vs. Constitutional Length)
---------------------
(Constitutional Rigidity vs. Constitutional Length)
---------------------
Το δεύτερο γράφημα παραθέτει την συχνότητα με την οποία έχουν τροποποιηθεί τα συντάγματα ως συνάρτηση του συνταγματικού μεγέθους. Τα μεγαλύτερα συντάγματα τροποποιούνται συχνότερα.
Αριθμός συνταγματικών τροποποιήσεων προς Μέγεθος συντάγματος
(Number of Amendment Events vs. Constitutional Length)
----------------------
(Number of Amendment Events vs. Constitutional Length)
----------------------
Ο συνδυασμός των δύο μεγεθών δείχνει ότι τα μεγαλύτερα συντάγματα τροποποιούνται πιο συχνά παρά το γεγονός ότι είναι πιο δύσκολο να τροποποιηθούν. Η συνθήκη της ΕΕ ανήκει στην επάνω δεξιά άκρη των δύο γραφημάτων. Το μέγεθος της Συνθήκης της Λισαβόνας είναι πάνω από 47.000 λέξεις (συμπεριλαμβανομένων των προσαρτημάτων, είναι περισσότερο από 75.000 λέξεις). Ως μέτρο σύγκρισης, το μεξικανικό σύνταγμα (το πιο φλύαρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ) έχει περίπου 57.000 λέξεις. Οι συνταγματικές αναθεωρήσεις ήταν πολύ συχνές στην ΕΕ, από την SEA (Single European Act, η συνθήκη της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς το 1986) ως το Μάαστριχτ, το Άμστερνταμ, τη Νίκαια και την Λισαβόνα. Τελικά, η συνταγματική ακαμψία της ΕΕ –η ομοφωνία- είναι μνημειώδης.
Φυσικά, η ΕΕ δεν είναι ένα έθνος, και οι διαφορετικές χώρες μέσα σε αυτήν επιθυμούν να προστατεύσουν την εθνική τους κυριαρχία. Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ έχει την αρχή της ομοφωνίας για τις σοβαρές αποφάσεις, και χωριστές εκλογές (σε εθνικό επίπεδο) ακόμη και για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Διαφορετικές εθνικές αντιπροσωπείες δυσκολεύονται να επικοινωνούν μεταξύ τους. (Για παράδειγμα, οι περισσότεροι Γερμανοί αντιπρόσωποι, ανεξάρτητα από το κόμμα στο οποίο ανήκουν, είναι υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ οι περισσότεροι από τους εκπροσώπους των χωρών του Νότου είναι υπέρ της ανάπτυξης).
Η ενασχόληση με τις παρατεταμένες συγκρούσεις στο εσωτερικό της ΕΕ θα απαιτήσει την δημιουργία μιας ενοποιημένης βάσης ψηφοφόρων στην ΕΕ, έτσι ώστε οι εκπρόσωποι να μπορούν να ανταγωνίζονται για ψήφους σε όλη την Ευρώπη (βόρεια, νότια και ανατολική). Αυτό το ευρύτερο πεδίο θα ανάγκαζε τους εκπροσώπους να προσπαθήσουν να συνθέσουν απόψεις και να ξεπεράσουν τις εθνικές διαιρέσεις αντί να τις αγνοούν.
Αλλά πιο σημαντικοί από τους εκλογικούς κανόνες είναι αυτοί της λήψης αποφάσεων. Τα τρέχοντα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν κατοχυρώσει το status quo. Προστατεύεται από πολλούς παράγοντες βέτο. Ωστόσο, η ελληνική κρίση είναι μόνο η αρχή για το τι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα θεσμικά όργανα. Άλλα οικονομικά γεγονότα, η μετανάστευση και η τρομοκρατία, θα απαιτήσουν ευελιξία στην λήψη αποφάσεων.
Ανεξάρτητα από την έκβαση της ελληνικής κρίσης, το ζήτημα των «κλειδωμένων» συνταγμάτων [θεσμών] είναι ένα θέμα που αξίζει να συζητηθεί.
πηγή: http://www.foreignaffairs.gr/articles/70391/george-tsebelis/agonia-stin-athina?page=show
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου